Δέκα μεγάλα λάθη πολιτικής που έγιναν που έγιναν, είτε από την Ελλάδα είτε από τους επίσημους πιστωτές, και αύξησαν αχρείαστα το κόστος και τη διάρκεια της οικονομικής προσαρμογής, καθώς και 11 εμπόδια που υπονομεύουν την επίτευξη ταχύτερης και διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης εντοπίζει μελέτη της Eurobank, με τίτλο “Διδάγματα από την ελληνική κρίση”. Συγγραφείς της μελέτης είναι οι  Νικόλαος Καραμούζης, Πρόεδρος ΔΣ της Eurobank, και Δρ. Τάσος Αναστασάτος, Επικεφαλής Οικονομολόγος της Eurobank και Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της ΕΕΤ.

Όπως επισημαίνουν, τα προειδοποιητικά σήματα των οικονομικών δεικτών αγνοήθηκαν σε μεγάλο βαθμό, όχι μόνο εγχωρίως, αλλά και από τις διεθνείς αγορές, τους οίκους αξιολόγησης και τα επίσημα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, που απέτυχαν να προβλέψουν την κρίση.

Στη μελέτη τονίζεται ότι θα απαιτηθούν υψηλά και χωρίς προηγούμενο ποσοστά αύξησης των εξαγωγών και των επενδύσεων για τουλάχιστον 10 χρόνια για την επίτευξη ετήσιων ρυθμών ανάπτυξης του ΑΕΠ  άνω του 3% τα επόμενα χρόνια.

Η υλοποίηση αυτών των φιλόδοξων στόχων θα απαιτήσει συνέχιση και εμβάθυνση των αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων, καθώς και προσήλωση στη δημοσιονομική, χρηματοπιστωτική και θεσμική σταθερότητα.

Όπως υπογραμμίζεται, η ισχυρή πολιτική κυριότητα της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας, οι εμπροσθοβαρείς μεταρρυθμίσεις, η έγκαιρη αντιμετώπιση των προβλημάτων και η αποφυγή μετάδοσής τους σε άλλους κλάδους και δραστηριότητες της οικονομίας είναι τα κλειδιά για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και τη διασφάλιση των προϋποθέσεων για ισχυρή μελλοντική ανάπτυξη.

Τα λάθη

Η μελέτη αναφέρεται ειδικότερα στα 10 μεγάλα λάθη πολιτικής και σοβαρών παρανοήσεων που έγιναν, είτε από την Ελλάδα, είτε από τους επίσημους πιστωτές:

Ι. Η απουσία πειστικής δέσμευσης μέρους της πολιτικής ηγεσίας στο να γίνει “οτιδήποτε απαιτείται” για να αντιμετωπιστούν τα συσσωρευόμενα προβλήματα της χώρας, σε συνδυασμό με τον χαμηλό βαθμό πολιτικής και κοινωνικής κυριότητας των αναγκαίων και μεγάλων μεταρρυθμίσεων και ενίοτε την αντίσταση σε αυτές, χωρίς όμως ένα συγκροτημένο εναλλακτικό σχέδιο αποκατάστασης της κανονικότητας στη χώρα. Η εφαρμογή των προγραμμάτων προσαρμογής ήταν ενίοτε διστακτική  ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2015 έγινε η επιλογή της ανοιχτής σύγκρουσης με τεράστιο κόστος.

Συχνά, ο πολιτικός διάλογος εκτρεπόταν σε διαγκωνισμό για βραχυχρόνιο πολιτικό κέρδος με όχημα λαϊκιστικές και αντι-μεταρρυθμιστικές πολιτικές.

Οι πολίτες οδηγήθηκαν να πιστέψουν ότι υπήρχε διαθέσιμη κάποια ηπιότερη εναλλακτική, με μικρότερο κοινωνικό και οικονομικό κόστος.

Αυτά τα φαινόμενα οδήγησαν σε σοβαρές καθυστερήσεις και υπαναχωρήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των απαιτούμενων μέτρων και υπονόμευσαν την εμπιστοσύνη των πολιτών και των αγορών στο πρόγραμμα.

ΙΙ. Η Ευρώπη ήταν απροετοίμαστη για την αντιμετώπιση τραπεζικών και δημοσιοοικονομικών κρίσεων καθώς δε διέθετε το θεσμικό και νομικό πλαίσιο, τους μηχανισμούς και την εμπειρία για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους.

ΙΙΙ. Τα οικονομικά υποδείγματα και οι υποθέσεις που εφαρμόστηκαν από τους επίσημους πιστωτές είχαν σε κάποιες περιπτώσεις θεμελιώδη ελαττώματα: χρησιμοποιήθηκαν χαμηλοί δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές και δεν συνυπολογίστηκε η επίδραση της απώλειας εμπιστοσύνης και των καθυστερήσεων, με αποτέλεσμα να υποτιμηθεί η υφεσιακή επίδραση της δημοσιονομικής προσαρμογής, το δε μείγμα των μέτρων που επιλέχτηκε διεύρυνε περαιτέρω την υφεσιακή επίδραση. Επιπλέον, υποτιμήθηκε ο πολιτικός κίνδυνος.

Δεν εκτιμήθηκε η σημασία της πολιτικής σταθερότητας, της αποτελεσματικότητας και ανεξαρτησίας των θεσμών και της ξεκάθαρης κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής στην επενδυτική εμπιστοσύνη και τα risk premia.

Τέλος, ο κακός συντονισμός, οι εντάσεις και οι διαφωνίες μεταξύ των θεσμών των δανειστών καθυστέρησαν τη λήψη αποφάσεων σχετικά με βασικές πρωτοβουλίες πολιτικής ή οδήγησαν σε αναποτελεσματικούς συμβιβασμούς.

IV. Η ελληνική κυβέρνηση το 2015, αλλά και οι πιστωτές σε άλλες περιπτώσεις, κατέφυγαν σε ανταλλαγή απειλών (chicken game) για ένα πιθανό Grexit, αγνοώντας τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της αδιέξοδης στρατηγικής, με αποτέλεσμα η χώρα πράγματι να πλησιάσει δύο φορές σε μια καταστροφική έξοδο από την ευρωζώνη, ενδεχόμενο που, ιδίως το 2015, απεφεύχθη την ύστατη ώρα.

Eνώ το 2014 άρχισε με τους οικονομικούς δείκτες να καταγράφουν πρόοδο, η προοπτική των επερχόμενων εκλογών αύξησε τους κινδύνους και την αβεβαιότητα στις αγορές προς το τέλος του έτους.

Η συγκρουσιακή προσέγγιση της κυβέρνησης το 2015 (στην οποία οι δανειστές απάντησαν με άκαμπτη στάση), οδήγησε σε πλήρη αποκλεισμό της χώρας από τις αγορές και τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα, κατάφερε ισχυρό πλήγμα στην εμπιστοσύνη των καταθετών, των επενδυτών και την τραπεζική σταθερότητα, οδηγώντας τελικά σε bank run, επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και συνεισέφερε στην επιστροφή της χώρας σε ύφεση το 2015 και την επιδείνωση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.

Αντίθετα, η συνεργατική λύση της συμφωνίας του Αυγούστου του 2015 (με τη συμφωνία των περισσότερων κομμάτων) επανέφερε τη χώρα σε σταθεροποιητική πορεία.

V. Τα προγράμματα προσαρμογής δεν επικεντρώθηκαν αρχικά στην ανάγκη εμπροσθοβαρών φιλοαναπτυξιακών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Τα μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και την εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης και των δαπανών, την απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης καθυστέρησαν, γεγονός που επιδείνωσε το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της προσαρμογής, κυρίως λόγω του ότι η δημοσιονομική προσαρμογή στηρίχθηκε στην υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση και την οριζόντια μείωση μισθών και συντάξεων. Επιπλέον, το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ξεκίνησε με μεγάλη καθυστέρηση και τα αποτελέσματά του ακόμη είναι περιορισμένα.

VI. Η δημοσιονομική κρίση και οι ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών επετράπη να διαχυθούν στον τραπεζικό τομέα και να επιμολύνουν την εμπιστοσύνη καταθετών και επενδυτών, μετατρέποντάς τους σε μεγάλους επιταχυντές της κρίσης.

VΙI. Το μη βιώσιμο δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν αναδιαρθρώθηκε στα πρώτα στάδια της κρίσης, μια πρωτοβουλία που θα μπορούσε να είχε συγκρατήσει τη δυναμική του χρέους, χαλαρώνοντας έτσι το βάρος των μέτρων λιτότητας. Αυτό έγινε, όχι μόνο από τον φόβο του ηθικού κινδύνου (moral hazard), αλλά και για την προστασία των ευρωπαϊκών τραπεζών οι οποίες είχαν σημαντική έκθεση σε ελληνικό πιστωτικό κίνδυνο, και την προστασία της υπόλοιπης Ευρωζώνης από τη μετάδοση της ελληνικής κρίσης.

VΙIΙ. Ο μηχανισμός μετάδοσης της χαλαρής νομισματικής πολιτικής δεν λειτούργησε για την περιφέρεια του ευρώ και ιδιαίτερα για την Ελλάδα (λόγω των άκαμπτων κανόνων αλλά με ευθύνη και της ίδιας της Ελλάδας η οποία δεν κατάφερε να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ).

Επικράτησαν περιοριστικές συνθήκες ρευστότητας και πολύ υψηλά επιτόκια, σε αντίθεση με τις πολύ ευνοϊκές χρηματοπιστωτικές συνθήκες στην υπόλοιπη Ευρωζώνη. Ως αποτέλεσμα, η νομισματική πολιτική, αντί να μετριάζει, μεγέθυνε τις επιπτώσεις των αναγκαίων μέτρων λιτότητας.

X. Τα προγράμματα προσαρμογής δεν μπόρεσαν να υπολογίσουν σωστά την αρνητική επίδραση από τη σοβαρή απομείωση του πλούτου των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων (negative wealth effect) που προέκυψε από την πτώση των τιμών των ακινήτων, των μετοχών, των ομολόγων και των παραγωγικών συντελεστών και την επακόλουθη επίπτωση αυτής στις προσδοκίες και την οικονομική εμπιστοσύνη.

XI. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της κρίσης στο δυνητικό ΑΕΠ υποεκτιμήθηκαν. Το υπόδειγμα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προ κρίσεως ήταν μη βιώσιμο και εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι η διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών θα αρκούσε για την αντιστροφή της υφεσιακής επίπτωσης της προσαρμογής.

Ωστόσο, τα λάθη στο σχεδιασμό των προγραμμάτων και η κρίση εμπιστοσύνης οδήγησαν σε επιμήκυνση της κρίσης και μια πιο μακροχρόνια απαξίωση του κεφαλαιουχικού αποθέματος της ελληνικής οικονομίας, σημαντική μείωση του εργατικού δυναμικού (εν μέρει εξαιτίας της αύξησης της μετανάστευσης νέων Ελλήνων κι επαγγελματιών στο εξωτερικό) και μείωση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών. Αυτές οι τάσεις υπονομεύουν καθοριστικά τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της χώρας.

Οι προκλήσεις

Η μελέτη παρουσιάζει τις θετικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία, μετά την εφαρμογή των προγραμμάτων προσαρμογής, καθώς και τις βασικές προκλήσεις που παραμένουν και λειτουργούν ως τροχοπέδη στην επιτάχυνση της ανάπτυξης. Η αντιμετώπισή τους, όπως τονίζεται, αποτελεί προϋπόθεση για την είσοδο σε μία διατηρήσιμη, υψηλή και επιταχυνόμενη αναπτυξιακή διαδικασία.

Ειδικότερα, στη μελέτη αναφέρεται πως σήμερα, μετά από οκτώ επίπονα χρόνια, η Ελλάδα έχει εξέλθει των Προγραμμάτων Στήριξης και έχει σημειώσει πρόοδο σε βασικούς τομείς:

Η ανάπτυξη έχει επιστρέψει και οι πρόδρομοι δείκτες είναι θετικοί∙ η ανεργία μειώνεται∙ οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν διορθωθεί σε μεγάλο βαθμό· η συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ έχει αυξηθεί ∙ οι άμεσες ξένες επενδύσεις παρουσιάζουν ανοδική τάση∙ η Ελλάδα ξαναποκτά σταδιακά πρόσβαση στο δανεισμό από τις διεθνείς αγορές∙ οι συνθήκες ρευστότητας βελτιώνονται∙ οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων έχουν χαλαρώσει εν μέρει∙ τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) βρίσκονται σε πτωτική τροχιά και οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν με επιτυχία τα stress tests τον Ιούνιο του 2018.

Ωστόσο, οι αναλυτές της τράπεζας επισημαίνουν ότι η οικονομική ανάκαμψη και η αύξηση της απασχόλησης εξακολουθούν να παρουσιάζουν σχετικά αργούς ρυθμούς. Παραμένουν βασικά ζητήματα που εμποδίζουν την ταχύτερη και πιο διατηρήσιμη  οικονομική ανάπτυξη. Αυτά τα εμπόδια αποτελούν ένα μείγμα προβλημάτων κληροδοτημένων από την κρίση και προϋπαρχουσών διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας, οι οποίες δεν αντιμετωπίστηκαν επαρκώς στη διάρκεια των Προγραμμάτων Προσαρμογής.

Η μελέτη εντοπίζει 11 βασικές προκλήσεις οι οποίες, αν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης, δημιουργίας θέσεων εργασίας και ευημερίας:

Οι ιδιωτικές επενδύσεις παραμένουν πολύ χαμηλές, κοντά στο 1/3 των προ-κρίσης επιπέδων, χωρίς να έχει υπάρξει μέχρι στιγμής σημαντική ανάκαμψή τους.

Η ανεργία εξακολουθεί να παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα (18% τον Δεκέμβριο του 2018), η υψηλότερη στην Ευρωζώνη, και σε μεγάλο βαθμό διαρθρωτικού χαρακτήρα (νέοι, γυναίκες και εργαζόμενοι στους φθίνοντες τομείς επλήγησαν περισσότερο).

Οι εξαιρετικά υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρωζώνη, “σκοτώνουν” την οικονομία και τα κίνητρα για επενδύσεις, εργασία και παραγωγή.

Οι υψηλοί στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% του ΑΕΠ) λειτουργούν έντονα ανασταλτικά στην οικονομική ανάπτυξη.

Τα πρωτοφανή επίπεδα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (€81δις σήμερα) στον τραπεζικό τομέα συνιστούν ένα ακόμη σημαντικό εμπόδιο. Οι αγορές παραμένουν επιφυλακτικές σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών και την ικανότητά τους να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους.

Η ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών παραμένει χαμηλή, η κοινωνική πολιτική είναι αναποτελεσματική και η ικανότητα του δημόσιου τομέα να διευκολύνει τις ξένες και εγχώριες επενδύσεις ασθενής. Απαιτείται περαιτέρω εξορθολογισμός και μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης.

Η υλοποίηση βασικών μεταρρυθμίσεων για τη δημιουργία φιλικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και της εμπορικής εκμετάλλευσης της τεράστιας δημόσιας περιουσίας, καθυστερούν ή διατρέχουν τον κίνδυνο ακύρωσης/ανατροπής. Επιπλέον, απαιτείται επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης.

Τα περιθώρια (spreads) των ελληνικών ομολόγων έναντι των αντίστοιχων γερμανικώνκαι το κόστος δανεισμού επιχειρήσεων και νοικοκυριών εξακολουθούν να είναι μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρωζώνη.

Αυτό αντανακλά, όχι μόνο τις καθυστερήσεις στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και τις ανησυχίες των αγορών σχετικά με την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής, την πολιτική σταθερότητα και τη δέσμευση του πολιτικού συστήματος για την τήρηση συνετών δημοσιονομικών πολιτικών, μακροοικονομικής σταθερότητας και  ανταγωνιστικότητας, καθώς και την αποτυχία ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ από το 2015 και μετά.

Το ΑΕΠ εξακολουθεί να βασίζεται υπερβολικά στην ιδιωτική κατανάλωση (μερίδιο 68%), η οποία με τη σειρά της διατηρείται στα τρέχοντα επίπεδά της μέσω της αρνητικής αποταμίευσης των νοικοκυριών, ενώ η βελτίωση των εισοδημάτων και της παραγωγικότητας υστερεί · αυτή η κατάσταση είναι μη βιώσιμη.

Οι έλεγχοι στη διεθνή κίνηση κεφαλαίων παραμένουν σε ισχύ όσον αφορά τις μεγάλες διεθνείς συναλλαγές, παρά τη σταδιακή άρση αρκετών περιορισμών.

Η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους εξακολουθεί να είναι ευάλωτη στις μακροοικονομικές συνθήκες.

Οι προτάσεις

Η μελέτη προτείνει ένα πακέτο μέτρων πολιτικής που που θα συνεισφέρουν στην ταχύτερη ανάπτυξη:

Πολιτική απόφαση “να γίνει οτιδήποτε χρειάζεται” και υποστήριξη αυτής με τις ευρύτερες δυνατές πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις ώστε να επιτευχθούν διψήφιοι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης επενδύσεων παγίων κεφαλαίων για τα επόμενα 10 χρόνια μέσω: μείωσης φορολογικών συντελεστών, κόστους χρήματος και ενέργειας∙ κατανομής πόρων ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων υπέρ επενδυτικών στόχων∙ απλοποίησης της αδειοδότησης επενδύσεων∙ αναμόρφωσης της δημόσιας διοίκησης∙ επιτάχυνσης των ιδιωτικοποιήσεων∙ διασφάλισης πολιτικής και θεσμικής σταθερότητας. Αντίστοιχοι στόχοι και πρωτοβουλίες πρέπει να αναληφθούν και για τις εξαγωγές.

Σχεδιασμός ολοκληρωμένης πολιτικής για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων και εισροών ξένων κεφαλαίων ώστε να καλυφθεί το σημαντικό κενό ανάμεσα στην εγχώρια αποταμίευση και τις επενδύσεις,

Οριστική αντιμετώπιση του τραπεζικού προβλήματος με ταχύτατη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs), αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού και των επενδυτών στο τραπεζικό σύστημα και επιτάχυνση της επιστροφής των καταθέσεων.

Πλήρης άρση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, υπό την προϋπόθεση συνθηκών εμπιστοσύνης στις πολιτικές και το μέλλον της χώρας.

Εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την παραγωγικότητα (ενίσχυση του ανταγωνισμού, άνοιγμα αγορών, μείωση γραφειοκρατικού βάρους στο επιχειρείν, εξορθολογισμός χωροταξίας και των χρήσεων γης).

Τήρηση συνετών αλλά φιλικών προς την ανάπτυξη δημοσιονομικών πολιτικών: μείωση των φορολογικών συντελεστών, εξορθολογισμός της δομής των δημόσιων δαπανών, αναδιάρθρωση των αναποτελεσματικών και ζημιογόνων κρατικών επιχειρήσεων, αύξηση της διείσδυσης των ηλεκτρονικών πληρωμών με σκοπό την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, διεύρυνση της φορολογικής βάσης, επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και εξωτερική ανάθεση -με διαφανείς διαδικασίες και ποιοτικά κριτήρια- επιλεγμένων δημόσιων υπηρεσιών όπου είναι δυνατόν,

Επαναδιαπραγμάτευση σε κατάλληλο χρόνο των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί για τη διατήρηση υψηλών πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων  σε συνεργασία με τους επίσημους πιστωτές. Αυτό προϋποθέτει ότι η χώρα θα έχει πρώτα αποδείξει με μετρήσιμο τρόπο την προσήλωσή της στις φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική συνέπεια.

Βελτίωση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής, με την ανάπτυξη μηχανισμών (πχ. συνταγματικών προβλέψεων) για την τήρηση των εθνικών στόχων δημοσιονομικής και μακροοικονομικής σταθερότητας.