Σε περιορισμό της δυνατότητας των εργοδοτών να προχωρούν σε καταγγελία συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου θα οδηγήσει η αλλαγή της εργατικής νομοθεσίας και θεσμοθέτηση «βάσιμου λόγου».

Όπως αναφέρει στο mononews ο δικηγόρος Διονύσης Ρίζος, πλέον περνάει στους εργοδότες η υποχρέωση να αποδείξουν την πλήρη βασιμότητα των λόγων απόλυσης, κινδυνεύοντας μάλιστα και με την επιβολή προστίμων από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας.

Σύμφωνα με τον κ. Ρίζο, με την αλλαγή της νομοθεσίας κινδυνεύουν χιλιάδες μικρομεσαίοι επιχειρηματίες να εγκλωβιστούν. Με αυτό τον τρόπο, όπως αναφέρουν επιχειρηματίες, δημιουργούνται προβλήματα ανάπτυξης και ανταγωνισμού των επιχειρήσεων.

«Με σχετική διάταξη που περιέχεται στο ήδη κατατεθέν νομοσχέδιο του υπουργείου εργασίας η πολιτική ηγεσία προσπαθεί να ενσωματώσει στις βασικές διατάξεις του εργατικού δίκαιου ρύθμιση στην οποία η καταγγελία από τους εργοδότες συμβάσεων εργασίας απαραίτητα για να θεωρείται έγκυρη θα πρέπει να υφίσταται βάσιμος λόγος, ενσωματώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σχετική πρόβλεψη του Αναθεωρημένου Κοινωνικού Χάρτη.

Η σχετική ρύθμιση προβλέπει ότι κάθε καταγγελία σύμβασης εργασίας εφεξής θα πρέπει να αναφέρει ρητά τον λόγο τον οποίο επέρχεται και μάλιστα ο λόγος αυτός να είναι εντός των ορίων των «βασίμων» λόγων καταγγελίας όπως έχουν αναπτυχθεί από τη θεωρία και την νομολογία. Γίνεται επομένως προσπάθεια σημαντικού περιορισμού της δυνατότητα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας όταν και όποτε ο ίδιος το επιλέγει.

Επίσης διευρύνονται τα όρια αρμοδιότητας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας καθώς πρέπει ο “βάσιμος λόγος” να αναφέρεται και στο σύνολο των εντύπων που κατατίθενται στις αρμόδιες υπηρεσίες. Έτσι το ΣΕΠΕ αποκτά ρόλο κρίσης πριν το δικαστήριο για το αν μια καταγγελία είναι νόμιμη ή όχι με παρεπόμενη δυνατότητα διοικητικών ποινών – προστίμων, αλλά και ποινικής δίωξης εργοδοτών που δεν συμμορφώνονται στη συγκεκριμένη διάταξη.

Τελική επιδίωξη της εν λόγω ρύθμισης όμως είναι να περάσει κατά τον δικαστικό έλεγχο της ακυρότητας της καταγγελίας το βάρος απόδειξης από τον εργαζόμενο που είναι σήμερα στον εργοδότη κάνοντας εξαιρετικά δυσμενή τη θέση των εργοδοτών αν δεν μπορούν εύκολα να αποδείξουν την πλήρη βασιμότητα των λόγων καταγγελίας.

Σε αυτό το νέο πλαίσιο ο κίνδυνος για τους εργοδότες είναι μεγάλος, καθώς θα έχουν να αντιμετωπίσουν πέραν της αυξημένης δυνατότητας του ΣΕΠΕ να επιβάλει πρόστιμα ΚΑΙ για την ακυρότητα της καταγγελίας (πράγμα που μέχρι σήμερα δεν μπορεί να κρίνει επ’ αυτού), τον κίνδυνο τα δικαστήρια να αλλάξουν πλήρως νομολογιακή κατεύθυνση και να είναι εξαιρετικά δύσκολο να μη θεωρηθεί μια καταγγελία σύμβασης ως έγκυρη, αλλά το μεγαλύτερο μέρος αυτών να πάσχει ακυρότητας. Μέσα στα πλαίσια της ελληνικής αγοράς εργασίας που αποτελείται κυρίως από μικροεργοδότες αυτό θα δημιουργήσει ισχυρά φαινόμενα εγκλωβισμού».