Μάλιστα, ο πρόεδρος του private equity Raymond Svider, δήλωσε σε συνέντευξη του στο Forbes τον Σεπτέμβριο, ότι η αγορά κατοικίδιων ζώων παραμένει υποτιμημένη.
Ο ίδιος διαχειρίστηκε με μεγάλη επιτυχία την τεράστια επένδυση που έκανε η BC Partners το 2014, όταν εξαγόρασε έναντι 8,7 δισ. δολαρίων την αμερικανική επιχείρηση λιανικής πώλησης τροφών για ζώα συντροφιάς PetSmart.
Παρά το γεγονός ότι ακολούθησε τολμηρή πολιτική υψηλού ρίσκου και προχώρησε σε κινήσεις που δεν συνάδουν με τη συνήθη τακτική των private equity να πραγματοποιούν κέρδη όσο το δυνατόν γρηγορότερα, κατάφερε να επιτύχει ένα εντυπωσιακό tournaround story.
Όπως περιέγραψε στο Forbes, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2017, συνειδητοποίησε ότι η PetSmart αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα.
Η απαρχαιωμένη τεχνολογία της χρειάζονταν ανανέωση και το κόστος για μία τέτοια κίνηση ήταν τεράστιο. Ο ίδιος μοίραζε το χρόνο του μεταξύ του γραφείου της BC Partners στη λεωφόρο Madison στο Μανχάταν και των κεντρικών γραφείων της PetSmart στο Φοίνιξ, όπου ασκούσε καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου. Τα ομόλογα της PetSmart διαπραγματεύονταν λίγο πάνω από 60 σεντς.
Mόλις πληροφορήθηκε ότι η PetSmart είχε θέσει σε εφαρμογή ένα πάγωμα προσλήψεων για εξοικονόμηση μετρητών, πήρε την τολμηρή απόφαση να δώσει εντολή για 35 προσλήψεις.
Όπως επισήμανε μιλώντας στο Forbes τον Σεπτέμβριο, «Πρέπει να είσαι ευκίνητος και ευέλικτος. Μερικές φορές οι αυστηροί κανόνες αναγκάζουν τους ανθρώπους να κάνουν το λάθος, επειδή απλώς εφαρμόζουν κανόνες».
Το μεγάλο στοίχημα
Ο 59χρονος διαχειριστής κεφαλαίων, από τη μία πλευρά έπρεπε να επιβλέπει την εταιρεία private equity με περιουσιακά στοιχεία 40 δισ. δολάρια και από την άλλη να σώσει την PetSmart με τα 1.650 καταστήματα.
Με χρέη 6 δισ. δολάρια η PetSmart προχωρούσε σε αναδιάρθρωση, την ώρα που οι ιδιοκτήτες κατοικίδιων μετακινούνταν σταθερά προς το διαδίκτυο για τις αγορές τους. Η συνταγή σε τέτοιες περιπτώσεις είναι: μεγάλες περικοπές και εξοικονόμηση μετρητών για την αποπληρωμή χρεών.
O Svider ακολούθησε μία διαφορετική διαδρομή.
Κατάφερε να δανειστεί ακόμη περισσότερα χρήματα, εξοργίζοντας τους πιστωτές, ώστε να μπορέσει να αποκτήσει την μη κερδοφόρα διαδικτυακή εταιρεία λιανικής πώλησης ζωοτροφών Chewy.
Μπορεί η κίνηση αυτή να φάνταζε εξωπραγματική, ωστόσο ο Svider ήξερε ότι ο δισεκατομμυριούχος ιδρυτής της Chewy, Ryan Cohen, κατακτούσε πάντα τους οικονομικού στόχους που έθετε και παρά το γεγονός ότι το ηλεκτρονικό κατάστημα δεν ήταν κερδοφόρο, αναπτύσσονταν με γοργούς ρυθμούς και ήταν, κατά τη γνώμη του, ο καλύτερος τρόπος για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος της PetSmart.
Ξεκινώντας με προσφορά 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων, o Svider πλήρωσε τελικά 3 δισεκατομμύρια δολάρια σε μετρητά για την Chewy, κερδίζοντας την ανταγωνίστρια Petco, τον Απρίλιο του 2017.
H κίνηση του προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Τα ομόλογα κατέρρευσαν, ενώ δέχθηκε πλήθος αγωγών.
Τα τεράστια κέρδη
Ωστόσο, τέσσερα χρόνια μετά και με μία έκρηξη στην αγορά κατοικίδιων ζώων που επέφερε η πανδημία, κατάφερε να πετύχει ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Η Chewy, που διαπραγματεύεται τώρα στο χρηματιστήριο, αξίζει περισσότερα από 31 δισεκατομμύρια δολάρια και οι πωλήσεις της έχουν σχεδόν δεκαπλασιαστεί, με τις προβλέψεις για το 2021 να ανέρχονται στα 9 δισ. δολάρια.
Η PetSmart κατάφερε να αναχρηματοδοτήσει τα δάνεια της και οι επενδυτές του Svider βρέθηκαν με απροσδόκητα κέρδη 30 δισ. δολαρίων.
«Πρέπει να είσαι αδίστακτος και πολύ γρήγορος για να προσαρμοστείς γιατί σε κάθε επιχείρηση, ο κόσμος αλλάζει καθημερινά, με τρόπους που δεν μπορείς να προβλέψεις», τόνισε ο Svider.
Ο ίδιος ζει σε μία έπαυλη στα Hamptons, όπου εργάζεται πλέον εξ αποστάσεως, μαζί με τη σύζυγο του, τα τρία τους παιδιά και τις δύο γάτες, Κασμίρ και Περλ.
Η πορεία προς την επιτυχία
Γεννημένος στο Παρίσι, ο Raymond Svider απέκτησε πτυχίο μηχανολόγου ηλεκτρολόγου σε γαλλικό πανεπιστήμιο και MBA από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο.
Ξεκίνησε την καριέρα του μετά την άνθηση των εξαγορών με μόχλευση της δεκαετίας του 1980. Το 1989, προσλήφθηκε από τους θρυλικούς dealmakers Bruce Wasserstein και Joe Perella. Τρία χρόνια αργότερα, μετακόμισε στο γραφείο της Baring Capital Investors στο Παρίσι.
Όταν το 1995, ένας trader της Barings, ο Nick Leeson, έχασε πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια, η 300 ετών τράπεζα βρέθηκε εκτεθειμένη και εξαγοράστηκε από την ανταγωνίστρια της, ING. Η εξέλιξη αυτή αποδείχθηκε καθοριστική για τον Svider, αφού η Baring Capital διασπάστηκε και μετονομάστηκε σε BC Partners.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο διαχειριστής μετακόμισε στο Λονδίνο για να κλείσει συμφωνίες τηλεπικοινωνιών και το 2007, όταν η BC Partners επεκτάθηκε στη Βόρεια Αμερική, ο Svider ανέλαβε το τιμόνι.
Η πρώτη μεγάλη συμφωνία της εταιρείας στις ΗΠΑ την ίδια χρονιά, ήταν η εξαγορά της υπερχρεωμένης δορυφορικής εταιρείας Intelsat, έναντι 16 δισεκατομμυρίων δολαρίων, η οποία τελικά κατέθεσε αίτηση προστασίας κατά της πτώχευσης το 2020. Ωστόσο, οι επιτυχίες του Svider ξεπέρασαν κατά πολύ τις αποτυχίες του.
Από αυτές που ξεχωρίζουν είναι η GFL Environmental, εταιρεία διαχείρισης απορριμμάτων με έδρα το Τορόντο, που ιδρύθηκε από τον Καναδό επιχειρηματία Patrick Dovigi. Το 2018, η BC Partners ανακεφαλαιοποίησε την εταιρεία με αξία 2 δισ. δολάρια, απέκτησε μερίδιο 40% και προσπάθησε να την επεκτείνει στις ΗΠΑ με εξαγορές.
Όταν ξεκίνησε η πανδημία η GFL ετοιμάζονταν να προχωρήσει σε δημόσια εγγραφή. Ο Svider συνέστησε στον D0vigi να προχωρήσουν παρά την αναταραχή των αγορών. Η μετοχή της κατά την IPO τιμολογήθηκε στα 19 δολάρια, κάτω από τος αρχικό εύρος των 20 -21 δολαρίων.
Μετά από την αρχική βουτιά της μετοχής στα 13 δολάρια, κατάφερε σχεδόν να τριπλασιάσει την τιμή της καθώς η εταιρεία προχώρησε σε εξαγορές ανταγωνιστών της.
Διαβάστε ακόμα:
H BC Partners εξαγόρασε την ελληνική Pet City
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- «Μπλόκο» Στουρνάρα στο σχέδιο των τραπεζών για το νέο IRIS
- Άμεση ανάλυση: Τι συμβαίνει με τις μετοχές των ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και Eurobank, τον χρυσό και το πετρέλαιο
- O Σαμαράς, οι μετοχές, το ΜΜ και ο Ηλιάδης, ο «Τρελαντώνης» και οι 6, η BSB στο ΧΑ, ο Κούστας και η ηθοποιός της βιντεοκασέτας, η απαίτηση του pirouetter, τι λέει η EDISON για τα media και η συγκίνηση του Χατζηδάκη
- Έξι ναυτιλιακές εταιρείες έχουν ρευστότητα 2, 5 δισ. δολάρια και πέντε εξασφαλισμένα έσοδα 14,65 δισ. δολάρια!