ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Τα μεγάλα σχέδια της Intralot, το παρασκήνιο για τη ΔΕΠΑ, οι νέες business του Λου Κολλάκη, έτοιμος ο Φέσσας, οι αλλαγές του Νεμπή, τα νέα πλοία του Προκοπίου, το κάλεσμα της Μήτση, οι περιπέτειες της πλατινομαλλούσας σε Βουλιαγμένη – Λεγρενά και ο ΧΧ
Η αποχώρηση της κυρίας Ηρούς Αθανασίου από το τιμόνι της μεγαλύτερης βιομηχανίας τροφίμων της χώρας και κορυφαίου διαφημιζόμενου της πατρίδας μας έσκασε σαν βόμβα πριν από λίγες εβδομάδες. Όμως η αποχώρηση της (αποπομπή;) σηματοδοτεί και μια άλλη εξέλιξη για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες. Η εταιρία περνάει στα χέρια ξένου manager για πρώτη φορά από το 1962. Σημειώνεται ότι η Unilever εισήλθε στο μετοχικό κεφάλαιο της Ελαιδας εκείνη την χρονιά. Φταίει η ίδια η όχι; Γιατί οι μέτοχοι της Unilever για πρώτη φορά από το 1962 δεν εμπιστεύονται Έλληνα manager αλλά ξένο; Τι συνέβη; Ti ανακάλυψαν; Προφανώς αυτά θα αποκαλυφθούν στην πορεία. Και προφανώς οι ιστορικές ευθύνες της κ. Αθανασίου όπως τουλάχιστον λένε στην αγορά είναι τεράστιες. Προς το παρόν διαβάστε την ιστορία της μεγάλης εταιρίας που για πάνω από 100 χρόνια την διοικούσαν Έλληνες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Ελαΐς Unilever : Η ύποπτη σιωπή της Ηρούς Αθανασίου και οι αιφνιδιαστικές αποχωρήσεις
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Όλη η ιστορία
Τις πρώτες ημέρες του 1920 έξι επιχειρηματίες της εποχής, εκ των οποίων οι δύο επαγγέλλονταν «βιομήχανοι», ο ένας ήταν φαρμακοποιός και οι δύο μηχανικοί, συνέστησαν την ετερόρρυθμο εταιρεία Αριστοτέλης Μακρής και Σία Ελληνική Βιομηχανική Εταιρεία Ελαιουργικών Επιχειρήσεων, έχοντας διακριτικό τίτλο την επωνυμία Ελαΐς.
Ετσι άρχισε τη σταδιοδρομία της στην ελληνική αγορά η μεγαλύτερη σήμερα ελαιουργική επιχείρηση της χώρας, αφού εν τω μεταξύ έζησε ως τώρα μια «πολυκύμαντη ζωή» και άλλαξε χέρια: το 1932 η Τράπεζα Χίου έγινε ο δεύτερος μεγαλομέτοχος και 50 χρόνια αργότερα, το 1982, η πλειοψηφία του μετοχικού της κεφαλαίου πέρασε στον έλεγχο της πολυεθνικής Unilever.
Η μικρασιατική καταστροφή, η οικονομική κρίση 1931-32 αλλά και η Κατοχή υπήρξαν αποφασιστικοί παράγοντες στην εξέλιξη της ελαιουργικής βιομηχανίας Ελαΐς. Μετά το 1945 η κατάσταση αλλάζει άρδην. Επουλώνονται τα τραύματα της Κατοχής και η πορεία της εταιρείας είναι σταθερά ανοδική.
Ωσπου το 1962 τη «βρίσκει» η Unilever και ο δεσμός των δύο ολοκληρώνεται ύστερα από 20 χρόνια. Τέλος, λίγο προτού εκπνεύσει ο 20ός αιώνας, η Ελαΐς κατακτά τη δεύτερη θέση στον ευρωπαϊκό διαγωνισμό για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Ποιότητας!
Η εταιρεία των έξι
Στις 5 Ιανουαρίου του 1920 οι Μελ. Γκιόκας, Χαρ. Μαυρειδόπουλος, Γ. Ευγενειάδης, Αρ. Μακρής, Πολ. Γεωργόπουλος και Στ. Σταυρής, με εταιρικό κεφάλαιο 225.000 δρχ., συστήνουν την εταιρεία.
Τρεις μήνες αργότερα μεταξύ των μετόχων εντάσσεται ο εφοπλιστής Π. Κωνσταντινίδης και στο τέλος του χρόνου συμμετέχει και ο επίσης εφοπλιστής Π. Σβολάκης. Τον ίδιο χρόνο δημιουργούνται στην περιοχή Καραϊσκάκη του Δήμου Πειραιώς οι εγκαταστάσεις, καθώς και σπορελαιουργείο δυναμικότητας 200 τόνων ελαιοσπόρων μηνιαίως, με 17 εργαζομένους.
Το διάστημα των επόμενων τριών χρόνων η επιχείρηση ενισχύεται οικονομικά με συνεχείς αυξήσεις κεφαλαίου και μέσα σε δύο χρόνια, το 1923 και το 1924, η εταιρεία συνάπτει δύο ενυπόθηκα δάνεια 5.000 λιρών το καθένα, από την Τράπεζα Χίου των αδελφών Πασπάτη. Ωστόσο το πιστωτικό άνοιγμα της Τράπεζας Χίου προς την εταιρεία συνεχίζεται και το 1929 έχει φθάσει ήδη στις 24.000 λίρες. Οι Ν. και Α. Πασπάτης, «αφεντικά» της Τράπεζας, δέχονται με προσωπική τους εγγύηση να χορηγήσουν δάνειο 12.000-15.000 λιρών, με την προϋπόθεση όμως να μετατραπεί σε ΕΠΕ ή ΑΕ και η Τράπεζα να συμμετάσχει ως μέτοχος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η περίοδος που συμπίπτει με την παγκόσμια οικονομική κρίση είναι εξαιρετικά περίπλοκη για την ίδια την εταιρεία, η οποία από τη μία πλευρά συνέχιζε να επενδύει και να διευρύνει τις δραστηριότητές της, «τραβώντας» συνεχώς δάνεια από την προαναφερόμενη Τράπεζα. Παράλληλα έπρεπε να αντιμετωπίσει τις εισαγωγές λινελαίων και σπορελαίων, καθώς και την ψήφιση του νόμου «περί απαγορεύσεως αναμείξεως ελαιολάδου μετά σπορελαίων».
Η τράπεζα Χίου
Και το 1932, παρά τις αντιδράσεις ορισμένων μετόχων, η Τράπεζα Χίου των αδελφών Πασπάτη αναδεικνύεται σε δεύτερο μεγαλομέτοχο της ανωνύμου εταιρείας πλέον. Την περίοδο αυτή οι ελαιουργικές εταιρείες αποδύονται σε πολύχρονη δικαστική διαμάχη, προκειμένου να «σπάσουν» το μονοπώλιο υδρογόνωσης των πάσης φύσεων ελαίων, που ως τότε διατηρούσε η εταιρεία ΕΛΜΑ ΑΕ. Τελικώς το επιτυγχάνουν το 1936 και η δραστηριότητα της εταιρείας διευρύνεται.
Στις 26 Φεβρουαρίου του 1941, λίγους μήνες προτού οι Γερμανοί καταλάβουν την Ελλάδα, οι μετοχές της εταιρείας εισάγονται προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών με αρχική αξία 1.025 δρχ. ανά μετοχή. Η διοίκηση της εταιρείας παίρνει την απόφαση να αχρηστεύσει την επένδυση για την παραγωγή υδρογόνου που σχετικά πρόσφατα είχε κάνει, επειδή ενδιαφέρει άμεσα τις δυνάμεις κατοχής.
Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής (1941-44) το εργοστάσιο υπολειτουργεί και παράγει αποκλειστικά σπορέλαιο για τις ανάγκες του Ερυθρού Σταυρού. Ο βομβαρδισμός του Πειραιά από την αγγλική αεροπορία αλλά και η εμπλοκή του εργοστασίου στα Δεκεμβριανά προκάλεσαν σοβαρότατες ζημιές, έτσι ώστε το 1945 η εταιρεία πήρε δάνειο από την Τράπεζα της Ελλάδος 40 εκατ. δρχ. για να επαναλειτουργήσει η επιχείρηση.
Το γνωστό Βιτάμ
Η μεταπολεμική πορεία της αρχίζει ουσιαστικά στις 27 Μαΐου του 1946, όταν γίνεται η πρώτη γενική συνέλευση της εταιρείας μετά την απελευθέρωση. Το 1947 είναι ίσως η πιο σημαδιακή χρονιά στην ιστορία της. Τότε κάνει την εμφάνισή του στην αγορά το γνωστό «Βιτάμ», που από τις πρώτες ημέρες σημειώνει εντυπωσιακή επιτυχία. Τον ίδιο χρόνο όμως δύο από τους μετόχους, οι Αρ. Μακρής και Χαρ. Μαυρειδόπουλος, αποβιώνουν.
Στη διάρκεια της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης η εταιρεία ακολουθεί ανάλογη πορεία. Αναδιοργανώνεται, εκσυγχρονίζεται, διευρύνει την γκάμα των προϊόντων που παράγει και από το 1950 ως και το 1960 όλες οι οικονομικές χρήσεις της είναι κερδοφόρες.
Το φθινόπωρο του 1961 ο πρόεδρος της εταιρείας Β. Μελάς ανακοινώνει στο προσωπικό ότι εν όψει του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας αποφάσισε να συνεργασθεί με την πολυεθνική εταιρεία Unilever NV.
Πράγματι τον επόμενο χρόνο υπογράφεται η σύμβαση μεταξύ Unilever και Ελαΐς και με αύξηση μετοχικού κεφαλαίου εκχωρείται στον νέο εταίρο το 20% του μετοχικού κεφαλαίου της, με τίμημα 25.380.000 δρχ.
Το 1968 η εταιρεία απασχολεί 454 εργαζομένους και η δυναμικότητα των εγκαταστάσεών της είναι: 1.800 τόνοι για το τμήμα εξευγενισμού ελαίων, 1.800 τόνοι για το τμήμα υδρογόνωσης, 940 τόνοι για την παραγωγή και συσκευασία μαργαρινών, 950 τόνοι για την παραγωγή και συσκευασία τυποποιημένων μαγειρικών λιπών και 380 τόνοι για τυποποίηση ελαιολάδου.
Το 1970
Το 1970 η εταιρεία, που συμπληρώνει 50 χρόνια λειτουργίας, παρουσιάζει τα υψηλότερα κέρδη στην ιστορία της ενώ η συμμετοχή της Unilever από 20% αυξάνεται σε 45%. Η νέα όμως οικονομική κρίση που «εγκαινιάζεται» με την αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου και συνακόλουθα με την άνοδο του πληθωρισμού δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη την εξέλιξη της επιχείρησης. Αυτό όμως συμβαίνει στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Η νέα «περιπέτεια» αρχίζει ουσιαστικά το 1979, με την εφαρμογή συγκεκριμένων αντιπληθωριστικών μέτρων, και η αύξηση των τιμών είναι μικρότερη από την αύξηση του κόστους παραγωγής.
Ετσι το 1982 η Unilever αποκτά την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας Ελαΐς ΑΕ ενώ από το 1984 αρχίζει να δραστηριοποιείται και στον εισαγωγικό τομέα, φέρνοντας στην ελληνική αγορά προϊόντα του μητρικού ομίλου.
Η περίοδος της ανάπτυξης
Το 1986 πρόεδρος της επιχείρησης αναλαμβάνει ο Κ. Πινότσης και αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ο Λ. Μελάς. Υστερα από αρκετά χρόνια, η Ελαΐς ΑΕ παρουσιάζει θεαματική αύξηση της κερδοφορίας της και τα προϊόντα της κατατάσσονται στα καλύτερα της ευρωπαϊκής αγοράς. Η ανάπτυξη της εταιρείας όλη αυτή την περίοδο όχι μόνο είναι εντυπωσιακή αλλά κατοχυρώνει την πρωτοκαθεδρία της στην ελληνική αγορά των ελαιουργικών προϊόντων.
Το 1990 ο Λ. Μελάς πεθαίνει και στη θέση του αναλαμβάνει ο Γ. Καραγιώργος, ο οποίος αποβιώνει το 1996. Από το 1997 πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος είναι ο κ. Σπ. Δεσύλλας.
Πρόεδρος για πάνω από 30 χρόνια, ο κ. Δεσύλλας αποφάσισε το 2014 να αποχωρήσει, με την κυρία Αθανασίου να αναλαμβάνει καθήκοντα.
Για πρώτη φορά στα χέρια ξένου manager
Δεν έμελλε, όμως, η δική της θητεία μέσα στην κρίση να είναι τόσο μακροχρόνια και σήμερα ο ιστορικός όμιλος περνά στα χέρια ενός ξένου μάνατζερ. Συγκεκριμένα, στου Γάλλου Ζαν-Φρανσουά Ετιέν.
Δεύτερη παράλληλη αρνητική εξέλιξη είναι ότι η Ελλάδα ενώνεται σε ένα νέο σχήμα με το Μαυροβούνιο, την Αλβανία, τη FYROM και το Κόσοβο μαζί με την Κύπρο, το οποίο θα ονομαστεί Business Unit Νοτιοανατολικής Ευρώπης και θα διοικείται από τα γραφεία της εταιρείας στην Αθήνα.
Το νέο σχήμα θα αποτελεί μέρος της Unilever Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Θα πει κανείς ότι μια τέτοια εξέλιξη είναι καλή, αφού η Αθήνα θα έχει τη διοίκηση του σχήματος.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι έτσι, καθώς επί σειρά ετών η χώρα μας είχε μια αξιοσημείωτη αυτονομία η οποία πλέον χάνεται, ενώ κανείς δεν γνωρίζει αν τώρα η έδρα θα είναι εδώ ή σε δεύτερη φάση και λόγω της υπερφορολόγησης και των άλλων αντικινήτρων θα μεταφερθεί σε έναν ελκυστικότερο προορισμό.
Όπως και να ’χει, η αρνητική κατάσταση στην Ελλάδα έχει αντανάκλαση στα πράγματα του γκρουπ. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα σήματα που παράγονται στην Ελλάδα και εντάσσονται στις κατηγορίες που πωλούνται είναι τα προϊόντα Flora, Βιτάμ, Super Fresco, Αλτις Soft, Ελαΐς και Becel.
Πάντως οι τζίροι και η παρουσία των συγκεκριμένων εμπορικών σημάτων εξακολουθούν να δίνουν δύναμη στην εταιρεία της χώρας μας.
Η Ελαΐς είναι market leader στις μαργαρίνες (αν και κατά τη διάρκεια της περασμένης χρονιάς σημείωσαν πτώση 10,4% σε αξία), με αποτέλεσμα αυτές να υποχωρήσουν στα 44,3 εκατ. ευρώ σημειώνοντας μείωση 12,6% σε όγκο, όταν οι πωλήσεις της συνολικής κατηγορίας εντός των αλυσίδων σούπερ μάρκετ υποχώρησαν κατά 8,6% και 12,3% αντίστοιχα.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Εισαγγελική παρέμβαση στη Θεσσαλονίκη: Ανάγκασαν μαθητή να πιει «ποτό» με ακαθαρσίες
- Στέφανος Κασσελάκης: Στις αρχές της νέας χρονιάς η Κ.Ο. του Κινήματος Δημοκρατίας
- Μισθοί και ανεργία – Τα δυο μεγάλα στοιχήματα του προϋπολογισμού
- Αυξήσεις στα ναυτιλιακά κόστη το 2025 φέρνει η εφαρμογή κοινοτικών κανονισμών για περιβαλλοντικούς ρύπους