Με θετικό πρόσημο έκλεισε το 2020 για τη ΒΙΑΝΕΞ, τόσο όσον αφορά στο σύνολο των ενοποιημένων πωλήσεων και τις εξαγωγές, όσο και στην κερδοφορία.

Συνεχίζοντας την αναπτυξιακή πορεία που χάραξε ο Παύλος Γιαννακόπουλος, ο Όμιλος προετοιμάστηκε παράλληλα για το επόμενο μεγάλο βήμα, με επενδυτικό σχεδιασμό στους τομείς της παραγωγής και της Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α), που θα ενισχύσει περαιτέρω τη θέση του στην εγχώρια αλλά και στις διεθνείς αγορές.

Με δεδομένες τις υψηλές παραγωγικές της δυνατότητες και την εξωστρέφειά της, και αξιοποιώντας τις προοπτικές που προοιωνίζουν οι επιλογές προς τις οποίες στρέφεται η ΕΕ για τον κλάδο μετά τις αδυναμίες που ανέδειξε η πανδημία Covid-19, η ΒΙΑΝΕΞ διαθέτει όλες τις προδιαγραφές για να διεκδικήσει κεντρικό ρόλο στο ευρωπαϊκό «σκηνικό» κατά την επόμενη μέρα, με την προϋπόθεση πάντα ότι θα ληφθούν οι ανάλογες αποφάσεις σε κεντρικό επίπεδο.

«Ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών για το 2020 ανήλθε σε 371,00 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων το 22% αφορά στις εξαγωγές. Επειδή εκκρεμεί ο καταλογισμός του clawback για ΕΟΠΥΥ & ΕΣΥ δεν μπορούμε να υπολογίσουμε επακριβώς την κερδοφορία», αναφέρει στο mononews o αντιπρόεδρος ΔΣ της ΒΙΑΝΕΞ ΑΕ, Κωνσταντίνος Γ. Παναγούλιας, εκτιμώντας ότι, σε κάθε περίπτωση, θα είναι βελτιωμένη σε σχέση με το προηγούμενο έτος (σ.σ. τα μεικτά αποτελέσματα έκλεισαν με κέρδη στα 54,8 εκατ. ευρώ).

Η αύξηση του τζίρου έρχεται σε συνέχεια της ανιούσας πορείας των προηγούμενων ετών, καθώς για τη χρήση 2019, με 301,3 εκατ., σημειώθηκε αύξηση 8,8% σε σχέση με το 2018 (271,9 εκατ.) και διψήφια αύξηση -της τάξης του 19,4%- στη διετία 2017-2018.

Σε ανοδική τροχιά κινήθηκαν, όμως, και οι εξαγωγές (20% επί των συνολικών πωλήσεων το 2019), με τα εγκεκριμένα σε κυκλοφορία προϊόντα της ΒΙΑΝΕΞ να ταξιδεύουν πλέον σε 56 χώρες ανά τον κόσμο. Ενδεικτικό της ισχυρής εξαγωγικής δυναμικής της εταιρείας είναι η ραγδαία ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας, με τις εξαγωγές της να ανέρχονται, από 18,7 εκατ. ευρώ το 2010, σε 51,2 εκατ. ευρώ το 2019, σημειώνοντας ένα «άλμα» της τάξεως του 173%.

Δυναμικά επεκτείνεται ο Όμιλος και στην αγορά των γενόσημων προϊόντων, με τις στρατηγικές επιλογές του να προσανατολίζονται προς αυτή την κατεύθυνση αλλά και το πεδίο των Μη Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων (ΜΗΣΥΦΑ). Προς την επίτευξη αυτού του στόχου αξιοποιείται και η  ΦΑΡΜΑΝΕΛ Α.Ε., η πρώτη δυνατή εξαγορά της ΒΙΑΝΕΞ, με την υπογραφή του Δημήτρη Γιαννακόπουλου (2019). Έχοντας πλέον ενσωματωθεί στον Όμιλο, η εταιρεία διαδραματίζει ενεργό ρόλο, καθώς όπως αναφέρει ο κ. Παναγούλιας, «συγχωνεύθηκε με την εταιρεία ΒΙΑΝ και επικεντρώνεται στην προώθηση των γενόσημων προϊόντων αλλά και των ΜΗΣΥΦΑ στο χώρο του φαρμακείου».

Η ΒΙΑΝ Α.Ε. είναι θυγατρική του ομίλου ΒΙΑΝΕΞ με δυναμική πορεία ανάπτυξης από το έτος ίδρυσής της (1995). Διανέμει και προωθεί μη συνταγογραφούμενα φάρμακα (OTC), παραφαρμακευτικά και ιατροτεχνολογικά προϊόντα στα φαρμακεία της Ελλάδας, κατέχοντας ηγετική θέση μεταξύ των ελληνικών και πολυεθνικών OTC εταιρειών.

Με ένα αξιόλογο πανελλαδικό δίκτυο πελατών, προμηθεύει 5.200 φαρμακεία και το σύνολο των φαρμακαποθηκών και φαρμακευτικών συνεταιρισμών.

Αν και διαμορφώνονται συνθήκες αναζωογόνησης της ευρύτερης χρηματιστηριακής αγοράς, η ΒΙΑΝΕΞ δεν περιλαμβάνει σε αυτή τη φάση στις επιλογές της την εισαγωγή της στο χρηματιστήριο, όπως αποκαλύπτει ο κ. Παναγούλιας.

Επενδύσεις σε παραγωγή και Ε&Α

Με υψηλές παραγωγικές δυνατότητες στα τέσσερα ιδιόκτητα υπερσύγχρονα εργοστάσιά της, η ΒΙΑΝΕΞ  υλοποιεί σταθερά ευρεία επενδυτικά προγράμματα με στρατηγικές επιχειρηματικές κινήσεις διεθνούς προσανατολισμού. Στο πλαίσιο αυτό, πρόσφατα ανακοινώθηκε ο επενδυτικός της σχεδιασμός, ο οποίος περιλαμβάνει επέκταση του 1ου εργοστασίου της και ανάπτυξη νέου ερευνητικού κέντρου στην Πάτρα.

«Ο στόχος μας είναι να επικεντρωθούμε σε τμήματα της αγοράς τα οποία δεν επιβαρύνονται με clawback και συγκεκριμένα στα ΜΗΣΥΦΑ, στην παραγωγή και στις εξαγωγές. Προς αυτή την κατεύθυνση, προσανατολίζονται και οι επενδύσεις που έχουμε ανακοινώσει, οι οποίες αφορούν κυρίως στην επέκταση των παραγωγικών δυνατοτήτων μας αλλά και την Ε&Α», διευκρινίζει ο αντιπρόεδρος ΔΣ του Ομίλου.

Υπενθυμίζεται ότι αξιοποιώντας τα κίνητρα τα οποία δίνονται μέσω του αναπτυξιακού clawback οι εγχώριες φαρμακοβιομηχανίες έχουν προχωρήσει σε επενδυτικά προγράμματα ύψους 600 εκατ. ευρώ, με την προοπτική να «ανοίξουν» 2.000 άμεσες και έμμεσες  θέσεις εργασίες.

Το αναπτυξιακό clawback δίνει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να συμψηφίζουν μέρος των επιστροφών -οι οποίες ανέρχονται πλέον στο 40% των πωλήσεων- με παραγωγικές επενδύσεις. Το ποσό του συμψηφισμού για το β΄εξάμηνο του 2019, οπότε και θεσπίστηκε το μέτρο, ήταν 50 εκατ., ενώ για τη χρήση του 2020 ανήλθε στα 100 εκατ., απελευθερώνοντας επιπλέον επενδυτικά κεφάλαια.

«Το αναπτυξιακό clawback είναι το σημαντικότερο αναπτυξιακό εργαλείο που έχει ο κλάδος μας. Βασική προϋπόθεση για τη σωστή εκμετάλλευση είναι να κατευθυνθεί σε επενδύσεις ουσίας, οι οποίες θα αποδώσουν σημαντική προστιθέμενη αξία και όχι να αποτελέσει ένα εργαλείο απλώς και μόνο για την ελάφρυνση του δυσβάσταχτου clawback», σχολιάζει ο κ. Παναγούλιας.

Παράλληλα, θετικό είναι το «αποτύπωμα» που άφησε η πανδημία στην φαρμακοβιομηχανία κατά το προηγούμενο έτος, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσανατολίζεται σε αποφάσεις που αναμένεται να διαμορφώσουν ένα γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη του κλάδου σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

«Η πανδημία κατέστησε εμφανή την εξάρτηση της ΕΕ στην αγορά του φαρμάκου από Τρίτες Χώρες. Συνειδητοποιώντας το αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να εκπονήσει έναν οδικό χάρτη για τον επαναπατρισμό της παραγωγικής διαδικασίας του φαρμάκου στην Ευρώπη. Αυτή θα είναι μια σημαντική αλλαγή. Περιμένουμε να δούμε την υλοποίησή της», καταλήγει ο αντιπρόεδρος της ΒΙΑΝΕΞ.

Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, στην περίπτωση που η ΕΕ κάνει τις προθέσεις της πράξη, και εφόσον διαμορφωθεί το κατάλληλο περιβάλλον για την υλοποίηση των προγραμματισμένων επενδύσεων στην Ελλάδα, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να διεκδικήσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ευρωπαϊκή αγορά.

Διαβάστε επίσης

ΒΙΑΝΕΞ: Σε ανοδική τροχιά οι πωλήσεις για το 2020 – Σταθερή αναπτυξιακή πορεία την τελευταία 10ετία