Τον δύσκολο ρόλο, να συντονίσει τους κατασκευαστές εξοπλισμού επεξεργασίας θαλάσσιου έρματος, προκειμένου τα επόμενα χρόνια να βρει πλήρη και επιτυχημένη εφαρμογή στα πλοία, έχει αναλάβει η κα. Έφη Τσολάκη, που εξελέγην πρόεδρος στη νεοσύστατη διεθνή Ένωση Κατασκευαστών Συστημάτων Επεξεργασίας Θαλάσσιου Έρματος (BEMA).

Η ίδια είναι Chief Scientific Officer στην ελληνική εταιρεία Erma First, και ασχολήθηκε με την πρώτη στιγμή που ιδρύθηκε το 2018, ενώ τον Αύγουστο του 2020 εξελέγην πρόεδρος.

Σε πλήρη αντίθεση με την ελληνική ποντοπόρο ναυτιλία, η οποία είναι για πολλές δεκαετίες στην κορυφή του παγκόσμιου ανταγωνισμού, οι ελληνικές εταιρείες κατασκευής ναυτιλιακού εξοπλισμού, μόλις τα τελευταία χρόνια κάνουν τα πρώτα τους, σημαντικά βήματα στον διεθνή ανταγωνισμό.

Παρόλα αυτά μια ελληνίδα εκπρόσωπος της μόνης εταιρείας στην Ελλάδα που κατασκευάζει συστήματα επεξεργασίας έρματος, πέτυχε να αναγνωριστεί από τους συναδέλφους της, επικεφαλής των μεγαλύτερων ομίλων στο κόσμο, και να την επιλέξουν να «ηγηθεί» της κοινής τους προσπάθειας.

«Η ενασχόληση μου στην Ένωση ξεκίνησε από τη δημιουργία της, το 2018 όταν και οι συνάδελφοί μου με επέλεξαν ως αντιπρόεδρο. Τον Αύγουστο  του 2020 κλήθηκα να υπηρετήσω την Ένωση από τη θέση της προέδρου. Αποτελεί τιμή αλλά και ευθύνη για μένα να αντιπροσωπεύω 40 διαφορετικά μέλη από όλον τον κόσμο», αναφέρει η κα. Τσολάκη.

Όσον αφορά τους λόγους επιλογής της, εξηγεί: «Οι παγκόσμιες Ενώσεις δεν έχουν σύνορα. Η αναγνώριση της κατάρτισης και της γνώσης μέσα στο χώρο της ανάπτυξης συστημάτων επεξεργασίας θαλασσίου έρματος έρχεται και ως παρακαταθήκη της δυναμικής και του αντίκτυπου που έχει η ERMA FIRSΤ στο χώρο του θαλάσσιου έρματος».

Το μήνυμα που στέλνει από τη θέση της, είναι η «συνεργασία». «Το βασικότερο θέμα των επόμενων χρόνων αποτελούν η εφαρμογή και η συμμόρφωση με τους Κανονισμούς της Σύμβασης (σ.σ. για το θαλάσσιο έρμα) και απαιτούν την συνεργασία όλων των μερών».

Η BEMA ελπίζει κυρίως να αποτελέσει καταλύτη για την επιτυχή εφαρμογή της Σύμβασης και των παγκόσμιων κανονισμών για το  θαλάσσιο  έρμα, σημειώνει η κα. Τσολάκη η οποία πιστεύει ότι μόνο «μέσα από τις συνδυασμένες προσπάθειες όλων των ενδιαφερομένων μελών, θα παρέχουμε αμερόληπτα, τεχνικά, μη εμπορικά δεδομένα, όπως απαιτείται για τη βιομηχανία, ώστε να διευκολυνθεί η κατανόηση αυτού του σύνθετου ζητήματος. Καθώς οι κανονισμοί και η εφαρμογή των παγκόσμιων κανονισμών για τα θαλάσσιο έρμα συνεχίζουν να εξελίσσονται, η BEMA θα αποτελέσει φωνή για τη συνεχή ανάπτυξη προτύπων, εξοπλισμού και μεθοδολογιών δοκιμών για την πρόληψη της εξάπλωσης αλλόχθονων μέσω της μεταφοράς νερού έρματος».

Η φετινή χρονιά έχει ξεκινήσει πολύ δυναμικά για την ΒΕΜΑ  με τις επιτροπές να συνεχίζουν το έργο τους βάση του Στρατηγικού Πλάνου της ένωσης και στόχος είναι να συνεχίσει τον ανοιχτό διάλογο με όλoυς τους εμπλεκόμενους φορείς της ναυτιλιακής κοινότητας.

 Στο πλαίσιο αυτό η BEMA έχει υποβάλει αίτησής στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (που είναι καρδιά της παγκόσμιας ναυτιλίας, όσον αφορά την εκπόνηση των κανονισμών λειτουργίας της), για να γίνει δεκτή στους κόλπους της ναυτιλίας, ως συμβουλευτικό μέλος. Μια αίτηση που αναμένεται να εξεταστεί τους επόμενους μήνες.

Το έρμα

Η Έφη Τσολάκη, παραδέχεται ότι όταν μιλάει για τον αντικείμενο εργασίας της, η πρώτη ερώτηση που δέχεται: «τι είναι το έρμα και γιατί το επεξεργάζεστε». Στην ερώτηση αυτή η πρόεδρος της ΒΕΜΑ απαντά ότι στην  διεθνή βιβλιογραφία, ως έρμα ορίζεται οποιοδήποτε ουσία ή υλικό που χρησιμοποιείται για να ζυγίσουμε ή να ισορροπήσουμε ένα πλοίο.

Το έρμα των πλοίων (ballast water) χρησιμοποιείται στα πλοία για την ευστάθεια, την ισορροπία και τη καλή πλεύση. Για χιλιάδες χρόνια στα πλοία χρησιμοποιούνταν υλικά όπως βράχια , άμμο και μέταλλά.

Στα σύγχρονα πλοία χρησιμοποιούν θαλασσινό νερό. Ο ερματισμός πραγματοποιείται όταν το πλοίο ξεφορτώνει το φορτίο του στο λιμάνι προορισμού και πληρώνει τις δεξαμενές του μέσω άντλησης με θαλάσσιο έρμα.

Όσον αφορά τα συστήματα επεξεργασίας, εξηγεί ότι στο  θαλάσσιο έρμα περιέχονται οργανισμοί, οι οποίοι όταν εισαχθούν σε ένα νέο θαλάσσιο σύστημα μπορεί να προκαλέσουν απειλή στο τοπικό θαλάσσιο οικοσύστημα.   Αυτοί οι οργανισμοί ονομάζονται εξωτικά είδη, ξενικά ή αλλόχθονα είδη.

Η μεταφορά αλλόχθονων η εξωτικών ειδών μέσω του νερού έρματος και η εισαγωγή τους σε νέα θαλάσσια οικοσυστήματα έχει αναγνωριστεί από το Διεθνή Οργανισμό Ναυτιλίας, ως ένα από τα κύρια οικολογικά προβλήματα του πλανήτη .

Ετησίως μεταφέρονται από μία περιοχή σε άλλη περίπου 3-12 δισ τόνοι έρματος ενώ καθημερινά μεταφέρονται 3.500-7.000 διαφορετικά είδη οργανισμών στην υδρόγειο.

Τα είδη που μεταφέρονται στις δεξαμενές των πλοίων έχουν τη δυναμική να επιβιώσουν και να πολλαπλασιαστούν σε βαθμό που μπορεί να απειλήσουν τα ενδημικά είδη.

Αξίζει να σημειωθεί, υπογραμμίζει η  κα. Τσολάκη, ότι στα θαλάσσια συστήματα, οι προσπάθειες για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας παραδοσιακά παραβλέπονταν λόγω της αντίληψης ότι τα θαλάσσια συστήματα είναι πλουσιότερα και ποικίλα σε είδη και  ανθεκτικά και με ικανότητα απορρόφησης τους.

Έχουν διάφορες μορφές που καλύπτουν ευρύ φάσμα της θαλάσσιας βιολογίας από ζωοπλαγκτόν και φυτοπλακτόν μέχρι και μικρόβια μικρά ασπόνδυλα, σπόρους καθώς και αυγά από νύμφες μεγαλύτερων ειδών.

 Ανεπιθύμητα γίνονται όταν μεταφερθούνε σε περιβάλλον που θα δημιουργήσουν απειλή. Οι αρνητικές επιπτώσεις της μεταφοράς ξενικών ειδών επηρεάζουν το περιβάλλον, την ανθρώπινη υγεία και την οικονομία.

Συστήματα επεξεργασίας

Οι επιστήμονες αναγνώρισαν για πρώτη φορά τα σημάδια  εισαγωγής ξένων ειδών μετά από μαζική εμφάνιση των ασιατικών φυκιών φυτοπλαγκτού Odontella (Biddulphiasinensis) στη Βόρεια Θάλασσα το 1903.

Αλλά δεν ήταν μέχρι τη δεκαετία του 1970 όταν η επιστημονική κοινότητα άρχισε να εξετάζει το πρόβλημα λεπτομερώς. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Καναδάς και η Αυστραλία ήταν μεταξύ των χωρών που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα με τα εξωτικά είδη, και έφεραν τις ανησυχίες τους στην προσοχή της Επιτροπής Προστασίας Θαλάσσιου Περιβάλλοντος του ΙΜΟ (MEPC).

Μετά από περισσότερα από 14 χρόνια πολύπλοκων διαπραγματεύσεων μεταξύ των κρατών μελών του Διεθνή Οργανισμού Ναυτιλίας , η Διεθνής Σύμβαση για τον Έλεγχο και τη Διαχείριση θαλασσίου Έρματος και ιζημάτων των πλοίων (Σύμβαση BWM) εγκρίθηκε στο Λονδίνο στις 13 Φεβρουαρίου 2004 και τέθηκε σε ισχύ στις 8 Σεπτεμβρίου 2017.

Η Διεθνής Σύμβαση απαιτεί από τα πλοία τη διαχείριση του θαλασσίου έρματος πριν την απόρριψη ώστε να διασφαλιστεί η μεταφορά ανεπιθύμητων/αλλόχθονων ειδών.

Για την ομαλή μετάβαση του παγκόσμιου στόλου σε εναρμόνιση με τις απαιτήσεις διαμορφώθηκε το πρότυπο ανταλλαγής έρματος και το πρότυπο απόδοσης και τέθηκε σε χρονοδιάγραμμα έως το 2024 έχοντας ως γνώμονα τη παλαιότητά του στόλου. Το πρότυπο ανταλλαγής αποτελεί μία ενδιάμεση απαίτηση έως το 2024 που αφορά την ογκομετρική ανταλλαγή καθώς έχει περιορισμούς όσον αφορά την αποτελεσματικότηκα και στην μη μεταφορά αλλόχθονων ειδών.

Το πρότυπο, σημειώνει η κα. Τσολάκη, συνδέεται με αριθμό οργανισμών ανά μονάδα όγκου με καταληκτική ημερομηνία 8 Σεπτεμβρίου 2024 και αποτέλεσε την αίτια και την ανάγκη για την δημιουργία των Συστημάτων Επεξεργασίας Θαλασσίου Έρματος στη Ναυτιλιακή Βιομηχανία.

Οι τεχνολογίες που έχουν αναπτυχθεί είναι παρεμφερείς με τις υφιστάμενες τεχνολογίες επεξεργασίας πόσιμου νερού και υγρών αποβλήτων.

Σκοπός την επεξεργασίας είναι η επεξεργασία του θαλασσίου έρματος και η απομάκρυνση των οργανισμών. «Η ανάπτυξη και ο σχεδιασμός τους έχει λάβει υπόψιν την ασφάλεια του πληρώματος και των επιβατών, την αποτελεσματικότητα στην απομάκρυνση των οργανισμών , την ευκολία της λειτουργικότητας του συστήματος , την αποφυγή μη ομαλής λειτουργίας του πλοίου και του χρόνου ταξιδίου, την κατασκευαστική ακεραιότητα του πλοίου, το μέγεθος και το κόστος, την πιθανή περιβαλλοντική βλάβη και την ευκολία των λιμενικών αρχών στη παρακολούθηση της Συμμόρφωσης με τους Κανονισμούς καθόλη τη διάρκεια ζωής του πλοίου», σημειώνει η πρόεδρος της ΒΕΜΑ και προσθέτει:

«Για όλους μας κύρια προτεραιότητα είναι η προστασία του περιβάλλοντος και με βάση αυτό υπηρετούμε ο καθένας από τη δική του τη σκοπιά. Η Διεθνής Σύμβαση για τον Έλεγχο και τη Διαχείριση θαλασσίου Έρματος και ιζημάτων των πλοίων και οι κανονισμοί της σύμβασης υποχρεώνουν τα κράτη μέλη της να εγκαταστήσουν συστήματα διαχείρισης έρματος και ιζημάτων σε όλα τα πλοία, να διαθέτουν μαζί τους βιβλίο έρματος και να πραγματοποιούν τις διαδικασίες διαχείρισης του έρματος σύμφωνα με το πρότυπο που ορίζει η σύμβαση».

Διαβάστε ακόμα:

«Φωτιές» άναψε επιστολή της Cosco για τους εφοδιασμούς πλοίων – «Στα κόκκινα» η ναυτιλιακή κοινότητα του Πειραιά

Ναυπηγεία Σκαραμαγκά: Άγονος ο διαγωνισμός για την πώληση του ακινήτου της ΕΤΑΔ

Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση