Η Deutsche Bank αποτελεί την τελευταία τράπεζα που βρέθηκε στο επίκεντρο της τραπεζικής αναταραχής της Ευρώπης, με την μετοχή της να πλήττεται από αθρόες ρευστοποιήσεις κατά την τελευταία συνεδρίαση της εβδομάδας, μετά την εκτίναξη των CDS της.

Ο τίτλος της γερμανικής τράπεζας έχει καταγράψει απώλειες 21% φέτος και μάλιστα όλες κατά τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Και όλα αυτά την ώρα που ο γερμανικός δείκτης DAX, την ίδια περίοδο, έχει σημειώσει άνοδο 7,7%.

1

Η τράπεζα έχει ανακάμψει τα τελευταία χρόνια. Έχει ανακοινώσει 10 συνεχόμενα τρίμηνα κερδών, μετά την ολοκλήρωση μιας αναδιάρθρωσης πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ που ξεκίνησε το 2019, με στόχο τη μείωση του κόστους και τη βελτίωση της κερδοφορίας της.

Παρόλα αυτά την Παρασκευή ήταν ο αδύναμος κρίκος των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζικών μετοχών μετά την ανακοίνωση ενός σχεδίου επαναγοράς ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης Tier 2, μια κίνηση που συνήθως θεωρείται ένδειξη δύναμης. Ωστόσο, καθώς η ψυχολογία των αγορών παραμένει εύθραυστη οι επενδυτές την αντιμετώπισαν ως σημάδι αδυναμίας.

Έτσι, αντί να ενισχύσει την εμπιστοσύνη τους, τα CDS της τράπεζας εκτινάχθηκαν.

Το κόστος της ασφάλισης των πενταετών ομολόγων της Deutsche Bank βρέθηκε περίπου στις 220 μονάδες βάσης το πρωί της Παρασκευής. Αν και είναι υψηλά για μια μεγάλη ευρωπαϊκή τράπεζα, εν τούτοις είναι ακόμα πολύ μακριά από τα υψηλά της Credit Suisse την περασμένη εβδομάδα.

Οι αναλυτές προσπάθησαν να εξηγήσουν το selloff, το οποίο κινητοποίησε μέχρι και τον Γερμανό Καγκελάριο Όλαφ Σολτς που έσπευσε να στηρίξει δημόσια την τράπεζα.

«Η Deutsche Bank έχει εκσυγχρονίσει και αναδιοργανώσει θεμελιωδώς το επιχειρηματικό της μοντέλο και είναι μια πολύ κερδοφόρα τράπεζα», δήλωσε o Σολτς σε συνέντευξη Τύπου στις Βρυξέλλες όταν ρωτήθηκε για το θέμα. «Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας».

Citi: Η Deutsche Bank είναι θύμα της παράλογης αγοράς

Αναλυτές της Citigroup προσπαθώντας να εξηγήσουν τις πιέσεις στη Deutsche Bank είπαν ότι μπορεί να οφείλεται στην «παράλογη αγορά», αναφέρει το Bloomberg.

Αν και αυτό αποτελεί από μόνο του μια ανησυχία, ακόμη πιο ανησυχητικός είναι ο κίνδυνος οι αρνητικές απόψεις να ξεφύγουν από τον έλεγχο και να εξελιχθούν σε προφητεία.

Αυτή η απειλή επισημάνθηκε την εβδομάδα που πέρασε και από τον Mark Branson, ο οποίος ηγείται της BaFin. Είπε στο Bloomberg ότι ενώ ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος είναι ασφαλής, ένας προβληματικός τομέας είναι «η μετάδοση του κινδύνου μέσω ψυχολογίας».

Αναζητώντας του λόγους που οδήγησαν στην βουτιά της μετοχής της Deutsche Bank, οι αναλυτές αναφέρθηκαν στην εκτίναξη των CDS της καθώς και στις ανησυχίες για την έκθεση της στα εμπορικά ακίνητα, αλλά και στην έρευνα που πραγματοποιεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ σε τράπεζες σχετικά με την τήρηση των ρωσικών κυρώσεων.

«Κανένα από αυτά δεν φαίνεται αρκετά σημαντικό για να εξηγήσει την κίνηση, μάλλον το θεωρούμε αποτέλεσμα μίας παράλογης αγοράς», ανέφεραν σε σημείωμα οι αναλυτές της Citi, συμπεριλαμβανομένου του Andrew Coombs.

Όπως και με την Credit Suisse, «ο κίνδυνος είναι να υπάρξει ψυχολογικός αντίκτυπος στους καταθέτες από τους τίτλους των δημοσιευμάτων, ανεξάρτητα από το αν ο αρχικός συλλογισμός πίσω από αυτούς ήταν σωστός ή όχι», επισήμαναν.

Αν και η Deutsche Bank έχει υποστεί μια σειρά από κρίσεις στο παρελθόν, ένα τεράστιο σχέδιο ανάκαμψης τη βοήθησε να τις ξεπεράσει.

Μάλιστα, το σημείωμα της Citi αναφέρει ότι η τράπεζα είναι κερδοφόρα και διαθέτει ισχυρά κεφάλαια και ρευστότητα.

Ο κίνδυνος διάχυσης

Οι χρηματοπιστωτικές ρυθμιστικές αρχές και οι κυβερνήσεις έχουν λάβει μέτρα τις τελευταίες εβδομάδες για να περιορίσουν τον κίνδυνο μετάδοσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν μεμονωμένες τράπεζες και η Moody’s ανέφερε σε σημείωμά της τις προηγούμενες ημέρες ότι θα πρέπει «σε γενικές γραμμές να επιτύχουν» και να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.

«Ωστόσο, σε ένα αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον και με την εμπιστοσύνη των επενδυτών να παραμένει εύθραυστη, υπάρχει ο κίνδυνος οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να μην είναι σε θέση να περιορίσουν την τρέχουσα αναταραχή χωρίς να υπάρχουν μακροχρόνιες και δυνητικά σοβαρές επιπτώσεις εντός και εκτός του τραπεζικού τομέα», αναφέρει η ομάδα στρατηγικής του οίκου αξιολόγησης.

«Ακόμη και πριν γίνει εμφανές το πρόβλημα των τραπεζών, αναμέναμε ότι οι παγκόσμιες πιστωτικές συνθήκες θα εξακολουθούσαν να εξασθενούν το 2023 ως αποτέλεσμα των σημαντικά υψηλότερων επιτοκίων και της χαμηλότερης ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της ύφεσης σε ορισμένες χώρες».

Η Moody’s εκτιμά ότι, καθώς οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν τις προσπάθειές καταπολέμησης του αυξημένου πληθωρισμού, όσο περισσότερο οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες παραμένουν σφιχτές, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος «να εξαπλωθούν οι πιέσεις πέρα από τον τραπεζικό τομέα, προκαλώντας μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική και οικονομική ζημιά».

Στο μικροσκόπιο των αμερικανικών αρχών UBS και Credit Suisse

Στη δίνη των πιέσεων βρέθηκαν χθες και οι μετοχές της UBS και της Credit Suisse.

Οι δύο τράπεζες περιλαμβάνονται στη λίστα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν μπει στο στόχαστρο του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ και ερευνώνται σχετικά με το αν βοήθησαν Ρώσους ολιγάρχες να αποφύγουν τις δυτικές κυρώσεις, επισήμανε σε άρθρο του το Bloomberg.

Πηγές που επικαλείται το ειδησεογραφικό πρακτορείο αναφέρουν ότι οι δύο ελβετικές τράπεζες συμπεριλήφθηκαν σε ένα πρόσφατο κύμα κλητεύσεων που απέστειλε η αμερικανική κυβέρνηση.

Τα αιτήματα παροχής πληροφοριών εστάλησαν πριν από την κρίση της Credit Suisse και την εξαγορά της εξαγορά από την UBS.

Οι έρευνες του υπουργείου Δικαιοσύνης επικεντρώνονται στον εντοπισμό υπαλλήλων των τραπεζών που συναλλάχθηκαν με πελάτες στους οποίους επιβλήθηκαν κυρώσεις και στον τρόπο με τον οποίο οι πελάτες αυτοί ελέγχθηκαν τα τελευταία χρόνια, αναφέρουν οι πηγές.

Σημειώνεται ότι πριν την επιβολή κυρώσεων από τις χώρες της Δύσης, η Credit Suisse ήταν γνωστή για το πελατολόγιο πλούσιων Ρώσων που κατείχε.

Στις καλύτερες εποχές διαχειρίζονταν πάνω από 60 δισ. δολάρια Ρώσων πελατών, οι οποίοι απέφεραν στην τράπεζα ετήσια έσοδα 500 έως 600 εκατ. δολάρια.

Διαβάστε ακόμη:

Deutsche Bank: Το νέο “θύμα” των ευρωπαϊκών τραπεζών – Τι λένε οι αναλυτές