Δημήτρης και Τζώρτζης Κουτσολιούτσος
Παρασκευή 4 Μαϊού 2018. Μια μέρα που έμελλε να γραφτεί με μελανά γράμματα στη σύγχρονη οικονομική ιστορία του τόπου. Ήταν η μέρα που το αμερικάνικο fund QCM αποκάλυπτε το μεγαλύτερο οικονομικό και χρηματιστηριακό σκάνδαλο του αιώνα.
Με μια έκθεση – κόλαφο που έσκασε σαν βόμβα στην ελληνική αγορά, ο επικεφαλής του αμερικάνικου Fund Γκάμπριελ Γκρέκο ξεσκέπασε την «μεγάλη απάτη» στην Folli Follie και έδωσε το «έναυσμα» για να αρχίσουν να ξετυλίγονται οι πτυχές της υπόθεσης, με την οικογένεια Κουτσολιούτσου να είναι εκείνη που διαδραματίζει ρόλο ενορχηστρωτή. Σύμφωνα τουλάχιστον με τα όσα καταμαρτυρεί ο οικονομικός εισαγγελέας Γιάννης Δραγάτσης, που έχει συντάξει δυο πορίσματα ερευνών για την αμαρτωλή Folli Follie.
Με «ελληνική Parmalat» παρομοίωσε ο ισραηλινής καταγωγής και ιθύνων νους του QCM την περίπτωση της Folli, βλέποντας αρκετές ομοιότητες με το σκάνδαλο- μεγατόνων της ιταλικής γαλακτοβιομηχανίας που συγκλόνισε την γειτονική χώρα στις αρχές της χιλιετίας.
Οι εξελίξεις που ακολουθήσαν ήταν καταιγιστικές. Η προσποιητή –όπως αποδείχθηκε εκ των υστερών- οργισμένη αντίδραση των ιδιοκτητών που αμφισβήτησαν τους ισχυρισμούς του QCM, κάνοντας μάλιστα λόγο για «οργανωμένο σχέδιο κερδοσκόπων» δεν στάθηκε ικανή να καθησυχάσει τους φόβους του επενδυτικού κοινού. Άλλοι μεν έσπευσαν να ξεπουλήσουν δίχως αύριο, αλλά και αρκετοί τοποθετήθηκαν στα χαμηλά, δείχνοντας εμπιστοσύνη στα όσα έλεγε η τότε διοίκηση της Folli.
Τελικά, η διαπραγμάτευση της μετοχής ανεστάλη στις 25 Μαΐου εν μέσω πολλών συζητήσεων που ακόμη και σήμερα, προκαλούν ερωτήματα για την διαχείριση της υπόθεσης από τις εποπτικές και χρηματιστηριακές αρχές.
«Με μεγάλη αγανάκτηση και θυμό αναφέρομαι στα γεγονότα που έχουν προκύψει τα τελευταία εικοσιτετράωρα, ως αποτέλεσμα της άδικης επίθεσης που δέχεται το brand Folli Follie. Και κατ’ επέκταση ο Όμιλος FF Group από ομάδα κερδοσκόπων, οι οποίοι, βάσει οργανωμένου σχεδίου, επέφεραν πλήγμα και ζημία στον όμιλο και στους μετόχους του, αποκομίζοντας τεράστια οικονομικά οφέλη», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Τζώρτζης Κουτσολιούτσος στις 7 Μαΐου.
Οι νέες επιθέσεις που ακολούθησαν από το αμερικάνικο fund, οι οποίες αναδείκνυαν το σαθρό οικοδόμημα που χτίστηκε η εταιρεία πυροδότησαν αλυσιδωτές αντιδράσεις και κινητοποίησαν τις εποπτικές και δικαστικές αρχές, οι οποίες ξεκίνησαν έρευνα για τα πεπραγμένα της διοίκησης Κουτσολιούτσου.
Λίγο αργότερα ήρθαν και οι προσφυγές στη Δικαιοσύνη από ζημιωθέντες επενδυτές και μετόχους, ενώ η σε βάθος έρευνα του οικονομικού εισαγγελέα Γιάννη Δραγάτση που ανέλαβε την υπόθεση οδήγησε στην άσκηση ποινικής δίωξης μεταξύ άλλων για απάτη και ξέπλυμα μαύρου χρήματος στον Δημήτρη, την Κατερίνα και τον μοναχογιό τους και CEO της εταιρείας, Γιώργο (Τζώρτζη) Κουτσολιούτσο.
Τον φθινόπωρο του ίδιο έτους, το πόρισμα της Alvarez & Marsal που απέδειξε τις χαοτικές αποκλείσεις ανάμεσα στα πραγματικά μεγέθη και στα χαλκευμένα που παρουσίαζε ο όμιλος. Γεγονός που ήρθε να καταδείξει το μέγεθος της απάτης. Μια απάτη για τους ιστορικούς του μέλλοντος, θα πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες των τελευταίων 118 ετών στην Ελλάδα, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με το σκάνδαλο των μεταλλείων Λαυρίου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Το οικονομικό μέγεθος της μεγάλης απάτης «μεταφράζεται» σε απώλειες της τάξεως του 1,5 δισ. ευρώ για τους μετόχους μειοψηφίας και τους ομολογιούχους της εταιρείας.
Οι απώλειες αυτές είναι 15 φορές μεγαλύτερες σε σύγκριση με την, πριν από τρεις δεκαετίες, καταγεγραμμένη υπεξαίρεση των 100 εκατ. ευρώ (33,5 δισ. δραχμές τότε) από την Τράπεζα Κρήτης του «χρυσοδάκτυλου» Γιώργου Κοσκωτά. Ο οποίος τιμωρήθηκε με 25 χρόνια φυλακή, αλλά αφέθηκε ελεύθερος (τον Μάρτιο του 2001) έχοντας εκτίσει σχεδόν τη μισή από την ποινή που του επιβλήθηκε.
Υπό το βάρος των νέων αποκαλύψεων όπου το mononews.gr κατείχε και εξακολουθεί να κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο με εκατοντάδες αποκαλυπτικά δημοσιεύματα, τα μέλη της οικογένειας Κουτσολιούτσου αναγκάστηκαν σε διαφορετικούς χρόνος σε παραίτηση από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, με εξαίρεση τον Τζώρτζη Κουτσολιούτσο που παρέμεινε απλό μέλος, παραχωρώντας τη σκυτάλη του CEO. Μάλιστα, σε μια κίνηση που προκάλεσε αλγεινή εντύπωση έσπευσε να διαχωρίσει την θέση του, και να επιρρίψει τις ευθύνες για το σκάνδαλο στον πατέρα του. «Για όλα φταίει ο πατέρας μου», σημείωσε σε συνέντευξή του, τονίζοντας πως είναι χρέος του να παραμείνει για να οδηγήσει την εταιρεία στην εξυγίανση.
Στο μεταξύ, είχε ξεκινήσει η προσπάθεια ανασυγκρότησης που έχανε πλέον τον βηματισμό της και έδειχνε να ξεμένει από ρευστότητα, αφού πιστωτές και τράπεζες διέκοψαν κάθε πίστωση. Επιπλέον, οι διεθνείς οίκοι μόδας που εκπροσωπούσε η Folli (μεταξύ των οποίων Nike, UGG, Guess) άρχισαν να εγκαταλείπουν το καράβι που βούλιαζε, ενόσω νέα στοιχεία για το μέγεθος του «οικονομικού εγκλήματος» ήρθαν στην επιφάνεια με το πόρισμα της PwC.
Έχοντας εξασφαλίσει την προστασία από τους πιστωτές και αφού απέτυχαν όλες οι προσπάθειες ανεύρεσης στρατηγικού επενδυτή, η εταιρεία στράφηκε στη λύση των ομολογιούχων που ήταν οι βασικοί πιστωτές του ομίλου και οι μόνοι που εκδήλωσαν ενδιαφέρον να σωθεί η «αμαρτωλή» επιχείρηση. Με τη βοήθεια ειδικών συμβούλων που πλήρωσε πανάκριβα και νέα μέλη στο δ.σ., μετά τις μαζικές και συνεχόμενες αποχωρήσεις στελεχών επιχείρησε έναν συμβιβασμό με τους ομολογιούχους. Τελικά, οι δυο πλευρές ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις που διήρκησαν 1,5 χρόνο και οι οποίες πέρασαν από «σαράντα κύματα» κατέληξαν σε κατ’ αρχήν συμφωνία.
Συμφωνία που καλείται να υλοποιήσει η νέα διοίκηση που όρισε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με δικαστική συνδρομή, χωρίς την παρουσία του Τζώρτζη Κουτσολιούτσο που έσπευσε να παραιτηθεί στα μέσα Δεκεμβρίου του 2019, μετά την νομοθετική πρωτοβουλία που ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών για τις διοικήσεις εταιρειών που εμπλέκονται σε σκάνδαλα. Σύμφωνα με πληροφορίες, αυτό το διάστημα οριστικοποιούνται οι τελευταίες λεπτομέρειες και μόλις επαναλειτουργήσουν τα δικαστήρια η εταιρεία θα ζητήσει την επικύρωσή της συμφωνίας από την Δικαιοσύνη. Μια επικύρωση που –εκτός απροόπτου- αναμένεται να ανοίξει τον δρόμο για την εξυγίανσή της αμαρτωλής εταιρείας και τη διάσωση των περίπου 700 θέσεων εργασίας στην Ελλάδα.