Ο Thomas H. Lee, o δισεκατομμυριούχος που πρωτοστάτησε στις συμφωνίες private equity και στις μοχλευμένες εξαγορές μέσω μίας εταιρείας που έφερε το όνομα του, πέθανε ξαφνικά. Ήταν 78 ετών.

Ο θάνατος του ανακοινώθηκε χωρίς λεπτομέρειες σχετικά με την ώρα, τον τόπο ή την αιτία από τον εκπρόσωπο της οικογένειας, Michael Sitrick.

1

Ο Lee διηύθυνε την Thomas H. Lee Partners με έδρα τη Βοστώνη από το 1974 έως το 2006, όταν η εταιρεία είχε 12 δισεκατομμύρια δολάρια για επενδύσεις, αφού είχε πετύχει τριψήφιες αποδόσεις από προηγούμενες συμφωνίες της.

Ο Lee παραιτήθηκε και ίδρυσε την Lee Equity Partners με έδρα τη Νέα Υόρκη, η οποία δημιούργησε funds που επικεντρώθηκαν σε μικρότερες συμφωνίες για ταχέως αναπτυσσόμενες εταιρείες.

Μέσω και των δύο εταιρειών, ο Lee επένδυσε περισσότερα από 15 δισεκατομμύρια δολάρια σε εκατοντάδες συναλλαγές έως το 2020.

Η πιο γνωστή του συναλλαγή ήταν αυτή της Snapple Beverage Corp, το 1992. Η εταιρεία του Lee εξαγόρασε την Snapple έναντι 135 εκατ. δολαρίων, επενδύοντας μόνο 28 εκατομμύρια δολάρια δικά της χρήματα. Δύο χρόνια αργότερα την πούλησε στην Quaker Oats Co. για 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια, αφού αύξησε τα έσοδα της από 95 εκατομμύρια δολάρια ετησίως σε 750 εκατομμύρια δολάρια.

Η απόδοση που πέτυχε ήταν 334% καθώς η εταιρεία του έβγαλε 927 εκατομμύρια δολάρια από την πώληση, σύμφωνα με ένα προφίλ του δισεκατομμυριούχου από το περιοδικό Forbes το 1997. Με τέτοια κέρδη, μέχρι το 2022, ο Lee είχε περιουσία 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με το Forbes.

Σε αντίθεση με τους περισσότερους ανταγωνιστές του, ο Lee δεν ήταν αδίστακτος προκειμένου να χτίσει την περιουσία του, αποφεύγοντας τις επιθετικές τακτικές στις εταιρείες που αναλάμβανε, όπως η ριζική μείωση του κόστους για να πετύχει τους στόχους των κερδών.

«Ήταν κάτι σπάνιο για την Wall Street – ένας πραγματικά καλός τύπος», ανέφερε το Forbes στο προφίλ του 1997.«Είναι επίσης πραγματικά καινοτόμος στον τομέα των συμφωνιών».

Εμβληματική φιγούρα

Ο Todd Abbrecht και ο Scott Sperling, συν-διευθύνοντες σύμβουλοι στην πρώην εταιρεία του Lee, τώρα γνωστή ως THL, δήλωσαν «βαθιά λυπημένοι» για τον απροσδόκητο θάνατό του.

«Ο Tom ήταν μια εμβληματική φιγούρα στα private equity. Έγινε πρωτοπόρος σε μια βιομηχανία και καθοδήγησε γενιές νέων επαγγελματιών που ακολούθησαν τα βήματά του», ανέφεραν σε δήλωσή τους. «Το πιο σημαντικό είναι ότι ήταν ένα γενναιόδωρο και ευγενικό άτομο που νοιαζόταν βαθιά για τους φίλους του, την οικογένειά του και την κοινότητά του».

Η στρατηγική του Lee ήταν να στοχεύει εταιρείες μεσαίας κεφαλαιοποίησης με δυνατότητες ανάπτυξης, που είχαν έσοδα από 300 εκατομμύρια έως 3 δισεκατομμύρια δολάρια. Ένα από τα αγαπημένα του μότο ήταν: Καλύτερα να πληρώσεις ακριβό τίμημα για μια καλή εταιρεία παρά να αποκτήσεις μια μέτρια εταιρεία σε τιμή ευκαιρίας.

Βασισμένος σε αυτή τη φιλοσοφία, μία από τις πρώτες επιτυχίες του ήταν η εξαγορά της Sterling Jewelers με έδρα το Οχάιο το 1985. Την απέκτησε έναντι 28 εκατ. δολαρίων, τα περισσότερα από τα οποία ήταν δανεικά. Πούλησε την εταιρεία δύο χρόνια αργότερα έναντι 210 εκατ. δολαρίων, αποφέροντας περισσότερα από 180 εκατομμύρια δολάρια σε κέρδη, σύμφωνα με το Forbes.

Στις άλλες συμφωνίες που έκλεισε με την πρώτη του εταιρεία περιλαμβάνονταν και η General Nutrition Cos. το 1989.

Το 2005, συνεργάστηκε επίσης με άλλες εταιρείες private equity για να εξαγοράσει την Dunkin’ Brands, την οποία παραχώρησε μέσω franchise στα καταστήματα παγωτού Dunkin’ Donuts και Baskin-Robbins, για 2,4 δισεκατομμύρια δολάρια.

Η επενδυτική φόρμουλα

Ενώ δεν έδινε έμφαση στη μόχλευση, ο Lee παρέμεινε στη βασική επενδυτική του φόρμουλα όταν ξεκίνησε την Lee Equity, η οποία συνήθως επένδυε 50 έως 150 εκατομμύρια δολάρια σε μια εταιρεία.

Επένδυσε στο Deb Shops, μία εταιρεία μόδας λιανικής, απέκτησε την Edelman Financial Group το 2012 και πραγματοποίησε ένα μεγάλο στοίχημα στην Papa Murphy’s International, μια αλυσίδα πίτσας «take-and-bake».

Ο Lee συχνά έμενε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας όταν ανακοινώνονταν οι συμφωνίες, επισημαίνει ο Edgar Bronfman Jr., ο οποίος συνεργάστηκε μαζί του για να εξαγοράσει την Warner Music Group το 2004. Είπε ότι η φιλοσοφία του Lee ήταν: Δεν χρειάζεται να κερδίζεις αν παίρνεις όλα όσα θέλεις. Άφησε την άλλη πλευρά να έχει τις κοινωνικές και δημοσιογραφικές νίκες.

«Ο Tom επικεντρωνόταν πάντα στο επιχειρηματικό αποτέλεσμα για τους επενδυτές του, όχι στο προσωπικό του προφίλ», είπε ο Bronfman στο Bloomberg το 2014.

Υπήρχαν κάποιες αστοχίες στην πορεία, τις οποίες ο Lee επεσήμανε χαρακτηριστικά στους πιθανούς επενδυτές όταν έκανε μια νέα συμφωνία. Μια επένδυση 500 εκατομμυρίων δολαρίων το 1999 στην ασφαλιστική εταιρεία Conseco Inc. απέτυχε καθώς η εταιρεία ζήτησε προστασία από την πτώχευση τρία χρόνια αργότερα.

Η εταιρεία του Lee συγκλονίστηκε επίσης από την επένδυσή των 507 εκατομμυρίων δολαρίων στην Refco Inc., την αμερικανική χρηματιστηριακή εταιρεία συμβάσεων μελλοντικής εκπλήρωσης και εμπορευμάτων. Η Refco υπέβαλε αίτηση πτώχευσης αφού αποκάλυψε το 2005 ότι ο διευθύνων σύμβουλός της είχε αποκρύψει χρέη 430 εκατομμυρίων δολαρίων για χρόνια.

Συλλέκτης έργων τέχνης

Ο Lee μασούσε συχνά πούρο καθώς περιφέρονταν στο γραφείο του.

Ήταν φανατικός συλλέκτης έργων τέχνης. Είχε στην κατοχή του έργα καλλιτεχνών όπως ο Willem de Kooning και ο Jackson Pollock και ήταν διαχειριστής του Lincoln Center και του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης, σύμφωνα με το Forbes.

Ο Thomas Haskell Lee γεννήθηκε στις 27 Μαρτίου 1944, στην Ουάσιγκτον. Ο πατέρας του εργαζόταν για την Shoe Corporation of America, που ιδρύθηκε από τον πεθερό του, Robert Schiff.

Φοίτησε στο Belmont Hill School κοντά στη Βοστώνη και αποφοίτησε από το Harvard College το 1965 με πτυχίο στα οικονομικά.

Εργάστηκε ως αναλυτής στο τμήμα ανάλυσης θεσμικών της L.F. Rothschild στη Νέα Υόρκη. Μετά από ένα χρόνο, μεταπήδησε στην First National Bank of Boston, όπου παρέμεινε οκτώ χρόνια. Έγινε αντιπρόεδρος μέχρι το 1973, ειδικευόμενος στον δανεισμό σε εταιρείες τεχνολογίας.

Χρησιμοποιώντας μία κληρονομιά 150.000 δολαρίων και ένα δάνειο που πήρε από τον αδελφό του ξεκίνησε την Thomas H. Lee Partners το 1974.

Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Barbara Fish. Χώρισαν το 1995, μετά από 27 χρόνια γάμου, αφού απέκτησαν δύο παιδιά, τον Zach και τον Robbie. Αργότερα παντρεύτηκε την Ann Tenenbaum. Απέκτησαν τρία παιδιά: τον Jesse, τον Nathan και τη Rosalie.

Διαβάστε ακόμη:

Bernard Arnault: O πλουσιότερος άνθρωπος σήμανε την έναρξη της κούρσας διαδοχής – Οι πέντε κληρονόμοι της αυτοκρατορίας των 200 δισ. δολ.

Πόλσον εναντίον Πόλσον: Δικαστική διαμάχη δισεκατομμυρίων για τον μεγαλοεπενδυτή και την πρώην σύζυγο του – Όλες οι λεπτομέρειες