Σημαδιακός ο στίχος του νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη: «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί».

Προφανώς κάτι τέτοιο θα συμβαίνει και με τη συντριπτική πλειονότητα εκείνων, που 25 χρόνια μετά, ξαναφέρνουν στο νου τους βιωματικές καταστάσεις από τη «μεγάλη χίμαιρα» του λαϊκού καπιταλισμού.

1

Ήταν η εποχή του μαζικού εκμαυλισμού και της ακατανίκητης έλξης που ασκούσαν τα πανεύκολα και γρήγορα κέρδη από την ασίγαστη άνοδο των μετοχών. Η θρυλική Σοφοκλέους, το εμβληματικό τοπόσημο των χρηματιστηριακών συναλλαγών, βρισκόταν στον… έβδομο ουρανό των υπεραξιών που σχηματίζονταν σωρηδόν.

Μια ολόκληρη στρατιά από αφιονισμένους παίκτες έμοιαζε να ζει με τη σιγουριά ενός εισοδηματία, τον εγωκεντρισμό ενός ζάπλουτου, τη μακαριότητα ενός ανυποψίαστου και ενίοτε με την αναμελιά ενός κολ γκερλ. Αποτελεί άλλωστε κοινή διαπίστωση ότι όσο πιο ευτυχισμένος νιώθει κάποιος, τόσο πιο εύπιστος γίνεται.

Όλα αυτά όμως μέχρι την Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου του 1999. Σαν αύριο δηλαδή, πριν από 25 χρόνια.

Η τρίωρη συνεδρίαση εκείνη της ηλιόλουστης ημέρας ολοκληρώθηκε στη  1.30 το μεσημέρι με τον Γενικό Δείκτη να κλείνει στις 6.355,04 μονάδες. Σε επίπεδα ρεκόρ όλων των εποχών, ενώ ενδοσυνεδριακά είχε φτάσει μέχρι τις 6.484,30 μονάδες.

Η αξία των συναλλαγών εκτινάχτηκε στα θηριώδη επίπεδα των 612,9 δισ. δραχμών, που ισοδυναμούν με 1,8 δισ. ευρώ. Κάπου 14 φορές πάνω σε σύγκριση με τον μέσο ημερήσιο τζίρο στη διάρκεια της εφετινής χρονιάς.

Βέβαια η τότε συναλλακτική δραστηριότητα ήταν επί της ουσίας μαγική εικόνα, αφού βασιζόταν σε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι στον «αέρα». Δηλαδή στην παροχή πιστώσεων για αγορές μετοχών, χωρίς χρονική δέσμευση για την αποπληρωμή τους.

Άμαχος και άμαθος πληθυσμός

Τα απίστευτα και όμως αληθινά που έλαβαν χώρα στις 17 Σεπτεμβρίου του ’99 έμελλε να σηματοδοτήσουν την «ημέρα των ημερών» της μεγαλύτερης «φούσκας» στη σύγχρονη ιστορία της ελληνικής αγοράς. Καθώς από εκεί κι έπειτα άρχισαν να κατρακυλούν οι τιμές, αδειάζοντας βίαια τις προσδοκίες του… άμαχου και άμαθου πληθυσμού.

Το πάλαι ποτέ κραταιό «κόμμα των κωδικών» έχει καταγράψει στη συλλογική του μνήμη τη «φούσκα» ως μέγα σκάνδαλο. Συστατικό στοιχείο του οποίου ήταν η ανακατανομή πλούτου, με τα λεφτά των πολλών να καταλήγουν στις τσέπες των ολίγων και μυημένων.

Ωστόσο με νομικούς όρους σκάνδαλο δεν υπήρχε, όπως δεν υπήρξαν επί της ουσίας και ένοχοι. Αφού από τις περίπου 80 δικαστικές υποθέσεις για απάτες, χειραγωγήσεις και λοιπά συμπαρομαρτούντα , είτε εκδόθηκαν απαλλακτικά βουλεύματα, είτε έσβησαν με αθωωτικές αποφάσεις. Ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις επιβλήθηκαν κάποιες «ανώδυνες» ποινές.

Την ημέρα της κορύφωσης της «φούσκας» του ’99 στο χρηματιστηριακό ταμπλό υπήρχαν 265 εισηγμένες εταιρείες, των οποίων οι κοινοί και προνομιούχοι τίτλοι έφτασαν στην στρατόσφαιρα των αποτιμήσεων των…72,5 τρις δραχμών. Τα οποία ισοδυναμούν με 212,76 δισ. ευρώ. Επίπεδα που αντιστοιχούσαν σε 81,8 φορές τα κέρδη που είχαν πετύχει οι εισηγμένες στην ετήσια χρήση του 1988 και σε 36,1 φορές την εταιρική κερδοφορία του 1999.

«Έσβησαν» 197 εταιρείες, παραμένουν 65

Σήμερα οι 197 εταιρείες από τις 265 δεν υπάρχουν στον χρηματιστηριακό χάρτη. Άλλες χρεοκόπησαν, άλλες απορροφήθηκαν από διάφορα επιχειρηματικά σχήματα κι άλλες επέλεξαν αυτοβούλως να αποχωρήσουν από την αγορά.

Επίσης τρεις είναι σε αναστολή διαπραγμάτευσης.

Οι εταιρείες που εξακολουθούν να βρίσκονται στο χρηματιστηριακό ταμπλό, όπως και πριν από 25 χρόνια, έχουν περιοριστεί τώρα σε 65.

Η τρέχουσα τιμή των 1.419,24 μονάδων του Γενικού Δείκτη εμφανίζεται να είναι…77,66% πιο κάτω από εκείνη όπου έκλεισε στις 17 Σεπτεμβρίου του ’99. Πλην όμως οι πραγματικοί συσχετισμοί δεν είναι αρμονικά συγκρίσιμοι λόγω των μεταβολών που έχουν επέλθει στη σύνθεσή του. Από τις 60 μετοχές που είναι στη σύνθεσή του, μόνο οι 13 παραμένουν στο ίδιο «καλάθι». Αλλά και αυτές με διαφορετικούς συντελεστές ως προς τον υπολογισμό της βαρύτητας που έχουν στη διαμόρφωση της καθημερινής εικόνας του.

Η τωρινή, αγοραία χρηματιστηριακή αξία όλων των εισηγμένων εταιρειών ανέρχεται σε 97,94 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 30,86 δισ. αφορούν τις νέες εισαγωγές.

Σε σχέση με την ιστορική κορύφωση του ’99, η μεγάλη «τρύπα» των ζημιών κοστολογείται σε… 114,82 δισ. ευρώ. Κάπου 12,8 φορές μεγαλύτερη από το κόστος των ολυμπιακών αγώνων που έγιναν το 2004 στην Αθήνα και κατά το ΙΟΒΕ ήταν 9 δισ. Με το μεγαλύτερο κομμάτι εξ αυτών να αφορά το ολυμπιακά έργα.

Και στην περίπτωση των χρηματιστηριακών απωλειών τα δεδομένα σύγκρισης είναι ανόμοια. Ενώ εκτός υπολογισμού είναι τα μερίσματα συνολικού ύψους 56,4 δισ. σε βάθος 25ετίας.

Οι πρωταγωνιστές των αποδόσεων

Από τις 65 μετοχές των εταιρειών που ήταν τότε, αλλά είναι και τώρα σε χρηματιστηριακή διαπραγμάτευση, μόνο 7 είναι εκείνες που καταγράφουν κέρδη. Λαμβάνοντας ώς βάση όχι τις ιστορικές τιμές, αλλά τις αναπροσαρμοσμένες τόσο σε ευρώ, όσο και τις εταιρικές πράξεις που έχουν γίνει σε όλα αυτά τα χρόνια (κυρίως από ΑΜΚ και διανομές δωρεάν μετοχών, αλλά και από συγχωνεύσεις). Ενώ στις περιπτώσεις των διπλής διαπραγμάτευσης εταιρειών (όπως η Coca Cola, η Τιτάν και η Βιοχάλκο) η προσαρμογή  των τιμών έχει με βάση την παλαιά εταιρεία και όχι εκείνη που είναι σήμερα ως dual list εισηγμένη.

Στην κορυφή των αποδόσεων βρίσκεται η Jumbo του πολυσυζητημένου Απόστολου Βακάκη, η οποία παρά τις «ομορφιές» που έχουν γίνει το τελευταία καιρό, ενισχύεται κατά 972,7% από την ημέρα της ιστορική κορύφωσης της αγοράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα τέλη του 1998 η χρηματιστηριακή αξία της Jumbo ισοδυναμούσε με 35,2 εκατ. ευρώ και στις 17 Σεπτεμβρίου του ’99 είχε φτάσει να αποτιμάται στα 239,6 εκατ. ευρώ, κάνοντας ανοδικό άλμα 580,7%. Τώρα η κεφαλαιοποίηση της Jumbo, με τη συνδρομή και των αυξήσεων κεφαλαίου που έγιναν στο παρελθόν, ανέρχεται στα 3,3 δισ. ευρώ. Έχοντας όμως υποχωρήσει κατά 18,7% ( 775,5 εκατ. ευρώ) από τα προ τετραμήνου υψηλά.

Δεύτερη στην κλίμακα των αποδόσεων με κέρδη 211,5% είναι η (υπερσυγκεντρωμένη)  μετοχή της καπνοβιομηχανίας Καρέλια, συμφερόντων των …διχασμένων κληρονόμων της φερώνυμης οικογένειας. Στα τέλη του ’98 η εταιρεία έχει κεφαλαιοποίηση 53,6 εκατ. ευρώ και μετά από εννέα μήνες ενισχύθηκε κατά 428,9% και έφτασε στα 283,5 εκατ. ευρώ, ενώ σήμερα αποτιμάται σε 883,2 εκατ. ευρώ.

Στην τρίτη θέση του βάθρου των νικητών είναι η Metlen του Ευάγγελου Μυτιληναίου με κέρδη 120,4%, ενώ έπεται η Coca Cola καταγράφει άνοδο 94,6%.

Τα Πλαστικά Κρήτη της οικογένειας Λεμπιδάκη που έχουν άνοδο 11%, η Τιτάν που κερδίζει 6% και η Σαράντης που ενισχύεται κατά 1,2%, συμπληρώνουν την επτάδα των μετοχών οι οποίες ηγούνται των αποδόσεων.

Τα μερίσματα κάνουν τη διαφορά

Η «κόκκινη ζώνη» των απωλειών ξεκινά με τη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ να βρίσκεται 7,7% χαμηλότερα και τη Lamda Development (ως μετεξέλιξη μετά την εξαγορά της κατασκευαστικής Κωνσταντινίδης) να χάνει 24,6%. Ενώ η 20αδα των μετοχών κλείνει με την τράπεζα Ελλάδος που είναι στο -82%.

Εάν όμως υπολογιστούν και τα μερίσματα, τότε η εικόνα διαφοροποιείται σημαντικά. Καθώς από τη μια πλευρά οι κερδοφόρες μετοχές διευρύνουν τις αποδόσεις τους, ενώ από την άλλη και οι ζημιογόνες βελτιώνουν την εικόνα τους.

Για παράδειγμα η μετοχή του ΟΤΕ που είναι τώρα στα 14,97 ευρώ, καταγράφει πτώση 32% από την κορυφή του ’99. Ωστόσο με τα μερίσματα των 9,1 ευρώ ανά μετοχή, οι ζημιές μετατρέπονται σε κέρδη 9,4%.

Από την «παλιά φρουρά» των 65 μετοχών, οι τιμές των 36 καταγράφουν απώλειες που ξεκινούν από το 90% και φτάνουν μέχρι το 99,9%. Ανάμεσά τους και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, που λόγω των διαδοχικών ανακεφαλαιοποιήσεων στα χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης ,βρίσκονται σε «βαθύ κόκκινο». Και τούτο γιατί οι προσαρμοσμένες τιμές της 17ης Σεπτεμβρίου του ’99 είναι στα… 3.262.334 ευρώ για την Πειραιώς, στα 21.330,75 ευρώ για την Εθνική, στα 18.302,270 για τη Eurobank και στα 439,395 ευρώ για την Alpha Bank.

Το νοσηρό τότε και το ελπιδοφόρο τώρα

Κανένας δεν μπορεί να προδικάσει αν κάποτε στο μέλλον θα επαναληφθούν τα ακραία φαινόμενα της «φούσκας» του ’99. Όπου η απληστία σε συνδυασμό με την άγνοια της μεγάλης μάζας των ιδιωτών Ελλήνων επενδυτών και το χωρίς ουσιαστικούς κανόνες εποπτικό περιβάλλον, ήταν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά. Στην εποχή της «φούσκας» «υπήρχαν» 1,5 εκατ. κωδικοί Ελλήνων ιδιωτών που είχαν μετοχές. Εξ αυτών οι 585.000 έκαναν τουλάχιστον μια πράξη τον «θερμό» Σεπτέμβριο. Η τότε κεφαλαιοποίηση της αγοράς έφτασε να αντιστοιχεί στο 182% του ΑΕΠ, ενώ μέσα στη φρενίτιδα των αγοραστών είχε καταργηθεί κάθε έννοια ορθολογισμού στις αποτιμήσεις.

Μετά από…67 limit up (στο όριο του 8%) η Ερμής ακινήτων, που μεταγενέστερα λειτούργησε σαν πρόπλασμα δημιουργίας επιχειρηματικού ομίλου, είχε φτάσει να καταγράφει κέρδη…7.868% από την αρχή του ’99. Ακολουθούμενη από Σιγάλα και Τασόγλου που είχαν άνοδο 5.437% και 4.454%.

Ακόμη εκδοτικός όμιλος που μετέπειτα αντίκρυσε το φάσμα της χρεοκοπίας είχε φτάσει να αποτιμάται σχεδόν όσο και η περιουσία των 2,3 δισ. που κληρονόμησε η Αθηνά Ωνάση

Η σημερινή εικόνα της αγοράς ενσωματώνει ορθολογικές προσδοκίες και δεν έχει σχέση με τα… άλματα λογικής του μακρινού, όσο και τραυματικού παρελθόντος. Οι Έλληνες ιδιώτες επενδυτές, έχουν σαφέστατα πολύ πιο περιορισμένη συμμετοχή, ενώ ή εξέχουσα θέση ανήκει στα  ξένα χαρτοφυλάκια.

Η κεφαλαιοποίηση  της αγοράς είναι στο 42% του ΑΕΠ, αισθητά χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ενώ οι αποτιμήσεις αντιστοιχούν σε 9 φορές τα περσινά κέρδη των εταιρειών, και κάτω από 8 φορές για τα προσδοκόμενα της εφετινής χρονιάς. Όπως πάντα βέβαια, τα κέρδη ή ζημιές δεν προκύπτουν όταν αγοράζει κάποιος, αλλά όταν πουλάει…

Διαβάστε επίσης:

Αναλυτές για τραπεζικές μετοχές: Το placement σε Εθνική και η επιστροφή της Κύπρου «φτιάχνουν» το κλίμα στο ΧΑ

Το ράλι του «βασιλιά» των μετάλλων: Έσπασε το «φράγμα» των 11 δισ. ευρώ η αξία του χρυσού της Ελλάδας

Όμιλος Τσάκου: Δωρεά δύο φουσκωτών λέμβων στον Ελληνικό Στρατό