Οι διαρροές από το υπουργείο Οικονομικών κάνουν λόγο για μία “παραγωγική” συζήτηση στο χθεσινό EuroWorking Group όσον αφορά στην αναπτυξιακή στρατηγική της κυβέρνησης, τον γαλλικό μηχανισμό για τη σύνδεση της διευθέτησης του χρέους με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας και την εποπτεία μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος. Όμως στην πραγματικότητα από τη χθεσινή συζήτηση μάλλον δεν… παρήχθησαν και πολλά πράγματα για την Ελλάδα.
Αυτό που κατέστη σαφές, αντίθετα, είναι ότι η Ελλάδα δεν θα προλάβει εγκαίρως να υλοποιήσει και τα 88 προαπαιτούμενα της δ’ αξιολόγησης, γεγονός που σημαίνει ότι η ολοκλήρωση του προγράμματος θα καθυστερήσει να επικυρωθεί και θα πάει για το Eurogroup της 21ης Ιουνίου, όταν και αναμένεται να δοθεί το πράσινο φως για την εκταμίευση της δόσης των 11,7 δισ. ευρώ από τον ESM.
Το τι θα γίνει όμως μετά το τέλος του προγράμματος παραμένει ασαφές. Το “μαξιλάρι ασφαλείας” που επιδιώκει να δημιουργήσει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για να στηρίξει σε αυτό την “καθαρή” έξοδο είναι στον “αέρα” και θα εξαρτηθεί και από το πώς θα κυλήσει η τέταρτη αξιολόγηση. Αυτό σημαίνει ότι κανείς δεν θα γνωρίζει πόσο θα είναι αυτό το “μαξιλάρι” τουλάχιστον έως τα τέλη Ιουνίου, και άρα κανένας επενδυτής δεν θα μπορεί να βασιστεί στις εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης για τη μετά τα μνημόνια εποχή. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο η Αθήνα να “πουλήσει” στις διεθνείς αγορές το αφήγημα της “καθαρής” εξόδου.
Από εκεί και πέρα, υπάρχει και το ζήτημα της εποπτείας. Η Ελλάδα δεν θα είναι ακριβώς “ελεύθερη” μετά τα μνημόνια, αλλά θα βρίσκεται υπό παρακολούθηση, ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα “κυλήσει” ξανά στην κρίση. Αυτή η παρακολούθηση πιθανόν να συνοδεύεται από κίνητρα όπως μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, τα οποία η λεγόμενη “γαλλική πρόταση” συνδέει με το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Ωστόσο, η Γερμανία (κυρίως) και άλλες χώρες δεν θέλουν να υπάρχει μία αυτοματοποιημένη διαδικασία ελάφρυνσης ελληνικού χρέους, αλλά οι σχετικές αποφάσεις να περνούν πρώτα από το Eurogroup, ώστε οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών να έχουν τον έλεγχο της κατάστασης. Προφανώς αυτό είναι κάτι που δεν επιθυμεί η ελληνική πλευρά, και η διαπραγμάτευση δεν θα είναι εύκολη, ούτε γρήγορη.
Από την άλλη, η Ελλάδα παρουσίασε το προσχέδιο του αναπτυξιακού της προγράμματος, το οποίο οι δανειστές έκαναν μεν δεκτό, όμως εξέφρασαν επιφυλάξεις για τις ασάφειες και τις γενικολογίες που αυτό περιλαμβάνει και ζήτησαν βελτιώσεις, ενώ εμφανίζονται επίσης κάθετα αντίθετοι στο ενδεχόμενο αύξησης του κατώτατου μισθού που επιδιώκει η Αθήνα, και αυτό είναι ένα ακόμα σημείο τριβής μεταξύ των δύο πλευρών που πιθανότατα θα μας απασχολήσει για αρκετό καιρό.
Σημειωτέον ότι υπάρχει η δυνατότητα να συμπεριληφθούν σε αυτό το μεταμνημονιακό πρόγραμμα και προαπαιτούμενα που δεν θα προλάβει να υλοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση, αλλά μόνο αν αυτό οφείλεται σε τεχνικά ζητήματα, και όχι σε έλλειψη πολιτικής βούλησης.