Στην παράταση της χορήγησης της ετήσιας άδειας του 2020, κατά πέντε μήνες, έως τον Μάιο του 2021 αναμένεται να προχωρήσει η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.

Σύμφωνα με πληροφορίες, εντός των επόμενων ημερών θα υπάρχει νομοθετική παρέμβαση. Το θέμα ανέδειξε το «Mononews», λόγω του σοβαρού προβλήματος που έχει δημιουργηθεί στα λογιστήρια εκατοντάδων χιλιάδων επιχειρήσεων που δεν είχαν προλάβει να χορηγήσουν στους εργαζόμενους τους την ετήσια άδεια αναψυχής του 2020, εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού και της υποχρεωτικής αναστολής που ενεργοποιήθηκε δυο φορές εντός του 2020.

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, η μεταφορά των ημερών της ετήσιας άδειας που δεν χορηγήθηκαν, στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη, όπως επισήμανε στο «Mononews» ο δικηγόρος- εργοτόλογος Γιάννης Καρούζος. 

Ο κ. Καρούζος είχε τονίσει την ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης για να λυθούν πρακτικά και ουσιαστικά προβλήματα σε επιχειρήσεις και εργαζομένους, που επιθυμούν να διευθετήσουν τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις τους, πριν το τέλος του έτους. «Η επαναφορά του συστήματος των αναστολών των συμβάσεων εργασίας, λόγω των έκτακτων υγειονομικών συνθηκών που επικρατούν, επιφέρει προβλήματα σε θεσμικά δικαιώματα των εργαζομένων όπως η ετήσια άδεια αναψυχής και συγκεκριμένα, ο χρόνος χορήγησής της και ο τρόπος υπολογισμού των δικαιούμενων ημερών της άδειας».

Τι ισχύει για την χορήγηση της άδειας αναψυχής

Αρχικά ο χρόνος χορηγήσεως των αδειών καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργαζομένων και εργοδότη. Ωστόσο, οι μισοί τουλάχιστον από τους εργαζόμενους πρέπει να πάρουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου. Περαιτέρω, ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα και σε κάθε περίπτωση πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν δεν την ζήτησε ο εργαζόμενος.

Πολλοί εργαζόμενοι, οι οποίοι τελούν σε αναστολή της σύμβασης εργασίας τους, αδυνατούν να λάβουν το υπόλοιπο της ετήσιας άδειας αναψυχής που δικαιούνται. Τούτο διότι, η άδεια αναψυχής χορηγείται σε περιόδους που υπάρχει πραγματική απασχόληση του εργαζόμενου και όχι απουσία αυτού, για λόγους όπως η μακροχρόνια ασθένεια, η αναστολή σύμβασης εργασίας ή η διαθεσιμότητα. Ο εργαζόμενος δηλαδή που απουσιάζει από τα καθήκοντά του για τους ανωτέρω λόγους, δε δικαιούται να λάβει κατά το χρονικό διάστημα απουσίας του, την ετήσια άδεια αναψυχής του.

Ακόμη, σύμφωνα με τις διατάξεις που ρυθμίζουν τη θέση των εργαζομένων σε διαθεσιμότητα, θεσμός ο οποίος προσομοιάζει με το σύστημα των αναστολών των συμβάσεων εργασίας, ο εργαζόμενος που τελεί υπό το καθεστώς διαθεσιμότητας, διατηρεί το δικαίωμά του να λάβει την ετήσια άδεια αναψυχής του, μετά την επιστροφή του από τη διαθεσιμότητα. Συγκεκριμένα, το χρονικό διάστημα της διαθεσιμότητας θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας, όταν η μη απασχόληση του εργαζόμενου οφείλεται αποκλειστικά σε λόγους που αφορούν καθαρά τον εργοδότη και δεν συμψηφίζεται με την κανονική άδεια. Έτσι, ο εργαζόμενος που επιστρέφει από διαθεσιμότητα δικαιούται να λάβει και την κανονική του άδεια.

Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την κείμενη ελληνική νομοθεσία, αν ο εργοδότης δε χορηγήσει από υπαιτιότητά του την ετήσια άδεια αναψυχής στον εργαζόμενο, τότε υποχρεούται να του καταβάλει τις αποδοχές άδειας αυξημένες κατά 100%. Για να δικαιούται όμως τις διπλάσιες αποδοχές ο εργαζόμενος, δεν αρκεί μόνο η μη χορήγηση της άδειας, αλλά θα πρέπει να αποδειχτεί και το πταίσμα του εργοδότη. Θα πρέπει δηλαδή, να αποδειχτεί ότι, ο εργαζόμενος ζήτησε την άδειά του και ο εργοδότης αρνήθηκε να την χορηγήσει.

Επιπλέον, σύμφωνα με πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, η μεταφορά των ημερών της ετήσιας άδειας που δεν χορηγήθηκαν, στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη. Ωστόσο, σύμφωνα με την κείμενη ευρωπαϊκή νομοθεσία (Οδηγία υπ’ αριθμ. 88/2003, άρθρο 7, παράγραφος 2) και νομολογία, όταν η λήψη της ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών δεν είναι πλέον δυνατή για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως του εργαζομένου, όπως εν προκειμένω στο σύστημα της αναστολής  ο εργαζόμενος δικαιούται χρηματικής αποζημιώσεως εκ μέρους του εργοδότη, ίση με τις αποδοχές των ημερών μη ληφθείσας αδείας.

Αντίστοιχα, οι εργαζόμενοι που τελούν σε αναστολή της σύμβασης εργασίας τους, πρέπει να λάβουν την ετήσια άδεια αναψυχής που δικαιούνται, εφόσον υπάρχει το αντίστοιχο χρονικό περιθώριο. Στην περίπτωση ωστόσο, που δε καταστεί δυνατό να λάβουν την ετήσια άδεια αναψυχής που δικαιούνται, αναγκαίο είναι να προβλεφθεί νομοθετικά η δυνατότητα χρηματικής αποζημίωσής τους για τις ημέρες μη ληφθείσας ετήσιας αδείας ή ενδεχομένως, ακόμη και δυνατότητα μεταφοράς της υπολειπόμενης άδειας στο επόμενο έτος.

Τρόπος υπολογισμού των δικαιούμενων ημερών της αδείας

Σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία, ο χρόνος της διαθεσιμότητας θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας του εργαζόμενου. Κατά τη διάρκειά δηλαδή της διαθεσιμότητας, παραμένει σε ισχύ η εργασιακή σχέση και ο εργαζόμενος συνεχίζει κανονικά την ασφάλισή του στους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Περαιτέρω, ο χρόνος της διαθεσιμότητας προσμετρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τον υπολογισμό του χρόνου προϋπηρεσίας και τη χορήγηση της ετήσιας άδειας αναψυχής.

Αντίστοιχα και κατά τη χρονική διάρκεια της αναστολής της σύμβασης, πρέπει να θεωρείται ότι ο εργαζόμενος διατηρεί ενεργό εργασιακή σχέση με τον εργοδότη του, με αποτέλεσμα ο χρόνος αυτός της αναστολής, να εκτιμάται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τον υπολογισμό των δικαιούμενων ημερών ετήσιας άδειας αναψυχής.

Σύμφωνα με την κείμενη εργατική νομοθεσία, υπάρχουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο εργαζόμενος που συμπληρώνει συγκεκριμένο χρόνο προϋπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, δικαιούται να λάβει επιπλέον ημέρες ετήσιας άδειας αναψυχής. Στις περιπτώσεις αυτές, ο χρόνος που ο εργαζόμενος αυτός έχει τελέσει σε αναστολή της σύμβασής του, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν για τον υπολογισμό των δικαιούμενων ημερών άδειας αναψυχής του.

 Πιο συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι ο εργαζόμενος ο οποίος έχει συμπληρώσει 10 τουλάχιστον έτη στον ίδιο εργοδότη ή 12 έτη σε οποιονδήποτε εργοδότη δικαιούται 25 εργάσιμες ημέρες ετήσιας άδειας για τους εργαζόμενους με πενθήμερο και 30 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο. Επίσης, ο μισθωτός, μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούται μία εργάσιμη ημέρα παραπάνω, δηλ. 26 ημέρες  για τους εργαζόμενους με πενθήμερο και 31 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο. Στις περιπτώσεις αυτές, ο χρόνος κατά τον οποίο ο εργαζόμενος τελούσε σε αναστολή της σύμβασής του, θα πρέπει να προσμετράται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τον υπολογισμό των ανωτέρω χρόνων προϋπηρεσίας, προκειμένου ο εργαζόμενος να θεμελιώνει δικαίωμα λήψης των επιπλέον αυτών ημερών άδειας αναψυχής, όπως άλλωστε θα συνέβαινε, αν είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα.

Διαβάστε ακόμα: 

Άδεια Ειδικού Σκοπού: Ποιοι εργαζόμενοι τη δικαιούνται και πότε δεν δικαιολογείται η χρήση της – Τι αναφέρει η εγκύκλιος

Ασφυκτική πίεση από τα υπόλοιπα αδειών σε επιχειρήσεις- εργοδότες

Αποκαλυπτικό: Περισσότερα από €36,57 εκατ. στο μηχανισμό «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ»

Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση