Στη συνεδρίαση του Εποπτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχουν στραμμένα σήμερα τα βλέμματά τους οι Έλληνες τραπεζίτες, καθώς σε αυτήν θα κριθεί το κατά πόσον οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστεί να ανακεφαλαιοποιηθούν εκ νέου, με βάση τα αποτελέσματα των stress tests.
Οι επίσημες ανακοινώσεις για τα αποτελέσματα των stress tests αναμένονται πιθανότατα το Σάββατο 5 Μαΐου. Ωστόσο, ήδη υπάρχουν διαρροές που θέλουν τις ελληνικές τράπεζες να έχουν περάσει με επιτυχία τα τεστ αντοχής, και αυτό που περιμένουν όλοι με ενδιαφέρον είναι αν θα επιβεβαιωθούν αυτές οι διαρροές, και αν επιβεβαιωθούν, ποιες θα είναι οι επιπλέον παρατηρήσεις του SSM για την κάθε τράπεζα ξεχωριστά, οι οποίες θα δώσουν τις κατευθυντήριες γραμμές στις διοικήσεις τους για τη μελλοντική τους πορεία. Δεδομένη θεωρείται, για παράδειγμα, μία σύσταση προς όλες τις τράπεζες για το ζήτημα της διαχείρισης των “κόκκινων” δανείων, ώστε να μειωθεί δραστικά η επιβάρυνση των χαρτοφυλακίων τους. Επίσης, αναμένεται να γίνουν και συστάσεις ως προς τη διασφάλιση της μελλοντικής κερδοφορίας τους, κι ενώ οι τράπεζες βρίσκονται ακόμα σε ένα μεταβατικό στάδιο, καθώς δεν έχουν ακόμη επανέλθει στην κανονικότητα του παραδοσιακού τους ρόλου στην οικονομία, που είναι η χορήγηση δανείων και η άντληση καταθέσεων.
Οι Έλληνες τραπεζίτες περιμένουν με αγωνία τα… χαρμόσυνα νέα των stress tests, ελπίζοντας πως οι ανακοινώσεις της ΕΚΤ θα ικανοποιήσουν τους επενδυτές και θα βελτιώσουν την οικονομική θέση των τραπεζών, ενώ παράλληλα θα πείσουν τους καταθέτες για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, οδηγώντας σε επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες, και πιο μακροπρόθεσμα στην οριστική κατάργηση των capital controls.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα φετινά stress tests έχουν μία σημαντική διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα: δεν υπάρχει συγκεκριμένος “στόχος” κεφαλαιακής επάρκειας πάνω από τον οποίο οι τράπεζες κρίνονται βιώσιμες και κάτω από τον οποίο κρίνονται ανεπαρκείς. Αντίθετα, οι τράπεζες θα κριθούν κατά περίπτωση, με βάση τα στοιχεία που έχουν παρουσιάσει. Έτσι, το πιο πιθανό είναι να υπάρχουν διαβαθμίσεις όσον αφορά στις επιδόσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο να κληθούν κάποιες από αυτές να αντλήσουν νέα κεφάλαια, έστω και αν αυτά θα είναι πολύ λίγα, χωρίς να προχωρήσουν σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Στο σενάριο αυτό, οι εν λόγω τράπεζες θα πρέπει να υποβάλουν εντός δύο εβδομάδων ένα σχέδιο κεφαλαιακής αναδιάρθρωσης και να αντλήσουν τα νέα κεφάλαια εντός λίγων μηνών από τον ιδιωτικό τομέα, και μόνο αν αποτύχουν θα εξεταστεί η πιθανότητα κάλυψης με κρατικούς πόρους.
Σε κάθε περίπτωση, εκτιμάται ότι καμία ελληνική τράπεζα δεν θα χρειαστεί να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, και οι όποιες κεφαλαιακές ανάγκες προκύψουν θα είναι περιορισμένες και θα καλυφθούν κατά κύριο λόγο μέσω πωλήσεων θυγατρικών τους και άλλων περιουσιακών τους στοιχείων.