ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Οι Κοινότητες Πολιτών μπορούν να κατέχουν, να συστήνουν, να μισθώνουν και να διαχειρίζονται δίκτυα διανομής (τύπου ΔΕΔΔΗΕ) στην περιοχή που δραστηριοποιούνται, ενώ ο ηλεκτρικός χώρος που διατίθεται για συστήματα παραγωγής ενέργειας και αποθήκευσης ανέρχεται σε 2 GW με όριο ισχύος τα 100 kW για νομικά πρόσωπα και τα 10 kW για τις κατοικίες.
ΤΑ παραπάνω προβλέπει μεταξύ άλλων, το νομοσχέδιο που έδωσε χθες σε δημόσια διαβούλευση το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με το οποίο ενσωματώνει ευρωπαϊκή οδηγία για την κατανάλωση ενέργειας από ΑΠΕ, δίνοντας πρόσβαση στην πράσινη ενέργειας σε περισσότερες κοινωνικές ομάδες.
Αυτοκατανάλωση
Με βάση το νέο σχεδιασμό, δικαίωμα σύμπραξης στο θεσμό των ενεργειακών κοινοτήτων αποκτούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν πληγεί σφοδρά από το κύμα της ενεργειακής κρίσης ενώ ανάλογες δυνατότητες προσφέρονται και στον οικιακό τομέα παρέχοντας για πρώτη φορά σε ενοικιαστές το δικαίωμα της αυτοκατανάλωσης και μάλιστα προβλέποντας κίνητρα διευκόλυνσης από τους ιδιοκτήτες ώστε να απλοποιηθούν οι διαδικασίες.
Στο πλαίσιο αυτό, τουλάχιστον δύο αυτοκαταναλωτές που βρίσκονται στο ίδιο κτίριο μπορούν να συμμετέχουν από κοινού σε δραστηριότητες και να ρυθμίζουν μεταξύ τους τον επιμερισμό της ενέργειας που παράγεται από τους «πράσινους» σταθμούς τους. Στον ενεργειακό συμψηφισμό, υπό το σχήμα της συλλογικής αυτοκατανάλωσης, μπορούν να ενταχθούν και καταναλώσεις κοινοχρήστων σε κτίρια.
Οι αυτοκαταναλωτές που λειτουργούν ως ομάδα, από κοινού συνάπτουν μια σύμβαση που καθορίζει τις απαιτήσεις πρόσβασης των μελών στην ενεργειακή κοινότητα και ορίζουν έναν υπεύθυνο – εκπρόσωπο, για τη διαχείριση των δραστηριοτήτων τους, ο οποίος τους εκπροσωπεί έναντι τρίτων.
Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μετά από γνώμη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, ορίζεται ο τρόπος με τον οποίο ενεργούν οι αυτοκαταναλωτές από κοινού, συμμετέχουν στις δραστηριότητες και επιμερίζουν την παραγόμενη ενέργεια.
Μικρομεσαίες επιχειρήσεις με ελάχιστο αριθμό 15 μελών θα μπορούν μέσω των Κοινοτήτων Ανανεώσιμων Πηγών, να αξιοποιήσουν τα πλεονεκτήματα του εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού δηλαδή θα μπορούν να παράγουν ενέργεια από φωτοβολταϊκά που είναι εγκατεστημένα σε απομακρυσμένες περιοχές και όχι στο ίδιο κτίριο που είναι μια επιχείρηση. Οι επιχειρήσεις μάλιστα αυτές, για να αντιμετωπίσουν την ηλεκτρική συμφόρηση που επικρατεί στο δίκτυο διανομής του ΔΕΔΔΗΕ, θα μπορούν να συνδέονται και με το δίκτυο υψηλής τάσης.
Η ρύθμιση του ΥΠΕΝ εισάγει στο καθεστώς των ενεργειακών κοινοτήτων και τους ΟΤΑ α΄και β΄βαθμού αλλά και συνδεδεμένες επιχειρήσεις και αγροτικούς συνεταιρισμούς, ώστε να μπορούν να συστήνουν ενεργειακές κοινότητες για ιδιοκατανάλωση ή πώληση ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, να δραστηριοποιούνται στην αποθήκευση, στην σωρευτική εκροσώπηση (ΦΟΣΕ) και στην παροχή υπηρεσιών φόρτισης.
Οι ΚΑΕ μπορούν επίσης να εντάσσονται στον εκάστοτε αναπτυξιακό νόμο, ως διακριτή μορφή συνεταιριστικής οργάνωσης, καθώς και σε άλλα προγράμματα που χρηματοδοτούνται από εθνικούς πόρους ή πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα και με τους κανόνες των κρατικών ενισχύσεων.
Προγράμματα εγκατάστασης φωτοβολταϊκών συστημάτων
Με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μπορούν να προκηρύσσονται προγράμματα εγκατάστασης φωτοβολταϊκών συστημάτων και συστημάτων αποθήκευσης από Κοινότητες Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας προς εφαρμογή του εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού, με χρηματοδότηση από πόρους της ΕΕ και του Εθνικού Προγράμματος Ανάπτυξης.
Οι Κοινότητες αυτές εξαιρούνται από την υποχρέωση υποβολής Εγγυητικής Επιστολής Βεβαίωσης Παραγωγού καθώς και από την καταβολή τέλους υποβολής αίτησης για Βεβαίωση Παραγωγού στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και Οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης στους αρμόδιους Διαχειριστές. Επιπλέον, για τις ΚΑΕ το Τέλος Δέσμευσης Φυσικού Χώρου Εγκατάστασης, καθώς και το Τέλος Παράτασης Εγκατάστασης και Δέσμευσης Ηλεκτρικού Χώρου μειώνονται κατά πενήντα τοις εκατό (50%).
Τι προβλέπει η Οδηγία (ΕΕ) 2019/944
Μεταξύ άλλων η Οδηγία που ενσωματώνεται στο εθνικό δίκαιο με το νέο νομοσχέδιο, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία και το ρόλο του καταναλωτή στην ενεργειακή αγορά.
Όπως αναφέρει, όλες οι ομάδες πελατών (βιομηχανία, επιχειρήσεις και νοικοκυριά) θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας για να διαθέτουν προς πώληση την ευελιξία τους και την αυτοπαραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια.
Θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα στους πελάτες να επωφελούνται πλήρως από τα πλεονεκτήματα της σωρευτικής εκπροσώπησης της παραγωγής και της προμήθειας σε ευρύτερες περιοχές και από τον διασυνοριακό ανταγωνισμό.
Οι συμμετέχοντες στην αγορά που δραστηριοποιούνται στη σωρευτική εκπροσώπηση αναμένεται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο ως μεσάζοντες μεταξύ των ομάδων καταναλωτών και της αγοράς.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να επιλέγουν το κατάλληλο μοντέλο εφαρμογής και την κατάλληλη προσέγγιση διακυβέρνησης για την ανεξάρτητη σωρευτική εκπροσώπηση, τηρώντας παράλληλα τις γενικές αρχές που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Αυτό το μοντέλο ή αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να περιλαμβάνει αρχές βασιζόμενες στην αγορά ή ρυθμιστικές αρχές που προσφέρουν λύσεις οι οποίες συνάδουν με την παρούσα οδηγία, όπως μοντέλα στο πλαίσιο των οποίων διορθώνονται ανισορροπίες ή εισάγονται διορθώσεις της περιμέτρου.
Το μοντέλο που επιλέγεται θα πρέπει να περιλαμβάνει διαφανείς και δίκαιους κανόνες που να επιτρέπουν σε ανεξάρτητους φορείς σωρευτικής εκπροσώπησης να αναλαμβάνουν αυτόν τον ρόλο και να εξασφαλίζει ότι ο τελικός πελάτης θα ωφελείται επαρκώς από τη δραστηριότητά τους. Τα προϊόντα θα πρέπει να καθοριστούν σε όλες τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των επικουρικών υπηρεσιών και των αγορών δυναμικότητας, ώστε να ενισχυθεί η συμμετοχή της απόκρισης ζήτησης.
Απόκριση ζήτησης
Η απόκριση ζήτησης (demand response), αναφέρει η οδηγία, είναι καθοριστικής σημασίας ώστε να καταστεί εφικτή η έξυπνη φόρτιση των ηλεκτρικών οχημάτων και, συνεπώς, να καταστεί εφικτή η αποτελεσματική ενσωμάτωση των ηλεκτρικών οχημάτων στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, γεγονός καίριο για τη διαδικασία απαλλαγής των μεταφορών από εκπομπές άνθρακα.
Οι καταναλωτές θα πρέπει να είναι σε θέση να καταναλώνουν, να αποθηκεύουν ή/και να πωλούν αυτοπαραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια στην αγορά και να συμμετέχουν σε όλες τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας παρέχοντας ευελιξία στο σύστημα, για παράδειγμα μέσω αποθήκευσης ενέργειας, όπως αποθήκευση χρησιμοποιώντας ηλεκτρικά οχήματα μέσω
απόκρισης ζήτησης ή μέσω καθεστώτων ενεργειακής απόδοσης.
Να αρθούν τα εμπόδια που αποτρέπουν τους καταναλωτές από την αυτοπαραγωγή
Στο μέλλον, όπως σημειώνεται, οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις θα διευκολύνουν τις εν λόγω δραστηριότητες. Εντούτοις, υφίστανται νομικοί και εμπορικοί φραγμοί, μεταξύ άλλων, για
παράδειγμα, δυσανάλογα τέλη για την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνεται εσωτερικά, υποχρεώσεις τροφοδότησης της αυτοπαραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στο σύστημα ενέργειας, διοικητικός φόρτος π.χ. υποχρέωση των αυτοπαραγωγών που πωλούν ηλεκτρική ενέργεια στο σύστημα να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους προμηθευτές, κ.λπ.
Είναι απαραίτητο να αρθούν όλα αυτά τα εμπόδια που αποτρέπουν τους καταναλωτές από την αυτοπαραγωγή και από την κατανάλωση, την αποθήκευση και την πώληση αυτοπαραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στην αγορά, ενώ παράλληλα θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι οι καταναλωτές που είναι αυτοπαραγωγοί συνεισφέρουν επαρκώς στο κόστος του συστήματος.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να έχουν διαφορετικές διατάξεις σε νομοσχέδιο στην εθνική τους νομοθεσία όσον αφορά τους φόρους και τις εισφορές για τους μεμονωμένους και τους από κοινού δρώντες ενεργούς πελάτες, καθώς και για τα νοικοκυριά και άλλους τελικούς πελάτες.
Οι τεχνολογίες κατανεμημένης ενέργειας (distributed energy resources) και η ενίσχυση της θέσης των καταναλωτών έχουν καταστήσει την κοινοτική ενέργεια έναν αποτελεσματικό και οικονομικά αποδοτικό τρόπο να ικανοποιούνται οι ανάγκες και οι προσδοκίες των πολιτών όσον αφορά τις πηγές ενέργειας, τις υπηρεσίες και την τοπική συμμετοχή.
Στόχος η φθηνή ενέργεια από ΑΠΕ και η καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας
Οι κοινοτικές πρωτοβουλίες για την ενέργεια εστιάζουν κυρίως στην παροχή οικονομικά προσιτής ενέργειας συγκεκριμένου είδους, όπως είναι η ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, στα μέλη ή τους μετόχους τους, και όχι κατά προτεραιότητα στην επιδίωξη κέρδους όπως οι παραδοσιακές επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας. Με την άμεση εμπλοκή των καταναλωτών, οι κοινοτικές πρωτοβουλίες για την ενέργεια αποδεικνύουν τη και καταναλωτικών συνηθειών, μεταξύ άλλων, των έξυπνων δικτύων διανομής και της απόκρισης ζήτησης, κατά τρόπο ολοκληρωμένο. Επιπλέον, η ενέργεια μπορεί να ενισχύσει την ενεργειακή απόδοση όσον αφορά τα νοικοκυριά και να συμβάλει στην καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας με μειωμένη κατανάλωση και χαμηλότερα τιμολόγια προμήθειας.
Η κοινοτική Οδηγία επιτρέπει επίσης σε ορισμένες ομάδες οικιακών καταναλωτών να συμμετέχουν στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι ενδεχομένως να μην μπορούσαν υπό διαφορετικές συνθήκες. Όταν λειτουργούν επιτυχώς, οι εν λόγω πρωτοβουλίες αποφέρουν στην κοινότητα οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό όφελος το οποίο υπερβαίνει τα απλά πλεονεκτήματα που συνεπάγεται η παροχή ενεργειακών υπηρεσιών.
Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να αναγνωριστούν ορισμένες κατηγορίες πρωτοβουλιών πολιτών στον τομέα της ενέργειας σε ενωσιακό επίπεδο ως «ενεργειακές κοινότητες πολιτών», ώστε να τους παρασχεθούν ένα πρόσφορο πλαίσιο, δίκαιη μεταχείριση, ίσοι όροι ανταγωνισμού και ένας ακριβής κατάλογος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Οι οικιακοί πελάτες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν οικειοθελώς σε κοινοτικές πρωτοβουλίες για την ενέργεια και να αποχωρούν από αυτές, χωρίς να χάνουν την πρόσβαση στο δίκτυο που τελεί υπό τη διαχείριση της κοινοτικής πρωτοβουλίας για την ενέργεια ούτε τα δικαιώματά τους ως καταναλωτών. Η πρόσβαση στο δίκτυο μιας ενεργειακής κοινότητας πολιτών θα πρέπει να χορηγείται με δίκαιους όρους που αντικατοπτρίζουν το κόστος.
Ενεργειακές κοινότητες
Στις ενεργειακές κοινότητες πολιτών θα πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν όλες οι κατηγορίες οντοτήτων. Ωστόσο, οι εξουσίες λήψης αποφάσεων εντός μιας ενεργειακής κοινότητας πολιτών θα πρέπει να περιορίζονται στα μέλη ή τους μετόχους που δεν ασκούν μεγάλης κλίμακας εμπορική δραστηριότητα και για τους οποίους ο ενεργειακός τομέας δεν συνιστά πρωταρχικό τομέα οικονομικής δραστηριότητας. Οι διατάξεις για τις ενεργειακές κοινότητες πολιτών αφορούν τη συνεργασία πολιτών ή τοπικών παραγόντων που πρέπει να αναγνωρίζεται και να προστατεύεται δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.
Ο ορισμός των ενεργειακών κοινοτήτων πολιτών δεν εμποδίζει την ύπαρξη άλλων πρωτοβουλιών πολιτών, όπως αυτών που απορρέουν από συμφωνίες ιδιωτικού δικαίου. Επομένως, τα κράτη μέλη θα πρέπει αν έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν οποιαδήποτε μορφή οντότητας για τις ενεργειακές κοινότητες πολιτών, για παράδειγμα ένωση, συνεταιρισμό, εταιρική σχέση, μη κερδοσκοπικό οργανισμό ή μικρή ή μεσαία επιχείρηση, υπό την προϋπόθεση ότι η οντότητα αυτή μπορεί, ενεργώντας για ίδιο λογαριασμό, να ασκεί δικαιώματα και να υπέχει υποχρεώσεις.
Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις θα πρέπει να εφαρμόζονται σε συνάρτηση με τους επιτελούμενους ρόλους, όπως του τελικού πελάτη, του παραγωγού, του προμηθευτή ή του διαχειριστή συστημάτων διανομής. Οι ενεργειακές κοινότητες πολιτών δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζουν κανονιστικούς περιορισμούς εάν εφαρμόζουν υφιστάμενες ή μελλοντικές τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών για την από κοινού χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από πάγια στοιχεία παραγωγής εντός της ενεργειακής κοινότητας πολιτών μεταξύ των μελών ή των μετόχων της βάσει των αρχών της αγοράς, για παράδειγμα με την αντιστάθμιση της συνιστώσας της ενέργειας για τα μέλη που χρησιμοποιούν τη διαθέσιμη εντός της κοινότητας παραγωγή, ακόμη και μέσω του δημόσιου δικτύου, εφόσον αμφότερα τα σημεία μέτρησης ανήκουν στην κοινότητα.
H από κοινού χρήση ηλεκτρικής ενέργειας επιτρέπει στα μέλη να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια από τις μονάδες παραγωγής εντός της κοινότητας χωρίς να βρίσκονται σε άμεση φυσική εγγύτητα ή πίσω από μοναδικό σημείο μέτρησης.
Η Οδηγία προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να επιτρέπουν σε μια ενεργειακή κοινότητα πολιτών να καθίσταται διαχειριστής συστήματος διανομής είτε βάσει του γενικού καθεστώτος είτε ως «φορέας εκμετάλλευσης κλειστού συστήματος διανομής», όπως αποκαλείται. Από τη στιγμή που μια ενεργειακή κοινότητα πολιτών λάβει το καθεστώς του διαχειριστή συστήματος διανομής, θα πρέπει να τυγχάνει της ίδιας μεταχείρισης και να υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις με τους διαχειριστές συστημάτων διανομής.
Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας για τις ενεργειακές κοινότητες πολιτών απλώς αποσαφηνίζουν πτυχές της διαχείρισης των συστημάτων διανομής που είναι πιθανόν να έχουν σημασία για τις ενεργειακές κοινότητες πολιτών, ενώ άλλες πτυχές της διαχείρισης των συστημάτων διανομής εφαρμόζονται με βάση τις διατάξεις σχετικά με τους διαχειριστές συστημάτων διανομής.