Με 19 παρατηρήσεις – κόλαφο η PwC, καυτηριάζει τις πρακτικές που ελάμβαναν χώρα στην Folli Follie ακόμη και μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου.

Αποκορύφωμα το διάτρητο σύστημα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, καθώς και η αδυναμία εφαρμογής των κατάλληλων δικλίδων εσωτερικού ελέγχου που θα επέτρεπαν στη Διοίκηση να έχει επαρκή και αξιόπιστα δεδομένα.

Η ελεγκτική εταιρεία, η οποία ανέλαβε να ελέγξει τις οικονομικές καταστάσεις της Folli Follie για το 2018 εξέδωσε αρνητική γνώμη, σημειώνοντας πως «αυτές μάλλον δεν παρουσιάζουν εύλογα, από κάθε ουσιώδη άποψη, την εταιρική και ενοποιημένη χρηματοοικονομική θέση της Εταιρείας και του Ομίλου κατά την 31η Δεκεμβρίου 2018…». «Η Έκθεση Διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου είναι ουσιωδώς εσφαλμένη, ως προς τα ποσά και τα άλλα θέματα που αναφέρονται ανωτέρω στα τμήματα της Έκθεσής μας «Βάση για αρνητική γνώμη» και «Επιπρόσθετα θέματα από τη διενέργεια του ελέγχου», αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Η PwC εκτιμά πως η Folli Follie πως δεν είναι σε θέση να καλύψει τις υποχρεώσεις της από τη συνεχιζόμενη δραστηριότητά τους, παρ’ ότι έχει εκπονήσει ένα πρόγραμμα λειτουργικής αναδιάρθρωσης, με σκοπό την αίτηση υπαγωγής της στις διατάξεις του άρθρου 106β του Ν.3588/2007. Όπως λέει, «στο παρόν στάδιο υφίσταται ουσιώδης αβεβαιότητα που εγείρει σημαντική αμφιβολία για την ικανότητα της Εταιρείας και του Ομίλου να συνεχίσουν απρόσκοπτα τις δραστηριότητες τους». Ως εκ τούτου, «δεν τεκμηριώνεται η εκτίμηση και η συνεπακόλουθη απόφαση της Διοίκησης σχετικά με τον τρόπο σύνταξης και παρουσίασης των συνημμένων εταιρικών και ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, με βάση την αρχή της συνεχιζόμενης δραστηριότητας».

Σύμφωνα με την PwC, η Folli Follie τόσο σε επίπεδο ομίλου όσο και εταιρείας «δεν είναι σε θέση να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους από τη συνεχιζόμενη δραστηριότητά τους». Καθώς όπως λέει, οι δανειακές υποχρεώσεις του Ομίλου έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ενώ τονίζει πως «εως σήμερα ο Όμιλος δεν έχει έρθει σε συμφωνία με τους δανειστές του για αναδιάρθρωση του υφιστάμενου χρέους, ενώ δεν έχει εξασφαλίσει χρηματοδότηση από άλλα μέρη».

Η PwC υπογραμμίζει επίσης την αδυναμία των διοικούντων να δημιουργήσουν ένα αξιόπιστο σύστημα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, τονίζοντας πως ακόμη και έως σήμερα (!) η εταιρεία «δεν έχει ολοκληρώσει τις απαραίτητες διαδικασίες για τον εντοπισμό αδυναμιών, ελλείψεων και παραλείψεων στο σύστημα εσωτερικού ελέγχου που έχουν οδηγήσει στην επεξεργασία και δημοσίευση εσφαλμένης χρηματοοικονομικής πληροφόρησης».

Επιπλέον, ο ελεγκτικός οίκος σημειώνει ότι δεν υιοθετήθηκαν νέα λογιστικά πρότυπα «κατά παράβαση των προβλέψεων των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ), υπογραμμίζει πως εντόπισε σημαντικές αδυναμίες στα μηχανογραφικά συστήματα της Εταιρείας ενώ προσθέτει πως επιπλέον δεν του «παρασχέθηκαν όλα τα εγκεκριμένα πρακτικά των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας για την περίοδο 19 Σεπτεμβρίου 2019 έως 11 Φεβρουαρίου 2020».

H PwC σημειώνει ακόμη ότι η παρούσα διοίκηση συνέταξε τις αναθεωρημένες εταιρικές και ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της προηγούμενης χρήσης που έληξε την 31 Δεκεμβρίου 2017, «βασιζόμενη εν μέρει στα ευρήματα του ημιτελούς ελέγχου της Alvarez & Marsal. Ως εκ τούτου οι εταιρικές και ενοποιημένες καταστάσεις ταμειακών ροών της προηγούμενης χρήσεως που έληξε την 31 Δεκεμβρίου 2017 είναι επίσης εσφαλμένες, καθώς η Διοίκηση δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θα επέτρεπαν τη σύνταξη των εν λόγω καταστάσεων απαλλαγμένων από ουσιώδη λάθη».

Συναλλαγή χωρίς οικονομική ουσία (!)

Κατά την εξέταση συναλλαγών που διενεργήθηκαν κατά την υπό έλεγχο χρήση, η PwC εντόπισε μια σύμβαση με προμηθευτή που συνάφθηκε την 18 Μαΐου 2018 και η οποία δέσμευε την Εταιρεία στην καταβολή αμοιβής επιτυχίας σε περίπτωση επιτυχούς διαμεσολάβησης για την προσέλκυση επενδυτών στην Εταιρεία. Ο συγκεκριμένος προμηθευτής τιμολόγησε ποσό $5 εκ. με επιβάρυνση των αποτελεσμάτων του 2018, επικαλούμενος την προσφορά τρίτου για την πραγματοποίηση επένδυσης στην Εταιρεία ποσού €250 εκ. Ο Όμιλος, μέχρι και τον Αύγουστο του 2018, είχε καταβάλει στο συγκεκριμένο προμηθευτή, συνολικό ποσό άνω των $3 εκ. μέσω δύο εταιρειών του Ομίλου. Η PwC δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει την οικονομική ουσία της ανωτέρω συναλλαγής.

Η PwC στέκεται και στα δάνεια που χορήγησε η εταιρεία σε θυγατρικές της εταιρείες, συνολικού ποσού €12,9 εκ. περίπου, για τα οποία όπως λέει «δεν κατέστη δυνατό να λάβουμε τα απαιτούμενα ελεγκτικά τεκμήρια. Τα δάνεια αυτά χορηγήθηκαν σε θυγατρικές από τις οποίες η Εταιρεία είχε ήδη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις που είχαν χαρακτηριστεί από τη Διοίκηση ως μη ανακτήσιμες ενώ γίνεται λόγος και για καταβολή στα μέλη του ΔΣ υπέρογκων αμοιβών και παροχών οι οποίες συνολικά υπερβαίνουν το εγκεκριμένο ποσό διάθεσης.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την PwC κατά παρέκκλιση των άρθρων 24 και 34 του Κωδ. Ν. 2190/1920 (όπως έχει αντικατασταθεί από 1/1/2019 από τον Ν.4548/2018) και της απόφασης της τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της 30 Ιουνίου 2017, η Εταιρεία κατέβαλε στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αμοιβές και παροχές οι οποίες συνολικά υπερβαίνουν το εγκεκριμένο ποσό διάθεσης.

Επιπρόσθετα, κατά παρέκκλιση του άρθρου 23α του Κωδ. Ν. 2190/1920 (όπως έχει αντικατασταθεί από 1/1/2019 από τον Ν.4548/2018), η Εταιρεία παρείχε δάνεια σε πρώην μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και είχε συμβληθεί με εταιρεία συνδεδεμένη με πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, χωρίς την προηγούμενη λήψη ειδικής άδειας από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ PwC