Στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται αυτήν την περίοδο συνολικά 5.357 επαγγελματικά πλοία αναψυχής, από τα οποία τα 4.966 είναι με ελληνική σημαία, τα 382 είναι με σημαία χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπάρχουν ακόμη 9 πλοία με ξένη σημαία εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Προφανώς υπάρχουν και άλλα πλοία αναψυχής, τα οποία είτε είναι ανενεργά είτε επιχειρούν παράνομα που θα μπορούσαν να εγγραφούν στο Μητρώο του υπουργείου Ναυτιλίας ή να εντοπιστούν από τις Λιμενικές Αρχές.

Όπως τονίζει ο Ευ. Κυριαζόπουλος, «στόχος του υπουργείου Ναυτιλίας, είναι να μειωθούν οι απώλειες σε δασμούς και ναύλους και να αυξηθούν τα πλοία αναψυχής που δραστηριοποιούνται στα ελληνικά νησιά, στο Αιγαίο και στο Ιόνιο Πέλαγος».

Αναλυτικότερα, ο Ευ. Κυριαζόπουλος, αναφερόμενος στο σχέδιο νόμου για τον θαλάσσιο τουρισμό επισημαίνει:

«Μετά από συλλογική επίπονη προσπάθεια, εμπειρία και έρευνα για το θέμα ανάπτυξης του κλάδου των σκαφών αναψυχής και τις προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξής του, το Υπουργείο Ναυτιλίας και η Γενική Γραμματεία Λιμένων, Λιμενικής Πολιτικής και Ναυτιλιακών Επενδύσεων έχουν την χαρά να ανακοινώσουν ότι τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση μια πρόταση θεσμικού πλαισίου, που ευελπιστούμε ότι θα δείξει τα ευεργετήματα της, ήδη από το καλοκαίρι του 2022».

Επίσης, ο γραμματέας του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας τονίζει ότι ο κλάδος και η αγορά των πλοίων αναψυχής, με στοιχεία του 2018, ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ, δηλαδή, το 1,4% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, δημιουργώντας περίπου 43.000 άμεσες θέσεις εργασίας και προσθέτει:

«Οι ναύλοι υπολογίζονται στα 433 εκατ. ευρώ τα κρατικά έσοδα στα 150 εκατ. ευρώ, ενώ τα σκάφη ξοδεύουν σε όλη την παράκτια και νησιωτική Ελλάδα σε συντηρήσεις, ανταλλακτικά, ελλιμενισμούς περίπου 223 εκατ. ευρώ.

Το πιο ενδιαφέρον όμως στοιχείο είναι ότι η ανάπτυξη του yachting προκαλεί πολλαπλασιαστικά οφέλη στην τοπική-νησιωτική και εθνική οικονομία, που κανένα άλλο είδος τουρισμού δεν έχει σε τέτοιο βαθμό.

Η μέση τουριστική δαπάνη ενός τουρίστα με σκάφος είναι από 1.000 έως 2.700 ευρώ περίπου, όταν π.χ. στον ξενοδοχειακό κλάδο η μέση τουριστική δαπάνη ανά επισκέπτη είναι περίπου 535 ευρώ, δηλαδή, έως και 5 φορές πιο υψηλή στο θαλάσσιο τουρισμό».

Για το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο που ισχύει για τα πλοία αναψυχής, ο γενικός γραμματέας Ευ. Κυριαζόπουλος υπογραμμίζει:

« Είναι ένα πολυδαίδαλο νομικό καθεστώς. Ο βασικός νόμος (ν.4256/2014 «Τουριστικά Πλοία και άλλες διατάξεις») έχει τροποποιηθεί από το 2014 μέχρι σήμερα εξήντα επτά (67) φορές ! Πέρα από αυτό στην πράξη έχουμε ένα «οιονεί cabotage», υπάρχει εξαιρετικά σημαντική απώλεια κρατικών εσόδων, είναι «θεσμός» οι παράνομες ναυλώσεις και δυστυχώς χαίρονται τα νησιά μας πλοία αναψυχής αφήνοντας «ψίχουλα» στη χώρα.

Επίσης, σημαντική είναι η γραφειοκρατία στα Λιμεναρχεία και αλλού, δημιουργώντας άσχημο κλίμα στους τουρίστες που περιμένουν στις ουρές, ενώ υπάρχει σύγχυση με το πλαίσιο ασφάλισης των πληρωμάτων των πλοίων αυτών».

Για το ποιά είναι η προοπτική με την εφαρμογή της προτεινόμενης νομοθεσίας στον τομέα των πλοίων αναψυχής, ο Ευ. Κυριαζόπουλος, απαντά:

«Προτείνουμε ένα συνεκτικό νομοθέτημα που ευελπιστούμε ότι θα διαρκέσει σε βάθος χρόνου, ώστε η αγορά να ξέρει πως θα κινηθεί και θα επενδύσει, με ασφάλεια. Εξορθολογικεύονται και απλουστεύονται διαδικασίες. Η βασική πολιτική που προωθείται όμως είναι η απελευθέρωση της αγοράς των πλοίων αναψυχής άνω των 35 μέτρων υπό ξένη σημαία, υπό όρους και προϋποθέσεις.

Η μεγάλη επιτυχία της εφαρμογής του νέου νόμου θα είναι το home porting αυτών των σκαφών στην Ελλάδα, που σήμερα ξεκινούν τα ταξίδια τους από την Αλβανία, την Τουρκία και αλλού.

Επίσης, με το νομοσχέδιο αποσαφηνίζεται το θεσμικό πλαίσιο για την ασφάλιση των πληρωμάτων και από τις βασικότερες μεταρρυθμίσεις του είναι ότι εδραιώνεται ένα ενιαίο ψηφιακό «οικοσύστημα» για όλο τον κύκλο λειτουργίας και δραστηριοποίησης ενός επαγγελματικού σκάφους και πλοίου αναψυχής.

Μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου άμεσα θα «τρέξουν» δύο βασικές εφαρμογές : το e-ΝΕΠΑ και το e-Ναυλοσύμφωνο, που θα αλλάξουν ριζικά τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς».

Τέλος, να αναφερθεί ότι το σχέδιο νόμου βρίσκεται σε διαβούλευση μέχρι τις 21 Ιανουαρίου 2022.

Διαβάστε επίσης: