Γιατί οι τιμές ενέργειας στην Ελλάδα, είναι υψηλότερες από ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη;

Μπορεί να αλλάξει αυτό και πόσο δύσκολο είναι; Πρέπει να αλλάξει το target model; Φταίει η Κομισιόν και η έλλειψη διασυνδέσεων; Φταίνε τα ολιγοπώλια ή το ότι η ΔΕΗ δεν είναι κρατική; Μπορεί η Ελλάδα να επωφεληθεί στην πράξη από την αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ και από τις χαμηλές τιμές τους, να μειωθεί το κόστος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις; Τι μπορεί να κάνει η κυβέρνηση για να μειωθεί το ενεργειακό κόστος για όλους και γιατί δεν το κάνει;

Η λύση στο γόρδιο δεσμό, είναι πιο απλή από όσο φαίνεται και ο Παντελής Κάπρος, Καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας στο ΕΜΠ, μιλώντας αποκλειστικά στο mononews.gr την περιγράφει.

Στην κουβέντα με τον καθηγητή, ξεδιπλώνουμε όλο του κουβάρι από μύθους και αλήθειες που ακούμε συνήθως και μας βοηθάει να καταλάβουμε τις στρεβλώσεις τις ελληνικής αγοράς ενέργειας και πώς δημιουργήθηκαν.

Και κυρίως τι μπορεί να γίνει άμεσα και αποδεικνύει γιατί η μείωση του ενεργειακού κόστους εξαρτάται από αποφάσεις της κυβέρνησης και όχι από την Κομισιόν, τις διασυνδέσεις, τους καύσωνες, τους κερδοσκόπους, τα ολιγοπώλια ή οτιδήποτε άλλο.

Ο καθηγητής Παντελής Κάπρος είναι ο άνθρωπος που το 2002 έστησε την υποχρεωτική χονδρεμπορική αγορά ενέργειας, για να ξεκινήσει η απελευθέρωση στην ενεργειακή αγορά. Πολύ αργότερα, το 2019, η αγορά αυτή μετεξελίχτηκε στο πλαίσιο του target model.

Είναι ο άνθρωπος που μίλησε πρώτος για τα ουρανοκατέβατα κέρδη στη χονδρεμπορική αγορά κατά την διάρκεια της κρίσης των τιμών φυσικού αερίου το 2022, και εκείνος που πρότεινε μηχανισμό επιστροφής υπερκερδών των μονάδων στη χονδρεμπορική αγορά για τη χρηματοδότηση  επιδοτήσεων των λογαριασμών καταναλωτών μέσω του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης.

«Είναι σε όλους γνωστό το θέμα της ιδιομορφίας της ελληνικής αγοράς που είναι η μόνη αγορά στην Ευρώπη που η τιμή της ενέργειας στη λιανική αγορά ταυτίζεται με τη χρηματιστηριακή τιμή. Τώρα αυτό μπορούμε να το αλλάξουμε δεν φταίει η Ευρώπη ούτε οι διασυνδέσεις για τη στρέβλωση αυτή.»

Όπως εξηγεί, η  λύση στις υψηλές τιμές ενέργειας στην Ελλάδα, είναι να δημιουργηθεί, όπως προβλέπει η Οδηγία για την Ενέργεια της Ε.Ε,  και στην Ελλάδα μια εξωχρηματιστηριακή αγορά ενέργειας ένα Renewable Pool, όπου οι τιμές θα διαμορφώνονται με βάση συμφωνίες (διμερή συμβόλαια οικονομικών διαφορών CfD) και από εκεί θα αγοράζουν ενέργεια με μακροπρόθεσμα συμβόλαια επιχειρήσεις και προμηθευτές ενέργειας.

Αν εκεί καταλήγει το 50% της παραγόμενης ενέργειας, όσο είναι σήμερα περίπου η ενέργεια από ΑΠΕ, οι τιμές στη λιανική αγορά θα απεξαρτηθούν κατά το 50% τουλάχιστον από τις χρηματιστηριακές τιμές, θα έχουν μικρότερη διακύμανση και θα είναι χαμηλότερες κατά μέσο όρο από τη σημερινή χρηματιστηριακή αγορά.

Με βάση την Οδηγία που έχει ψηφιστεί, η Ελλάδα μπορεί να ψηφίσει ένα νόμο για την εφαρμογή της, με τον οποίο να μετατρέψει όλα τα συμβόλαια με ΑΠΕ σε Contracts for Difference και να τα αφαιρέσει από τη χονδρεμπορική αγορά, της οποίας η τιμή είναι χρηματιστηριακή. Και το ίδιο και τα PPA.

Το παραπάνω, όπως εξηγεί, όχι μόνο το επιτρέπει η Κομισιόν, αλλά το προτείνει και στην τελευταία Οδηγία και αρκεί ένας νόμος, που θα εφαρμόζει την Ευρωπαϊκή Οδηγία για την Ενέργεια και τις κατευθύνσεις της έκθεσης Ντράγκι, για να διαχωριστεί ένα μέρος της ενέργειας που παράγεται και να εξαιρεθεί από την χρηματιστηριακή αγορά.

Το πρόβλημα δεν είναι το target model, τονίζει ο κ Κάπρος, αλλά η «αυτόματη» μετακύλιση της χρηματιστηριακής (χονδρεμπορική αγορά) τιμής στην τιμή ενέργειας που πληρώνουν οι καταναλωτές.

Για να μειωθεί η τιμή της ενέργειας για τα νοικοκυριά και τη βιομηχανία πρέπει ένα μέρος της ενέργειας που παράγεται και πωλείται να έχει σταθερή τιμή, χάρις στο σταθερό και χαμηλό κόστος των ΑΠΕ, που να μην καθορίζεται από το Χρηματιστήριο Ενέργειας. Και αυτό μπορούμε ήδη να το κάνουμε με τα εργαλεία που μας έχει δώσει η Κομισιόν.

Το μόνο που πρέπει να κάνουμε, είναι να εφαρμόσουμε σωστά την Οδηγία, εισάγοντας νόμους που θα αλλάξουν την οικονομική δομή της προμήθειας ενέργειας στην Ελλάδα.

«Τώρα τρέχει το εξάμηνο της υποχρεωτικής εναρμόνισης της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία της Ένωσης. Μπορούμε να κάνουμε την ενσωμάτωση τυπικά, αλλά μπορούμε και να το κάνουμε ουσιαστικά, δηλαδή νομοθετώντας με  τα κατάλληλα εργαλεία που μας δίνει η Οδηγία. Η Οδηγία δεν είναι μια συνταγή που λέει σε κάθε χώρα ακριβώς τι να κάνει, αλλά δίνει ένα πλαίσιο που παρέχει τις δυνατότητες η κάθε χώρα μετά να υιοθετήσει λεπτομερείς νόμους εφαρμογής, υπουργικές αποφάσεις, ένα κανονιστικό πλαίσιο δηλαδή με βάση τα δικά της χαρακτηριστικά.

Αν το κάνουμε, θα είναι πολύ σταθερές οι τιμές καταναλωτή, και θα μπορούν να δίνουν οι προμηθευτές πιο σταθερές τιμές στους καταναλωτές και στη βιομηχανία», σημειώνει ο κ. Κάπρος.

Και όπως τονίζει μια τέτοια λύση θα ωφελούσε όλους τους παίκτες στην αγορά γιατί ταυτόχρονα θα αντιμετώπιζε οικονομικά το πρόβλημα των περικοπών και τη βιωσιμότητα των επενδύσεων στις ΑΠΕ.

«Δεν πιστεύω ότι η ΔΕΗ και οι μεγάλες εταιρείες ενέργειας θα είχαν κανένα πρόβλημα με τις δύο αγορές ενέργειας, ίσα ίσα θα εξασφαλιζόταν η βιωσιμότητα των έργων ΑΠΕ. Πιστεύω ότι η λύση αυτή δεν υποστηρίζεται ακόμη, γιατί υπάρχει έλλειψη κατανόησης στο πλαίσιο άσκησης πολιτικής.»

Πώς, όμως, οδηγηθήκαμε στο σημερινό τρόπο λειτουργίας της ενεργειακής αγοράς στην Ελλάδα και πώς μπορεί να αλλάξει;

 

Ποια είναι η δυνατότητα που μας δίνει η τελευταία Ευρωπαϊκή Οδηγία για τον ηλεκτρισμό να μειώσουμε το κόστος ενέργειας;

Η Οδηγία λύνει τα χέρια και δίνει τη δυνατότητα να γίνει απεξάρτηση των τιμών ενέργειας της λιανικής από τις τιμές της χρηματιστηριακής αγοράς και κατά συνέπεια μετριασμός των μεγάλων τυχόν διακυμάνσεων που οφείλονται στις τιμές του φυσικού αερίου ή σε τιμές εισαγόμενης ενέργειας. Σήμερα, οι διακυμάνσεις αυτές συμπαρασύρουν όλες τις μορφές ενέργειας, όπως τις ΑΠΕ, παρόλο που το κόστος αυτών είναι σταθερό και μικρότερο. Με την απεξάρτηση, οι καταναλωτές θα πληρώνουν σε τιμές πιο σταθερές και θα επωφελούνται όλο και περισσότερο με την διείσδυση των ΑΠΕ που αναμένεται να είναι ραγδαία τα επόμενα λίγα χρόνια.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση στην τελευταία τροποποίηση της Οδηγίας για τον ηλεκτρισμό που ψηφίστηκε αλλά ακόμη δεν έχει υιοθετηθεί και εφαρμοστεί έχει ανοίξει το δρόμο για το διαχωρισμό της ενέργειας από τις ΑΠΕ από τη χρηματιστηριακή αγορά ενέργειας.

Υιοθετήθηκε η πρόταση ενίσχυσης των διμερών συμβολαίων ως μέσο για την απεξάρτηση από τις χρηματιστηριακές τιμές. Στην ευρωπαϊκή Οδηγία, εισάγονται οι συμβάσεις οικονομικών διαφορών CFD τα Contracts for Difference, με τα οποία το Κράτος παρέχει εγγυημένες τιμές στις ΑΠΕ και επιτρέπει η εκτέλεση των διμερών αυτών συμβάσεων να διενεργείται έξω από την Χρηματιστηριακή αγορά ενέργειας.

Το ίδιο και τα PPA, τα ιδιωτικά διμερή συμβόλαια.

Δεν υπάρχει επομένως κανένας λόγος να τροποποιηθεί το target model, μας δίνει τη δυνατότητα που θέλουμε. Έτσι η χρηματιστηριακή αγορά θα περιορίζεται στο φυσικό αέριο, τα μεγάλα υδροηλεκτρικά και τις εισαγωγές-εξαγωγές.

Με βάση την Οδηγία που έχει ψηφιστεί, η Ελλάδα μπορεί να βγάλει ένα νόμο για την εφαρμογή της, με τον οποίο να μετατρέψει όλα τα συμβόλαια με ΑΠΕ σε Contracts for Difference και να τα αφαιρέσει από τη χονδρεμπορική αγορά της οποία η τιμή είναι χρηματιστηριακή. Και το ίδιο και τα PPA.

Και όλα τα νέα έργα ΑΠΕ να γίνονται με CDF εφόσον υποστηρίζονται από το Κράτος ή από ιδιωτικές διμερείς συμβάσεις και να μην μπαίνουν στο Χρηματιστήριο Ενέργειας. Επιπλέον, όλη αυτή η ενέργεια των ΑΠΕ, μπορεί να γίνει ένα Renewable Pool δηλαδή μία οργανωμένη αγορά ενέργειας από ΑΠΕ, όπου θα μπορούν να αγοράζουν ενέργεια προμηθευτές και βιομηχανία σε σταθερές τιμές, που θα αντανακλά το κόστος κεφαλαίου και την προκαθορισμένη απόδοση της επένδυσης.

Ταυτόχρονα θα εξασφαλίσει χρηματοδότηση για τις ΑΠΕ και την βιωσιμότητά τους, αφού θα έχουν σταθερά προβλέψιμα έσοδα.

Η Κομισιόν γνωρίζει ότι τα PPA της βιομηχανίας πάνε αργά και είναι αβέβαια για αυτό και εισάγει τα CFD που είναι διμερή συμβόλαια με υποστήριξη εγγυημένων τιμών από το Κράτος. Τα CFD δεν είναι επιδοτήσεις, αλλά είναι εγγυήσεις σταθερών μελλοντικών εσόδων. Οι τιμές των CFD είναι μικρότερες από τις οριακές τιμές του χρηματιστηρίου ενέργειας και δεν επιβαρύνεται έτσι ο καταναλωτής.

Μπορεί με τον τρόπο αυτό να αντιμετωπιστεί οικονομικά και το πρόβλημα των περικοπών, δηλαδή μέσω ελάχιστου εγγυημένου εσόδου των ΑΠΕ στο πλαίσιο των CFD με βάση τα χαρακτηριστικά της πηγής ενέργειας και την προβλεπόμενη παραγωγή, ενώ μόνο η τυχόν αναγκαία εξισορρόπηση θα περνά μέσα από την αγορά της ημέρας (intra-day market). Αυξανομένων των ΑΠΕ ομοίως θα αυξάνεται το ποσοστό της ενέργειας που θα έχει σταθερή τιμή και θα μειώνεται το ποσοστό της κυμαινόμενης τιμής.

Διαφωνείτε ότι η άνοδος τιμών στην Ελλάδα σχετίζεται με την έλλειψη διασυνδέσεων και τη μεγάλη ζήτηση από την Ουκρανία;

Η Ουκρανία από το τέλος Μαΐου άρχισε να αυξάνει τις εισαγωγές. Μέσω Σλοβακίας και Πολωνίας κυρίως διοχετεύεται η ενέργεια στην Ουκρανία, αλλά το καλοκαίρι, μειώθηκε η ενέργεια λόγω καύσωνα, που μπορούσε να παράγει η Ρουμανία και η Ουγγαρία, οι οποίες εξαρτώνται από τη ροή ποταμών και την πλήρωση των λιμνών.

Συνέπεσε όμως αυτή η κατάσταση με την αυξημένη ζήτηση από την Ουκρανία με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μεγάλο έλλειμμα. Δηλαδή συνδυασμός παραγόντων  οδήγησε στην αύξηση των τιμών το καλοκαίρι.

Αν το 50% της ενέργειας που καταναλώνουμε ήταν εκτός χρηματιστηριακής αγοράς, θα επηρέαζε πολύ λιγότερο τα τιμολόγια ενέργειας, η κάθε αναταραχή στη ζήτηση.

Η ελληνική αγορά ενέργειας χρειάζεται μεταρρύθμιση για να μειωθεί το ενεργειακό κόστος. Και αυτό δεν εξαρτάται ούτε από την Κομισιόν, ούτε από τις διασυνδέσεις.

Ακόμα και αν η συγκυρία είναι τέτοια, ώστε η έλλειψη διασυνδέσεων, ο καύσωνας, η αυξημένη ζήτηση φέρουν υψηλές τιμές στο Χρηματιστήριο Ενέργειας αυτό θα επιδράσει μόνο στο 50% της ενέργειας και οι συνολικές αυξήσεις ενεργειακού κόστους που θα προκαλέσει θα είναι μικρές.

Και στην περίπτωση που έχουμε πολύ υψηλές τιμές στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, χρειαζόμαστε Μηχανισμό Υπερκερδών;

Η Οδηγία μας δίνει τη δυνατότητα για μηχανισμό υπερκερδών, ο οποίος είναι ακριβώς αυτός που εφάρμοσε η Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης το 2022.

Γιατί, ένα σημαντικό μέτρο που μας παρέχει η νέα Οδηγία είναι η εφαρμογή μηχανισμού αμοιβής διαθεσιμότητας ισχύος για την παροχή υπηρεσιών ευελιξίας και εφεδρείας από την αποθήκευση, την απόκριση της ζήτησης και σε μεταβατικό στάδιο από τις αποδοτικές μονάδες αερίου. Ο μηχανισμός αυτός παρέχει σταθερή αμοιβή στους παραπάνω πόρους με αντάλλαγμα να είναι διαθέσιμες και να επιστρέφουν τα έσοδα από την χονδρεμπορική αγορά όταν η τιμή είναι πάνω από τη συμφωνημένη τιμή.

Δηλαδή εφαρμόζεται clawback, με άλλα λόγια αυτόματη συλλογή των υπερ-εσόδων, πράγμα που εξασφαλίζει επιπλέον σταθερότητα των τιμών της χονδρεμπορικής. Έτσι, σε συνδυασμό με τις σταθερές τιμές των ΑΠΕ (renewable pool) οι τιμές λιανικής εξομαλύνονται πλήρως, θα είναι σταθερές και μικρότερες από το αν δεν είχε εφαρμοστεί τοι μέτρο. Ακόμα, το μέτρο αυτό διασφαλίζει επάρκεια παροχής υπηρεσίας ευελιξίας και εφεδρείας στο σύστημα, πράγμα πολύτιμο στο πλαίσιο συστήματος που κυριαρχείται από ΑΠΕ.

Είναι εξ άλλου ο καλύτερος τρόπος για να προωθηθούν τα αποθηκευτικά μέσα επειδή αυτά είναι εντάσεως κεφαλαίου και έχουν αβεβαιότητα οικονομικής επιβίωσης στο σύστημα όταν αυξάνεται συνεχώς το μέγεθός τους. Τα οφέλη για την απόκριση της ζήτησης είναι επίσης πολύτιμα και αποτελούν επιπλέον μέσο μείωσης του κόστους ενέργειας της βιομηχανίας.

Οι συμβάσεις Διαθεσιμότητας Ισχύος και Ευελιξίας με όρους clawback είναι απαραίτητες για την οικονομική επιβίωση αποδοτικών μονάδων φυσικού αερίου στο σύστημα ενώ θα μειώνεται συνεχώς η παραγωγή τους λόγω διείσδυσης των ΑΠΕ και ενώ θα είναι απαραίτητη η ισχύς τους για το σύστημα. Ο μηχανισμός αυτός ταυτόχρονα αποτρέπει την οικονομική εκμετάλλευση της σπανιότητας της εφεδρείας και της ευελιξίας που θα αυξάνεται με την ανάπτυξη των ΑΠΕ εξασφαλίζοντας σταθερότητα των τιμών αλλά και εύλογο επίπεδο τιμών και κέρδους.

Γιατί χρειάζεται να εξαιρεθούν οι ΑΠΕ από την Χρηματιστηριακή Αγορά Ενέργειας;

Είναι απαραίτητο για δύο λόγους,  για να μειωθεί η τιμή της ενέργειας και για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των ΑΠΕ.

Τα προγράμματα πράσινης μετάβασης περιλαμβάνουν επενδύσεις σε ΑΠΕ, αποθηκεύσεις, υδροηλεκτρικά, πυρηνική ενέργεια. Όλες αυτές οι μορφές ενέργειας έχουν μόνο κεφαλαιουχικό κόστος, δεν έχουν κόστος λειτουργίας, κόστος καυσίμου. Σιγά-σιγά το μεγαλύτερο μέρος του χαρτοφυλακίου των παραγωγών ενέργειας θα εξαρτάται μόνο από την αμοιβή κεφαλαίου και όχι από το κόστος καυσίμου. Και αυτό το μέρος της παραγωγής ενέργειας θα φτάσει το 80% το 2030.

Όμως, αν αυτές οι υποδομές αμείβονται με τιμές χρηματιστηρίου που προσδιορίζεται από την τιμή του καυσίμου θα οδηγήσει σε μια υπερβολική διακύμανση εσόδων και αβεβαιότητα που δεν συνάδει με την απαίτηση σταθερής αμοιβής κεφαλαίου ώστε να υπάρξει χρηματοδότηση αυτών των υποδομών.

Αυτές οι υποδομές δεν μπορούν να χρηματοδοτούνται από χρηματιστηριακές τιμές αν δηλαδή δεν υπάρχει εξασφαλισμένη χρηματοροή του κόστους κεφαλαίου. Γι αυτό και οι παραγωγοί ζητούν διμερές συμβόλαιο εξασφαλισμένης αμοιβής που σταθεροποιεί την αποπληρωμή του κεφαλαίου.

Δεν μπορεί όμως το 80% της ενέργειας να είναι αντικείμενο χρηματιστηριακής διαπραγμάτευσης, πρέπει να γίνεται με τιμές συγκεκριμένες και σταθερές και να αφαιρείται από τη χρηματιστηριακή αγορά. Αυτό είναι η πάγια τακτική όλων των αγορών ενέργειας στην Ευρώπη, δηλαδή να δηλώνουν συναλλαγές σε συγκεκριμένη τιμή και να εξαιρούνται της αγοράς ενέργειας.

Γιατί στην Ελλάδα η τιμή της ενέργειας ταυτίζεται με την τιμή του Χρηματιστηρίου Ενέργειας; – Φταίει το target model;

Στην Ελλάδα η τιμή της ενέργειας στη λιανική αγορά είναι αποτέλεσμα αυτόματης μετακύλισης της χρηματιστηριακής τιμής της ενέργειας κάτι που δεν γίνεται στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτό δεν έχει σχέση με το target model το οποίο οφείλει να διατηρήσει τον προσδιορισμό των τιμών χρηματιστηρίου στο οριακό κόστος και σε αυτό να διενεργείται και η ισορροπία εισαγωγών-εξαγωγών. Το ζήτημα δεν είναι να το αλλάξουμε αυτό αλλά να μειώσουμε δραστικά τον όγκο ενέργειας που περνά από τη χρηματιστηριακή αγορά.

Το target model δεν ήταν τίποτα άλλο από ένας συγχρονισμός των διαφόρων μικρών χρηματιστηριακών αγορών της Ευρώπης. Στην υπόλοιπη Ευρώπη οι χρηματιστηριακές αγορές δημιουργήθηκαν σε ιδιωτική βάση που με κατάλληλο software οργάνωναν χρηματιστηριακές συναλλαγές ενέργειας, κυρίως μεταξύ αυτών που περίσσευε ενέργεια και αυτών που του έλλειπε ενέργεια, δηλαδή για τα περιθώρια πέραν των διμερών συμβάσεων που αντιπροσώπευαν τον μεγάλο όγκο της αγοράς. Η  ΕΕ για να πετύχει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της αγοράς ενέργειας κατάφερε μέσω ομοιόμορφων κανόνων (target model) να ενοποιήσει τα μικρά αυτά χρηματιστήρια ενέργειας με τις διασυνοριακές ανταλλαγές.

Στην Ελλάδα και την Ιρλανδία που υπήρχαν υποχρεωτικές χονδρεμπορικές αγορές ενέργειας, υπήρχαν κρατικά χρηματιστήρια ενέργειας και όχι μικρά ιδιωτικά και κατ΄ εξαίρεση μπήκαν και αυτά στο target model. Η διαφορά είναι ότι σε Ελλάδα και Ιρλανδία, λόγω του παρελθόντος της υποχρεωτικής χονδρεμπορικής αγοράς, παρέμεινε να περνάει το σύνολο της ενέργειας της χώρας από τα κρατικά Χρηματιστήρια και όχι ένα μικρό μέρος όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν οφείλεται στο target model γιατί το target model (που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα το 2019), επιτρέπει να διαμορφώνονται οι τιμές ενέργειας και εξω-χρηματιστηριακά και αυτό ήδη συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη.

Για παράδειγμα, η πυρηνική ενέργεια δίνεται στους προμηθευτές με διμερή συμβόλαια που ονοματίζονται στην χονδρεμπορική αγορά και αφαιρούνται από το Χρηματιστήριο Ενέργειας. Και μένει ένα μικρό μέρος της ενέργειας να διαμορφώνει την τιμή του χρηματιστηριακά. Στη Γαλλία είναι το 10% και στη Γερμανία το 15|%, ενώ στην Πολωνία είναι 5% με όλο το άλλο να είναι διμερή συμβόλαια.

Μπορεί η τιμή της ενέργειας να διαμορφώνεται με βάση το κόστος και όχι από το Χρηματιστήριο;

Η φυσιολογική λειτουργία της αγοράς ενέργειας, είναι η χρηματιστηριακή τιμή ενέργειας να αφορά ένα σχετικά μικρό τμήμα και όχι το σύνολο της αγοράς και το μεγαλύτερο μέρος να καθορίζεται από σταθερά συμβόλαια.

Στα διμερή συμβόλαια, ο παραγωγός υπόσχεται στον προμηθευτή την πώληση μιας ποσότητας ενέργειας σε μια τιμή με βάση το μέσο κόστος του με ένα περιθώριο κέρδους. Αυτή είναι η κανονική αγορά που λειτουργεί για όλα τα προϊόντα, με το κόστος να μην διαμορφώνεται χρηματιστηριακά αλλά με βάση το μέσο κόστος παραγωγής.

Στη φυσιολογική λειτουργία της αγοράς ενέργειας ο προμηθευτής διαμορφώνει την τιμή του τιμολογίου με βάση το σταθμισμένο μέσο κόστος με το οποίο αγοράζει ενέργεια.

Οπότε όταν αγοράζει το μεγαλύτερο μέρος από διμερή συμβόλαια (από τρίτους ή τον εαυτό του) σε σταθερή σχετικά τιμή που αντανακλά το κόστος και όχι το χρηματιστήριο, ακόμα και αν το υπόλοιπο το αγοράζει στο χρηματιστήριο, η σταθμισμένη μέση τιμή θα είναι κατά πολύ σταθερή και κοστοστρεφής.

Αναφέρεται συχνά από την αντιπολίτευση  ότι θα είχαμε χαμηλότερο  ενεργειακό κόστος αν η ΔΕΗ ήταν κρατική;  Τι πιστεύετε;

Η ΔΕΗ και τώρα είναι κρατική σε ένα ποσοστό, αλλά το θέμα είναι αν θέλουμε ή όχι να έχει στόχο το κέρδος. Αν η ΔΕΗ δεν είχε στόχο το κέρδος, δεν θα μπορούσε να κάνει τις μεγάλες επενδύσεις που απαιτείται για να παραμείνει ισχυρή.

Όποιος νομίζει ότι η κρατική ΔΕΗ θα μπορούσε να μη στοχεύει στο κέρδος αλλά στο να πουλάει φθηνά ρεύμα, δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία των επενδύσεων για να παραμείνει ανταγωνιστική.

Τελικά υπάρχει όφελος από το target model, και ποιο είναι αυτό;

Ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός που θα έφερνε το target model και με δεδομένο ότι περνάνε από αυτό και οι εισαγωγές εξαγωγές αναμενόταν ότι θα εξομαλύνει τις διαφορές τιμών. Στις υπόλοιπες αγορές δεν ταυτίζεται η χονδρεμπορική τιμή που είναι χρηματιστηριακή με την τιμή της ενέργειας που διαμορφώνεται και με συμβόλαια, αυτό δηλαδή που συμβαίνει στην Ελλάδα.

Η σωστή φράση λοιπόν είναι ότι το target model θα φέρει μικρότερο κόστος ανταλλαγών ενέργειας μεταξύ των κρατών, αλλά η τιμή της ενέργειας στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, δεν εξαρτάται μόνο από αυτό, αφού η χρηματιστηριακή τιμή επηρεάζει μέχρι 20% την τιμή της ενέργειας. Στην Ελλάδα καθορίζει την τιμή κατά 100%. Αν οι διασυνδέσεις ήταν πολλές και με μεγάλη χωρητικότητα η χρηματιστηριακή τιμή θα ήταν ίδια σε όλες τις χώρες, γιατί δεν θα γίνονταν συμφορήσεις, θα κυκλοφορούσε η ενέργεια με βάση την προσφορά και τη ζήτηση και η χρηματιστηριακή της τιμή θα ήταν η ίδια παντού.

Η έκθεση του Mario Draghi για την ανταγωνιστικότητα, που  κυκλοφόρησε, περιλαμβάνει σύσταση τριών σημείων για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ποια είναι αυτά;

Οι συστάσεις είναι πανομοιότυπες με τις προτάσεις που υποβάλαμε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά τη διάρκεια της κρίσης των τιμών του φυσικού αερίου στα τέλη του 2022. Έχουν επίσης αποτελέσει αντικείμενο επίσημων επιστολών που έστειλε η ελληνική κυβέρνηση κατά την ίδια περίοδο.

Το πρώτο σημείο είναι απαραίτητο για την αποσύνδεση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας από τις τιμές του φυσικού αερίου, καθώς οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας επεκτείνονται και είναι πολύ λιγότερο δαπανηρές από την ηλεκτρική ενέργεια από φυσικό αέριο. Ιδανικά, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν ένα σταθμισμένο άθροισμα αφενός κόστους ανανεώσιμων πηγών ενέργειας συν πυρηνικά (χαμηλό και σταθερό κόστος) αφετέρου κόστους εξισορρόπησης ηλεκτρικής ενέργειας (υψηλό και ευμετάβλητο κόστος με βάση το φυσικό αέριο). Με αυτόν τον τρόπο, οι τιμές αντικατοπτρίζουν το πραγματικό κόστος, θα είναι χαμηλότερες από σήμερα και λιγότερο ασταθείς. Οι κρατικές συμβάσεις για οικονομικές διαφορές (CFD) αποτελούν το κατάλληλο εργαλείο για την επίτευξη του ιδανικού καθορισμού των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας που αντικατοπτρίζει το πραγματικό κόστος.

Το δεύτερο σημείο τονίζει τη σημασία της διατήρησης της αρχής του οριακού κόστους για την χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της αγοράς μόνο στην εξισορρόπηση, δηλαδή στη συμπλήρωση των μεταβλητών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στην παροχή εφεδρειών.

Βεβαίως οι τιμές του φυσικού αερίου θα οδηγούν τις τιμές της αγοράς αυτής, αλλά το ειδικό βάρος του κόστους της αγοράς αυτής στο σύνολο τους κόστους θα είναι μικρό, επομένως θα έχει μικρό αντίκτυπο στο άθροισμα του κόστους (διμερή συμβόλαια και χονδρική αγορά) που θα καθορίζει τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Το διασυνοριακό εμπόριο και η σύζευξη των διακρατικών αγορών παραμένουν επίσης μέρος της αγοράς εξισορρόπησης (χονδρική αγορά), η οποία θα συνεχίσει να διέπεται από την αρχή του οριακού κόστους, αλλά και πάλι, το σχετικό μερίδιο της εξισορρόπησης, συμπεριλαμβανομένου του διασυνοριακού εμπορίου, στο συνολικό κόστος θα παραμείνει χαμηλό.

Το τρίτο σημείο είναι ένα προληπτικό μέτρο για την αντιμετώπιση έκτακτων κρίσεων τιμών και βασίζεται ακριβώς στο μέτρο που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα και στη συνέχεια εφαρμόστηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη κατά τη διάρκεια της κρίσης των τιμών του φυσικού αερίου το 2022.

Το μέτρο βασίζεται σε ένα clawback (επιστροφή χρηματικού ποσού ) των «απροσδόκητων» κερδών των τεχνολογιών από τις αγορές χονδρικής, το οποίο εφαρμόζεται κυρίως για τεχνολογίες που δεν καθορίζουν τις τιμές της χονδρικής αγοράς (τις λεγόμενες υποπεριθωριακές τεχνολογίες). Η συνύπαρξη CFD για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας διασφαλίζει μακρόχρονη χρηματοδοτική βεβαιότητα των επενδύσεων και έτσι αναιρεί τυχόν ανεπιθύμητες επιπτώσεις του μέτρου.

Σε μεγάλο βαθμό, και τα τρία μέτρα περιλαμβάνονται στην αναθεωρημένη οδηγία για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που εγκρίθηκε από την ΕΕ το 2023, η οποία δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί στην εθνική νομοθεσία.

Ειδικότερα, για την Ελλάδα, η οποία πάσχει από υψηλό βαθμό μετακύλισης των τιμών χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας (συμπεριλαμβανομένων των αυξήσεων και της μεταβλητότητας) στα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας των καταναλωτών, έχει μεγάλη σημασία η εφαρμογή της οδηγίας το συντομότερο δυνατό με λεπτομερή και προσεκτικό σχεδιασμό, σύμφωνα με τις τρεις συστάσεις του Draghi.

Διαβάστε επίσης:

Σκυλακάκης: Οι διαφοροποιήσεις στις τιμές ενέργειας εντός της ΕΕ πρέπει να αντιμετωπιστούν από ευρωπαϊκές πολιτικές

Απάντηση φον ντερ Λάιεν στην επιστολή Μητσοτάκη: Στόχος να πέσουν οι τιμές ενέργειας στην Ευρώπη

Π. Μαρινάκης: Εξωγενείς οι αιτίες για τις τιμές στην ενέργεια – Ικανοποιητικό το ότι η Φον ντερ Λάιεν αναγνωρίζει το πρόβλημα