Ζήτημα κατασκευής της τέταρτης προβλήτας του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων στο λιμάνι του Πειραιά έθεσε ο ειδικός σε θέματα μεταφορών της Παγκόσμιας Τράπεζας, Luis Blancas, στο πλαίσιο ομιλητές του πάνελ «Greece as a logistics gateway connecting Europe» στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά “χρειάζεται περαιτέρω αύξηση του όγκου εμπορευμάτων στον Πειραιά και πρόσθεσε ότι η Κίνα είναι πρόθυμη να επενδύσει. Όπως είπε, η Ελλάδα έχει πετύχει σημαντική αύξηση της απόδοσης της στη μεταφορά εμπορευμάτων σε σχέση, για παράδειγμα, με τη Γερμανία που είναι ηγέτης στον τομέα και πρόσθεσε ότι ο συγκεκριμένος τομέας είναι πολύ σημαντικός για τη χώρα μας και την οικονομία της και θα μπορούσε να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης και βελτίωσης των σιδηροδρομικών συνδέσεων και του δικτύου των δρόμων δημιουργώντας ένα διάδρομο σύνδεσης της Ελλάδας με την Κεντρική Ευρώπη. Τόνισε δε ότι η Παγκόσμια Τράπεζα είναι πρόθυμη να επενδύσει”.

Σημειώνεται ότι η Cosco που ελέγχει το λιμάνι του Πειραιά έχει ζητήσει να κατασκευάσει και 4η προβλήτα προκειμένου να εκτινάξει την ετήσια δυνατότητα διακίνησης από το μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου, στα 11 εκατ. «κουτιά» ετησίως. Πρόταση που μέχρι στιγμής δεν έχει πάρει το «πράσινο φως» από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία έχει χαρακτηρίσει, πριν από δύο χρόνια, τη συγκεκριμένη επένδυση ως ανώριμη.

Από τη πλευρά του ο υφυπουργός αρμόδιος για θέματα Μεταφορών, Γιάννης Κεφαλογιάννης, τόνισε ότι «η θέση της Ελλάδας ως logistics gateway είναι στρατηγικής σημασίας εδώ και χρόνια» προσθέτοντας ότι «ο ρόλος της Ελλάδας ως πύλη της Ευρώπης είναι όλο και πιο σαφής» και ανέφερε το παράδειγμα του λιμανιού του Πειραιά.

Ο κ. Κεφαλογιάννης παρουσίασε το σχέδιο της κυβέρνησης για τη δημιουργία τριών ολοκληρωμένων διαμετακομιστικών κέντρων στην Ελλάδα, ξεκινώντας από την ενίσχυση του Θριάσιου και τη δημιουργία ενός Θριάσιου 2 ώστε από τα πλοία στον Πειραιά, τα εμπορεύματα να πηγαίνουν στο Θριάσιο με τρένο και εκεί να γίνεται διαλογή και να φορτώνονται σε κέντρα για την Ευρώπη. Η κυβέρνηση ανέφερε ενισχύει τις υποδομές που θα δώσουν τη δυνατότητα στη χώρα μας να γίνει διεθνής παίκτης, αλλά, όπως εξήγησε, «η Ελλάδα υστερεί έναντι των ανταγωνιστών της».

Όπως είπε, η χώρα μας πρέπει να επικεντρωθεί σε δύο θέματα: την Interconnectivity, για την οποία ήδη γίνονται βήματα, όπως για παράδειγμα η εγκατάσταση του ευρωπαϊκού συστήματος ελέγχου των τρένων, αλλά και την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαμετακομιστικών κέντρων. Ο υφυπουργός αρμόδιος για θέματα Μεταφορών τόνισε ότι αντίστοιχη δουλειά με το Θριάσιο γίνεται και στη Θεσσαλονίκη, ενώ ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση «είναι έτοιμη να διεξάγει μία μελέτη ενός διαμετακομιστικού κέντρου logistics στην Κεντρική Ελλάδα και συγκεκριμένα τη Λάρισα».

Ο Επικεφαλής της Rail Logistics Division στην VTG Rail Logistics της Γερμανίας, Gunter Ferk, τόνισε ότι η Ελλάδα διαθέτει τεράστιο γεωπολιτικό πλεονέκτημα, λόγω της θέσης της, όμως πρόσθεσε ότι το μειονέκτημα είναι οι σιδηρόδρομοι, καθώς τα εμπορεύματα χρειάζονται πέντε με έξι μέρες να φτάσουν στην Κεντρική Ευρώπη. Χαρακτήρισε πολύ σημαντικό παράγοντα τη διαχείριση των κοντέινερ στον Πειραιά, ενώ, όπως είπε, υπάρχουν κάποιες προκλήσεις όταν θέλουμε να μεταφέρουμε εμπορεύματα από την Ελλάδα, π.χ. δεν υπάρχουν αρκετοί αποθηκευτικοί χώροι, υπάρχει έλλειψη γραμμών τρένων, συνδεσιμότητα κ.ά.

Το μέλος του ΔΣ της Rail Cargo της Αυστρίας, Thomas Kargl, είπε ότι ο σιδηρόδρομος χάνει έδαφος έναντι των φορτηγών και χαρακτήρισε και αυτός πολύ σημαντική τη θέση της Ελλάδας, κυρίως σε ό,τι αφορά στο ρόλο που παίζει στη σύνδεση της Ευρώπης με την Ασία.

Ο Πρόεδρος του National Logistics Committee, Αθανάσιος Ζιλιασκόπουλος, τόνισε ότι η Ελλάδα είναι σε μία μετάβαση για να γίνει πιο ανταγωνιστική και διαθέτει τα πλεονεκτήματα για να γίνει, ωστόσο υπάρχουν και μειονεκτήματα. «Δεν είμαστε Ρότερνταμ, είμαστε κοντά στη Διώρυγα του Σουέζ, αλλά μακριά από την Κεντρική Ευρώπη», είπε ο κ. Ζιλιασκόπουλος προσθέτοντας ότι υπάρχει έλλειψη οδηγών φορτηγών και ότι πρέπει να λάβουμε πρωτοβουλίες για να μειώσουμε τις καθυστερήσεις στη μεταφορά φορτίων. Τέλος, τόνισε ότι «έχουμε το δεύτερο μεγαλύτερο στόλο πλοίων, αλλά όχι μία εταιρεία διαχείρισης κοντέινερ».