Την εκτίμηση ότι με τις σωστές πολιτικές η ΔΕΗ γίνεται να σωθεί έκανε στο περιθώριο του συνεδρίου για την ενέργεια ο βουλευτής της Νεας Δημοκρατίας, κ. Κ. Σκρέκας, σημειώνοντας ωστόσο ότι θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην αποδοτικότητα και την εξασφάλιση ρευστότητας. Εξάλλου η διασφάλιση της μακροπρόθεσμης και βιώσιμης λειτουργίας της ΔΕΗ στο νέο ανταγωνιστικό ενεργειακό περιβάλλον, αποτελεί έναν από τους στόχους του ενεργειακού σχεδιασμού της Νέας Δημοκρατίας.

Ο γόρδιος δεσμός της ΔΕΗ είναι ένα από τα προβλήματα που θα κληρονομήσει η επόμενη κυβέρνηση καθώς θα πρέπει να σχεδιάσει με τόλμη την αναδιάρθρωση και τη μελλοντική προοπτική της ΔΕΗ αναλαμβάνοντας το πολιτικό κόστος που η σημερινή κυβέρνηση επιλέγει να μην παίρνει. Στόχος της Νέας Δημοκρατίας είναι η ΔΕΗ να μπορέσει να λειτουργήσει με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια που θα εξασφαλίζουν μια ανοδική πορεία στην εταιρεία και θα την αποκόψουν από τη σφιχτή αγκαλιά του Δημοσίου.

Σύμφωνα με τον σχεδιασμό για την επόμενη ημέρα η επαναφορά της ΔΕΗ σε μια θετική πορεία θα γίνει σε δύο άξονες α) μείωση κόστους και λειτουργικών και βελτίωση κερδοφορίας για να περιοριστεί το δυσθεώρητο λειτουργικό κόστος μισθοδοσίας που πέρυσι ξεπέρασε τα 722 εκατ. ευρώ β) ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων με στόχο να εξασφαλίσει την απαιτούμενη ρευστότητα και να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις της.

Η αύξηση της κερδοφορίας σύμφωνα με τον κ. Σκρέκα μπορεί να επιτευχθεί με μείωση των λειτουργικών της εξόδων, όπως για παράδειγμα με μια εθελούσια 1000 ατόμων αλλά και με την κατάργηση της έκπτωσης 10% προς τους συνεπείς πελάτες. Στόχος είναι να αυξηθούν τα λειτουργικά κέρδη της ΔΕΗ στα 500 εκατ. ευρώ.

Ταυτόχρονα όμως με τη μείωση του κόστους και την αύξηση της κερδοφορίας της, η εταιρεία χρειάζεται σημαντικά κεφάλαια για να χρηματοδοτεί τον επενδυτικό της σχεδιασμό και την ανάπτυξή της. Ένα πακέτο ελκυστικών περιουσιακών στοιχείων, κατά το πρότυπο της Μικτής ΔΕΗ. Μια επιτυχημένη πώληση θα μπορούσε να επιταχύνει τη διαδικασία απελευθέρωσης και ταυτόχρονα θα εξασφάλιζε κάποια σημαντική ρευστότητα στην επιχείρηση για την ανάπτυξή της.

Το ενεργειακό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας

Όπως τόνισε και ο κ. Σκρέκας, στη Νέα Δημοκρατία το ενεργειακό πρόγραμμα έχει σχεδιαστεί προκειμένου να προσφέρει:

  1. Εξασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας και της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας μέσω ενός ενεργειακού μείγματος που περιλαμβάνει και εκμεταλλεύεται όλες τις πηγές ενέργειας από λιγνίτη και φυσικό αέριο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με σεβασμό στο περιβάλλον και δεσμεύσεις για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2).
  2. Η σταδιακή μετάβαση στο νέο ενεργειακό μείγμα, δεδομένης της εξάντλησης των αποθεμάτων λιγνίτη, κατά τρόπο που εξασφαλίζει την αποκατάσταση των ορυχείων και τη σταδιακή μετατροπή των τοπικών οικονομιών για την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης και τη δημιουργία χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας. γιατί σκοπεύουμε να χρησιμοποιήσουμε τους χρηματοδοτικούς πόρους από τις δημοπρασίες εκπομπών CO2, τα ευρωπαϊκά κονδύλια για την ενεργειακή μετάβαση των περιφερειών λιγνίτη και να διαπραγματευτούμε στο πλαίσιο της νέας προγραμματικής περιόδου, 2021-2027, ώστε να προστεθούν πρόσθετοι πόροι σε τομείς που θα επηρεαστούν με τη σταδιακή μείωση του άνθρακα στον ενεργειακό τομέα.

Ο οδικός χάρτης πρέπει να περιλαμβάνει δράσεις για:

  1. Η υλοποίηση έργων υποδομής ζωτικής σημασίας, όπως το TAP και IGB, ο προγραμματισμένος τερματικός σταθμός ΥΦΑ στην Αλεξανδρούπολη και το υπόγειο αποθεματικό της ΚΑΒΑΛΑ.
  2. Ενίσχυση των σχέσεων με τους στρατηγικούς εταίρους της περιοχής.

Χρειάζονται δραστικές αλλαγές για να πετύχουμε τους στόχους της μετάβασης στην ενέργεια

Μιλώντας στο ενεργειακό συνέδριο της ΗΕΑΑ για τη διαδικασία της μετάβασης, ο κ. Σκρέκας είπε: «Η Ευρώπη έχει επιτύχει φιλόδοξους στόχους. Η Ελλάδα πρέπει να συμβάλει στην εκπλήρωση των ευρωπαϊκών στόχων και ως εκ τούτου πρέπει να μειώσουμε την κατανάλωση ενέργειας κατά 32,5% μέχρι το 2030 και πρέπει να παράγουμε σχεδόν το 60% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Η επίτευξη αυτών των στόχων απαιτεί σαφώς δραστικές αλλαγές, πράγμα που σημαίνει ότι η ενεργειακή μετάβαση θα παραμείνει κορυφαία προτεραιότητα στην πολιτική ατζέντα της επόμενης κυβέρνησης, καθώς πολύ λίγα πράγματα έγιναν τα τελευταία τέσσερα χρόνια.