Σε αργό θάνατο οδηγούνται οι μικρομεσαίες εργοληπτικές εταιρείες, καθώς χάνουν τη δυνατότητα να επικαλούνται τη δάνεια εμπειρία τους και ως εκ τούτου να διεκδικούν δημόσια έργα, τα οποία είναι απαραίτητα για την επιβίωσή τους.

Πρόκειται για ένα σημαντικό πρόβλημα που εμφανίζεται σε  μία περίοδο όπου δημοπρατείται ένα σύνολο έργων αξίας άνω των 13,5 δισ. Ευρώ, το οποίο είναι ακόμα μεγαλύτερο και από αυτό των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και αναμφίβολα έρχεται να δώσει μία σημαντική ανάσα σε έναν κλάδο, ο οποίος υπέφερε κατά τη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης.

Η εξέλιξη αυτή εξελίσσεται σε ένα φλέγον ζήτημα για τα δημόσια έργα και ενδέχεται να προκαλέσει ασφυξία στον κλάδο. Τον ασκό του Αιόλου είχε ανοίξει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ενώ χθες η Πανελλήνια Ένωση Συνδέσμων και Εργοληπτών (ΠΕΣΕΔΕ) με Πρόεδρο τη Μαρία Τσιομπάνου απέστειλε χθες επιστολή προς την Πρόεδρο της Ενιαίας Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΔΗΣΥ), Νίκη Θεοτοκάτου και τον Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού, Γιάννη Λιανό.

Γίνεται μάλιστα λόγος για χιλιάδες εταιρίες, οι οποίες επιδιώκουν να αναλάβουν έργα, και οποιοδήποτε ενδεχόμενο αποκλεισμού ή διάκρισης από έργα που δημοπρατούνται αυτή την περίοδο από Υπουργεία, Περιφέρειες και Δήμου ενδέχεται να θέσει σε σημαντικό κίνδυνο την επιβίωσή τους.

Αναλυτικότερα, όπως αναφέρει στo mononews η  Μαρία Τσιομπάνου,  η δάνεια εμπειρία των εργοληπτών αφορά σε μία ευρωπαϊκή οδηγία, η οποία έχει ενταχθεί στο εθνικό δίκαιο μέσω του νόμου 4412/2016 που αφορούσε τα δημόσια έργα. Ωστόσο, το άρθρο για τη δάνεια εμπειρία τελεί σε αναστολή από το 2019 όταν και υπεγράφη σχετικό προεδρικό διάταγμα (ΠΔ71/2019), ενώ πλέον δρομολογείται η διαγραφή του με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος για στραγγαλισμό των μικρομεσαίων εργοληπτών, καθώς εν ολίγοις δε διευκολύνεται η πρόσβασή τους στις δημόσιες συμβάσεις.

Ποιο είναι το πρόβλημα

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην επιστολή το πρόβλημα είναι διττής φύσεως, καθώς από τη μία πλευρά διαγράφεται το άρθρο 50 του νόμου 4412/2016 που αφορά τη θέσπιση της δάνειας εμπειρίας.

Από την άλλη πλευρά καταργείται η τεχνική εμπειρία που προκύπτει από τις συμβάσεις υπεργολαβίας, όταν δηλαδή οι μικρομεσαίοι εκτελούν ως υπεργολάβοι έργα για τους αναδόχους των συμβάσεων, δηλαδή τις εταιρίες που μπορούν να «σηκώσουν» οικονομικά τα έργα, αλλά αναζητούν εξειδικευμένο προσωπικό για την υλοποίησή τους.

Όσον αφορά τη δάνεια εμπειρία οι εργοληπτικές εταιρείες που διεκδικούν δημόσια έργα, αλλά υπολείπονται μερικών τεχνικών ικανοτήτων, μπορούν να ενώνουν τις δυνάμεις τους με άλλες εταιρείες (οικονομικοί φορείς). Επίσης, εφόσον ολοκληρώσουν τα έργα, μπορούν να επικαλεστούν τη δάνεια εμπειρία των συνεργαζόμενων εταιρειών και να διεκδικήσουν νέα έργα.

Η δυνατότητα αυτή, όπως επισημαίνεται στην επιστολή, έχει αποσκοπεί στη «διευκόλυνση» της πρόσβασης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στις δημόσιες συμβάσεις, για λόγους υγιούς ανταγωνισμού και εξασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος.

Το δεύτερο πρόβλημα που προκύπτει από τις δρομολογούμενες αλλαγές είναι η κατάργηση της δάνειας εμπειρίας από τις συμβάσεις υπεργολαβίας. Οι εν λόγω συμβάσεις χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, οι οποίες είναι οι «εγκεκριμένες» και οι απλές. Σημειώνεται πως στις πρώτες συμβάσεις οι εργολήπτες μπορούν να συγκεντρώσουν την απαραίτητη τεχνική εμπειρία και αυτή να αναγνωριστεί για τη συμμετοχή σε μελλοντικούς διαγωνισμούς. Εν τούτοις δε συμβαίνει το ίδιο και με τις απλές συμβάσεις.

Τονίζεται, ωστόσο, ότι η πλειοψηφία των υπογεγραμμένων συμβάσεων υπεργολαβίας, δηλαδή άνω του 95%, είναι απλές με αποτέλεσμα οι εργοληπτικές επιχειρήσεις να μην μπορούν να χρησιμοποιήσουν την αποδεδειγμένη εμπειρία που προκύπτει από τα έργα στα οποία συμμετέχουν.

Το ζήτημα που προκύπτει από αυτή την τακτική, σύμφωνα με την ίδια επιστολή, είναι το γεγονός ότι υπάρχουν χιλιάδες εταιρείες, οι οποίες δε θα έχουν το δικαίωμα να συνεργάζονται με επίσημη υπεργολαβία, διότι πολύ απλά δε θα το επιθυμούν οι Ανάδοχοι των Συμβάσεων. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα οι μικρομεσαίοι να εξαρτώνται από τους αναδόχους των έργων και να μην μπορούν στο χρόνο να συμμετέχουν από μόνοι τους

Διαβάστε επίσης