Σήμερα συμπληρώνονται 113 χρόνια από την γέννηση του ποιητή των «μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων». Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκ Ουσουρίσκι που ανήκε στην ευρύτερη περιοχή του Βλαδιβοστόκ της Τσαρικής Ρωσία.

Ο πατέρας του Χαρίλαος Καββαδίας, με καταγωγή από την Κεφαλονιά είχε ρωσική υπηκοότητα, διατηρούσε επιχειρήσεις που προμήθευε τον στρατό του Τσάρου. Ωστόσο, μετά την Οκτωβριανή επανάσταση φυλακίστηκε και μοιραία ακολούθησε η οικονομική καταστροφή.

Ωστόσο, η υπόλοιπη οικογένεια μαζί με την μητέρα του Δωροθέα είχε μετεγκατασταθεί στην Ελλάδα. Ο πατέρας του «Κόλια» επέστρεψε το 1921. Αρχικά διέμεναν στο Αργοστόλι, ενώ αργότερα μετακόμισαν στον Πειραιά. Στο δημοτικό σχολείο ο Νίκος Καββαδίας ήταν συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη και στο Γυμνάσιο κάνει παρέα με τον λογοτέχνη Παύλο Νιρβάνα.

Ήθελε να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή, αλλά ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του τον υποχρεώνει να βγει στην βιοπάλη. Ωστόσο, συνεχίζει να γράφει και να τα δημοσιεύει στα φιλολογικά περιοδικά της εποχής.

Από τα μαθητικά του χρόνια είχε έφεση στην ποίηση. Σε ηλικία 18 ετών δημοσίευσε το πρώτα του ποιήματα με το ψευδώνυμο «Παύλος Βαλχάλας» στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας.

Τον Νοέμβριο του 1928 αποφασίζει να ακολουθήσει το ναυτικό επάγγελμα και εκδίδει ναυτικό φυλλάδιο. Μέσα στους επόμενους μήνες μπαρκάρει ως ναυτόπαις στο φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλαος».

Το 1933 δημοσίευσε τη συλλογή του «Μαραμπού», ενώ το 1934 εγκαθίσταται από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι γίνεται «στέκι» ποιητών, λογοτεχνών και ζωγράφων.

Όταν άρχισε η επίθεση των Ιταλών, επιστρατεύτηκε στο Αλβανικό μέτωπο. Την περίοδο της Κατοχής διέμενε στην Αθήνα και μετά την λήξη του εμφυλίου ξεκίνησε την σταδιοδρομία του ως «μαρκόνι» στα πλοία.Το 1947 κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή «Πούσι», ενώ επανακυκλοφόρησε το «Μαραμπού», στο οποίο προσέθεσε τρία ανέκδοτα ποιήματα. Το 1954 κυκλοφόρησε τη «Βάρδια».

Η τρίτη ποιητική συλλογή του, το «Τραβέρσο» κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του.

Έγραψε συνολικά τρεις ποιητικές συλλογές: «Μαραμπού», «Πούσι» και «Τραβέρσο» και τρία πεζογραφήματα: «Βάρδια», «Λι» και «Του πολέμου/Στ’ άλογό μου». Πέθανε στις 15 Φεβρουαρίου του 1975, ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.

Ποιήματα του Νίκου Καββαδία μελοποίησαν σημαντικοί συνθέτες. Το 1975, ο Γιάννης Σπανός κυκλοφόρησε την «Ανθολογία Γ΄» που περιείχε το «Ιδανικός και ανάξιος εραστής».

Το 1977, η Μαρίζα Κωχ μελοποίησε 8 ποιήματα μεταξύ αυτών και το εμβληματικό ποίημα «Φάτα Μοργκάνα”». Το 1979 ο Θάνος Μικρούτσικος κυκλοφορεί τον «Σταυρό του Νότου» που είχε τεράστια εμπορική επιτυχία, παρά το γεγονός ότι είχε αρνητικές κριτικές. Το 1984, ο Λάκης Παπαδόπουλος μελοποίησε δύο τραγούδια. Το 1985 οι «Ξέμπαρκοι» κυκλοφόρησαν δίσκο με 11 τραγούδια με τίτλο «S/S Ionion». To 1991 ο Θάνος Μικρούτσικος επανήλθε με τον δίσκο «Γραμμές των Οριζόντων», που περιείχε 17 ποιήματα, 11 παλαιά και 6 καινούργια τραγούδια.

Σε όλη την ναυτική του καριέρα, μόνιμα στην καμπίνα του πλοίου που ταξίδευε, είχε τρεις πίνακες του Henri de Toulouse – Lautrec. Περιγράφοντας πως ήταν η καμπίνα, είπε:

«Χαμηλοτάβανη, στενόμακρη. Μια κουκέτα ξέστρωτη. Ένα λαβομάνο λερωμένο κι από κάτω ένα μπουγέλο γιομάτο θολό νερό. Ένα τραπέζι κολλημένο στον μπουλμέ φορτωμένο βιβλία, παλιόχαρτα, κουτιά σπίρτα, ένα παλιό πορτοφόλι, μια κινέζικη ταμπακιέρα και σκόρπια τσιγάρα. Από τη μια άκρη ως την άλλη, σ’ ένα τεντωμένο σκοινάκι, κρεμόταν ένα σώβρακο κακοπλυμένο, μια φανέλλα κι ένα ζευγάρι κάλτσες».

Οι επικριτές του

Ο Κώστας Ουράνης, ο οποίος θεωρείται μέντορας του,  – αν και άλλοι υποστηρίζουν ότι είχε επηρεαστεί από τον Μπωντλαίρ – ήταν από τους πρώτους που αμφισβήτησε τα ταξίδια του, υποστηρίζοντας πως οι ιστορίες ήταν φανταστικές και τα ταξίδια μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ωστόσο, για τις δικές του περιπλανήσεις, ο Νίκος Καββαδίας προέβαλε όλα τα μέρη του κόσμου που είχε ταξιδέψει και επισκεφθεί, με αποδεικτικά στοιχεία, τις ετικέτες των διαφόρων ξενοδοχείων που είχαν κολλήσει στις δερμάτινες βαλίτσες του.

Ο Αναστάσιος Τζαμτζής, αρχιπλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού, ήταν από τους επικριτές του Νίκου Καββαδία και αμφισβήτησε ακόμα και αν πραγματοποίησε τα ταξίδια που περιέγραψε. Μάλιστα σε άρθρο του στο περιοδικό «Εφοπλιστής», αναρωτήθηκε «πώς είναι δυνατόν σοβαροί τεχνοκρίτες να δημοσιεύουν βαθυστόχαστες αναλύσεις για τα φληναφήματα του Καββαδία;» και υποστήριζε: «Προφανώς γιατί είχε κατορθώσει να φορτώσει στους Ναυτικούς, να δοκιμάζουν κάθε είδους πρακτική σεξουαλικής διαστροφής».

Ο Αναστάσιος Τζαμτζής ενοχλήθηκε περισσότερο και από τον στίχο:

«Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει».

Υπάρχουν επικριτές που υποστήριξαν ότι δεν περιέγραψε στα ποιήματα του, τους αγώνες και τη ζωή των ναυτικών, αλλά φαίνεται ότι λησμόνησαν ότι ο Νίκος Καββαδίας συμμετείχε στην Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ και ότι μπαρκάρισε με περιοριστικούς όρους που του έθεσε η τότε κρατική γραφειοκρατία.

Το 1947 είχε προηγηθεί με κριτική στο έργο του Νίκου Καββαδία, του Αιμίλιου Χουρμούζιου, που έγραφε: «Ο Καββαδίας έμεινε ο συμπαθέστατος, ο πρωτότυπος, ο αδιάφορος σ’ όλη την άλλη την έξω απ’ τα καράβια, τις αντένες, τις βάρδιες και τους πηχτούς, μεθυσμένους έρωτες των λιμανιών, ζωής. Ένα πυκνό πούσι έχει κατέβει κι έχει κρύψει απ’ την οπτική γραμμή του ποιητή όλον τον πόνο των ανθρώπων. Κοιτάζω από περιέργεια τις χρονολογίες των τραγουδιών του. Ένα το 1940 (γράφει για το πούσι), δυο άλλα το 1942, ένα το 1944, δυο το 1945 και δυο άλλα το 1946. Τ’ αποδέλοιπα είναι πριν το 1940. Μια νύξη, κάποια θύμηση της τραγωδίας του λαού μας πουθενά. Ή μάλλον δυο στίχοι υπομνηστικοί των εκτελέσεων της Καισαριανής, και της τραγωδίας του Διστόμου, μα κι αυτοί για χάρη του Γκαρθία Λόρκα».

Ο Γιώργος Κοτζιούλας σε σημείωμά του για τον ποιητή το Νοέμβρη του 1933 ανέφερε: «Η εποχή μας έχει άλλα ιδανικά, περισσότερο ωραία και σοβαρά απ’ τα ταξίδια, που στο κάτω-κάτω δεν είναι τόσο για τους μισθωτούς των ατμοπλοϊκών εταιρειών, όσο για κάποιους μπακάληδες, που πάνε να ψωνίσουν κοσμοπολιτισμό».

Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος έγραψε ότι «Τα ποιήματά του βγαίνουν περισσότερο από φιλολογικές, παρά από βιωματικές εμπειρίες».

Ο Νίκος Καββαδίας στην Κατοχή

Σε μια αφήγηση του, ο Μπάμπης Σ. Άννινος, ο οποίος διετέλεσε διευθυντής του ναυτιλιακού τμήματος της Εθνικής Τράπεζας στον Πειραιά αναφέρει πως έγινε η γνωριμία του με τον Νίκο Καββαδία στην περίοδο της Κατοχής: «Ήτανε Κατοχή. Στερνά του Δεκέμβρη ή Γενάρης 1942. Η Αθήνα ζούσε σε παγωμένο χειμώνα, χωρίς τρόφιμα και καμμιά συγκοινωνία! Είχα ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου. Δεν θυμάμαι ποιος συγγενής μεσολάβησε και με δέχθηκε, στην οδό Αγίου Μελετίου 10, ο ποιητής του «MAΡΑΜΠΟΥ», Νίκος Καββαδίας. Ήτανε τότε 32 χρονώ, ξέμπαρκος ασυρματιστής, κι εγώ 19 χρονώ δευτεροετής φοιτητής Νομικής.

Με τη μορφή που είχα σχηματίσει από τα ποιήματά του, έλεγα πως θα συναντούσα έναν αεικίνητο, νευρώδη, σύγχρονο θαλασσινό Σεβάχ! Συνάντησα όρθιο, πίσω από το μικρό γραφείο, έναν κοντόσωμο, απλό, ήρεμο και χαμογελαστό νέο. Κατάλαβα πως όλες οι περιπέτειες κι οι φουρτούνες ήτανε τιθασεμένες στην ψυχή και στα μάτια του!

Τούδωσα τα στερνά ποιήματά μου, όσα δεν ήταν επηρεασμένα από τη δικιά του μανιέρα. Χωρίς να τα κοιτάξει, τάφησε στο πλάι…

– Πώς σε φωνάζουν, με ρώτησε. Χαράλαμπο ή Μπάμπη; Γιατί εμένα κανένας δε με φωνάζει Νίκο. Με ξέρουνε Κόλλια. Ο Κόλλιας κατάλαβε κάποια αμηχανία μου και συμπλήρωσε:
– Είναι το χαϊδευτικό του Νικόλας στα ρώσικα. Γεννήθηκα στην Μαντζουρία. Ο πατέρας μου ήταν τροφοδότης στο ρώσικο στρατό.

Επειδή οι πρωινές βόλτες μαζί με τον Νίκο Καββαδία συνεχίστηκαν σε καθημερινή βάση, για μήνες, ο Κόλλιας μού γνώρισε τους Μ. Καραγάτση, Θεοτοκά, Θράσο Καστανάκη, τον κριτικό Κατσίμπαλη, τους ζωγράφους Τσαρούχη, Βακαλό, τους χαράκτες Βάλια Σεμερτζίδη, Κορογιαννάκη, Τάσσο, τους ηθοποιούς του Εθνικού Βεάκη, Γιώργο Παππά, Ελένη Χαλκούση, Στέλιο Βόκοβιτς κ.ά.

Το πρωινό ραντεβού καθιερώθηκε στο συσσίτιο των Ναυτικών, με άμεση αναχώρηση για το «στέκι» κι επιστροφή ποδαρόδρομο μέχρι τη Δεριγνύ και Πατησίων, που χωρίζαμε. Η μετάβαση είχε απαγγελίες κι η επιστροφή είχε διηγήσεις του Κόλια».

Πότε έγινε ραδιοτηλεγραφητής – Τα έγγραφα

Για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε στη «ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ» το υπʼαριθ. 922 Προσωρινό Δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή Βʼ τάξεως, που εκδόθηκε από το ΥΕΝ στις 28 Ιανουαρίου 1941, την εποχή που ο Κόλλιας υπηρετούσε στην Αλβανία.

Το επόμενο, υπʼ αριθ. 435 Δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητή Βʼ τάξεως, εκδόθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1947 και δημοσιεύτηκε στο ίδιο περιοδικό.

Ο εφοπλιστής Παναγής Γιαννουλάτος και ο Νίκος Καββαδίας

Σχετικά με τις προαγωγικές του εξετάσεις, η Βέρα Χρυσομάλη της ναυτιλιακής εταιρείας ΕΛΜΕΣ και φίλη του Καββαδία, διηγείται το παρακάτω περιστατικό, που της αφηγήθηκε ο ίδιος:

Ο Παναγής Γιαννουλάτος, η δημιουργική ψυχή της ΕΛΜΕΣ, πληροφορήθηκε πως ο Καββαδίας έδωσε εξετάσεις για αναβάθμιση του Διπλώματός του και τον ρώτησε:

– Tι έγινε Κόλλια, πέτυχες;
– Bέβαια, κύριε Παναγή, η απάντηση.
– Και σε τι σειρά ήρθες;
– Δεύτερος, κύριε Παναγή.
– Μπράβο παιδί μου, συγχαρητήρια!
Και πόσοι λάβατε μέρος;
– Δύο, κύριε Παναγή, απάντησε χαμογελώντας ο Κόλλιας.

Τα ποιήματα

Σταυρὸς τοῦ Νότου

Ἔβραζε τὸ κύμα τοῦ Γαρμπῆ.
Ἤμαστε σκυφτοὶ κι οἱ δυὸ στὸ χάρτη
γύρισες καὶ μοῦ ῾πες πὼς τὸ Μάρτη
σ᾿ ἄλλους παραλλήλους θά ῾χεις μπεῖ.

Κούλικο στὸ στῆθος σου τατού,
ποὺ ὅσο κι ἂν τὸ καῖς δὲν λέει νὰ σβήσει.
Εἶπαν πὼς τὴν εἶχες ἀγαπήσει
σὲ μία κρίση μαύρου πυρετοῦ.

Βάρδια πλάι σὲ κάβο φαλακρὸ
κι ὁ Σταυρὸς τοῦ Νότου μὲ τὰ στράλια.
Κομπολόι κρατᾶς ἀπὸ κοράλλια
κι ἄκοπο μασᾶς καφὲ πικρό.

Τὸ Ἄλφα τοῦ Κενταύρου μία νυχτιὰ
μὲ τὸ παλλινώριο πῆρα κάτου.
Μοῦ ῾πες μὲ φωνὴ ἑτοιμοθανάτου:
«Νὰ φοβᾶσαι τ᾿ ἄστρα τοῦ Νοτιᾶ».

Ἄλλοτε ἀπ᾿ τὸν ἴδιο οὐρανὸ
ἔπαιρνες τρεῖς μῆνες στὴν ἀράδα,
μὲ τοῦ καπετάνιου τὴ μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.

Σ᾿ ἕνα μαγαζὶ τοῦ Nossi Be
πῆρες τὸ μαχαίρι, δύο σελίνια
μέρα μεσημέρι ἀπὰ στὴ λίνια
ἄστραψες σὰ φάρου ἀναλαμπή.

Κάτου στὶς ἀχτὲς τῆς Ἀφρικῆς
πᾶνε χρόνια τώρα ποὺ κοιμᾶσαι.
Τὰ φανάρια πιὰ δὲν τὰ θυμᾶσαι
καὶ τ᾿ ὡραῖο γλυκὸ τῆς Κυριακῆς.

Kuro Siwo

Πρῶτο ταξίδι ἔτυχε ναῦλος γιὰ τὸ Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακὸς ὕπνος καὶ μαλάρια.
Εἶναι παράξενα τῆς Ἴντιας τὰ φανάρια
καὶ δὲν τὰ βλέπεις καθὼς λένε μὲ τὸ πρῶτο.

Πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴ γέφυρα τοῦ Ἀδάμ, στὴ Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μὰ οὔτε στιγμὴ δὲν ἐλησμόνησες τὰ λόγια
ποὺ σοῦ ῾πανε μία κούφιαν ὥρα στὴν Ἀθήνα.

Στὰ νύχια μπαίνει τὸ κατράμι καὶ τ᾿ ἀνάβει,
χρόνια στὰ ροῦχα τὸ ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ὁ λόγος της μὲς στὸ μυαλό σου νὰ σφυρίζει,
«ὁ μπούσουλας εἶναι ποὺ στρέφει ἢ τὸ καράβι;»

Νωρὶς μπατάρισε ὁ καιρὸς κι ἔχει χαλάσει.
Σκαντζάρισες μὰ σὲ κρατᾶ λύπη μεγάλη.
Ἀπόψε ψόφησαν οἱ δυό μου παπαγάλοι
κι ὁ πίθηκος πού ῾χα μὲ κούραση γυμνάσει.

Ἡ λαμαρίνα!… Ἡ λαμαρίνα ὅλα τὰ σβήνει.
Μᾶς ἕσφιξε τὸ Kuro Siwo σὰ μία ζώνη
κι ἐσὺ κοιτᾶς ἀκόμη πάνω ἀπ᾿ τὸ τιμόνι,
πῶς παίζει ὁ μπούσουλας καρντίνι μὲ καρντίνι.

Διαβάστε επίσης:

Νίκος και Θεόδωρος Ζωγράφος: Από το εμπόριο καστανής ζάχαρης στα ποντοπόρα πλοία

Γιώργος Προκοπίου: Η επένδυσή μου στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά είναι μία ανταπόδοση στον Πειραιά