Στην Ελλάδα, το ετήσιο εισόδημα ενός μονοπρόσωπου νοικοκυριού που ανήκει στη μεσαία τάξη κυμαίνεται μεταξύ $7.894 και $21.050 (σε όρους αγοραστικής δύναμης 2010), γεγονός που κατατάσσει τη χώρα μας στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Επι της ουσίας η οικονομική κρίση από την οποία διήλθε η χώρα, άφησε το αποτύπωμά της τόσο στα πιο αδύναμα οικονομικά στρώματα, όσο και στη μεσαία τάξη, επιδεινώνοντας το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, αναφέρει η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Έρευνα Εισοδήματος και συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (2018) της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ), το ποσοστό του πληθυσμού που βρισκόταν το 2017 σε κίνδυνο φτώχειας διαμορφώθηκε στο 20,2%, μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις. Το ποσοστό αυτό αφορά στα άτομα που ζουν σε νοικοκυριά των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα είναι χαμηλότερο του 60% του εθνικού διαμέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Πρόκειται συνεπώς για ένα μέτρο σχετικής φτώχειας και υπό αυτήν την έννοια αποτελεί ένδειξη της ανισότητας στον πληθυσμό αλλά και του κινδύνου κοινωνικού αποκλεισμού.

Το ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα ήταν 19,6% το 2005 και αυξήθηκε σταδιακά έως το 2012, φθάνοντας στο 23,1%, βαίνοντας μειούμενο από το 2014 και μετά.

Η μικρή κάμψη του ποσοστού φτώχειας που καταγράφεται από το 2014, συνδέεται κυρίως με τη μείωση της ανεργίας από το Φθινόπωρο του 2013 και μετά.

Παράλληλα όμως τα τελευταία χρόνια, τόσο στη χώρα μας όσο και παγκοσμίως, φαίνεται ότι έχει πληγεί σημαντικά η μεσαία τάξη, φαινόμενο που έχει τεθεί στο μικροσκόπιο διεθνών οργανισμών, όπως ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Το επίπεδο διαβίωσης της μεσαίας τάξης συνιστά ένα κρίσιμο μέγεθος, αφού αποτελεί σημαντικό στοιχείο μίας εύρυθμης οικονομίας και μιας κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από συνοχή (OECD, Under Pressure: The Squeezed Middle Class, Απρίλιος 2019).

H μεσαία τάξη συμβάλλει σημαντικά στην κατανάλωση, στηρίζει σημαντικό μέρος των επενδύσεων στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας και της αγοράς ακινήτων, ενισχύει την παραγωγικότητα, ενώ υποστηρίζει και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης μέσω της πληρωμής φόρων.

Επιπλέον, σε κοινωνικό επίπεδο έχει παρατηρηθεί ότι η ισχυρή μεσαία τάξη συνδέεται με την ενίσχυση της εμπιστοσύνης, την πολιτική σταθερότητα και τα χαμηλά ποσοστά εγκληματικότητας

Στην Ελλάδα, το ετήσιο εισόδημα ενός μονοπρόσωπου νοικοκυριού που ανήκει στη μεσαία τάξη κυμαίνεται μεταξύ $7.894 και $21.050 (σε όρους αγοραστικής δύναμης 2010), γεγονός που κατατάσσει τη χώρα μας στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ (Γράφημα 1).

Επιπλέον, το ποσοστό του πληθυσμού που ανήκει στη μεσαία τάξη στην Ελλάδα φθάνει το 57,1%, έναντι 61,6% κατά μέσο όρο στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ, το οποίο μάλιστα έχει μειωθεί κατά περίπου τρεις ποσοστιαίες μονάδες από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 (64%).

ο

Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται στη χαμηλότερη από τη μεσαία εισοδηματική τάξη (δηλαδή αμείβεται με λιγότερο από το 75% του διαμέσου εισοδήματος) στην Ελλάδα είναι 32%, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που ανήκει στην υψηλότερη από τη μεσαία τάξη (δηλαδή έχει αποδοχές ανώτερες του 200% του διαμέσου εισοδήματος) διαμορφώνεται σε 11%.

Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η έρευνα πεδίου, σύμφωνα με την οποία ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ανεξάρτητα από το πραγματικό του εισόδημα, θεωρεί ότι ανήκει στη μεσαία τάξη.

Ενδεικτικό είναι ότι στις χώρες του ΟΟΣΑ, το ποσοστό του πληθυσμού που «αυτοπροσδιορίζεται» ως μεσαία τάξη ισούται με 65,7%, ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό σχεδόν ταυτίζεται με το «μετρούμενο» σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΟΣΑ (57%).

Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η έρευνα πεδίου, σύμφωνα με την οποία ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ανεξάρτητα από το πραγματικό του εισόδημα, θεωρεί ότι ανήκει στη μεσαία τάξη.

Ενδεικτικό είναι ότι στις χώρες του ΟΟΣΑ, το ποσοστό του πληθυσμού που «αυτοπροσδιορίζεται» ως μεσαία τάξη ισούται με 65,7%, ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό σχεδόν ταυτίζεται με το «μετρούμενο» σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΟΣΑ (57%).