ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών εταιρείες τροφίμων για τον κίνδυνο οι αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών να περάσουν στον καταναλωτή. Κι αν στο πρώτο εξάμηνο του 2021, οι εταιρείες, επειδή η οικονομία ήταν κλειστή, απορρόφησαν τις αυξήσεις, δεν σημαίνει ότι το ίδιο θα συμβεί και στο δεύτερο εξάμηνο της χρονιάς.
Καραμολέγκος
Στην οικονομική έκθεση που συνόδευε τα οικονομικά αποτελέσματα πρώτου εξαμήνου της Καραμολέγκος, τονίζεται χαρακτηριστικά πως «στην παραγωγική διαδικασία της εταιρείας η συμμετοχή κόστους των A’, Β’ Υλών και υλικών συσκευασίας επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το τελικό κόστος παραγωγής. Ο συγκεκριμένος κίνδυνος συνήθως προέρχεται από πηγές τις οποίες η εταιρεία δεν μπορεί να ελέγξει άμεσα, γι’ αυτόν τον λόγο η Διοίκηση της Εταιρείας συνεργάζεται μακροχρόνια με προμηθευτές των υλών αυτών και παρακολουθεί τις σχετικές αγορές, ώστε να μπορεί να δράσει προληπτικά όπου αυτό είναι εφικτό».
Μάλιστα, η Καραμολέγκος αναφέρει ότι «προσπαθεί να περιορίσει την έκθεσή της σε αυτόν τον κίνδυνο μέσω ειδικών συμφωνιών με τους προμηθευτές της και προσαρμόζει ανάλογα την τιμολογιακή και εμπορική πολιτική της ώστε οποιαδήποτε τυχόν αύξηση να μην επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την κερδοφορία της και γενικότερα τις οικονομικές της επιδόσεις».
Αναφέρει δε ότι «ήδη στο β’ εξάμηνο του 2021 έχουν παρατηρηθεί σημαντικές αυξήσεις στις α’ & β’ ύλες, τα υλικά συσκευασίας και την ενέργεια, για τις οποίες μέχρι στιγμής η Εταιρεία και ο Όμιλος δεν έχουν προβεί σε καμία αύξηση τιμών σε προϊόντα και εμπορεύματα». Ανησυχεί όμως, για το ενδεχόμενο να μειωθεί η ζήτηση.
Όπως αναφέρεται στην οικονομική έκθεση, «ο Όμιλος δραστηριοποιείται στον κλάδο των τροφίμων, έναν κλάδο ο οποίος παρά την γενικότερη καταναλωτική ύφεση δεν φαίνεται να έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό και η ζήτηση παραμένει σχετικά σταθερή και ισχυρή σε αντίθεση και με άλλους κλάδους οι οποίοι έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα. Παρόλα αυτά, ο συγκεκριμένος κίνδυνος αξιολογείται ως αρκετά σημαντικός λόγω των γενικότερων πολιτικοοικονοικών συνθηκών οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν τις επιδόσεις και τα αποτελέσματα του».
Μύλοι Λούλη
Η Λούλης γράφει στην οικονομική της έκθεση ότι «ο Όμιλος εκτίθεται σε κίνδυνο από την διακύμανση τιμών στις βασικές πρώτες ύλες που χρησιμοποιεί για την παραγωγή των προϊόντων του. Οι αυξομειώσεις των τιμών των πρώτων υλών τα τελευταία έτη, καθώς και η γενικότερη οικονομική κρίση οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θα συνεχιστεί η αστάθεια αυτή. Ως εκ τούτου, η έκθεση στον εν λόγω κίνδυνο αξιολογείται ως αυξημένη και για το λόγο αυτό η διοίκηση του Ομίλου λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου αφενός μεν να περιορίσει την έκθεση στον εν λόγω κίνδυνο μέσω ειδικών συμφωνιών με τους προμηθευτές του αλλά και με την χρήση παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και αφετέρου να προσαρμόζει εγκαίρως και ανάλογα την τιμολογιακή και εμπορική πολιτική του Ομίλου», αφήνοντας έτσι ανοιχτό κάθε ενδεχόμενο οι αυξήσεις να περάσουν τελικά στον καταναλωτή.
Κυλινδρόμυλοι Κ. Σαραντόπουλος
«Η τιμή της α΄ ύλης (σίτος) για κάθε σιτική περίοδο διαμορφώνεται από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τις διαθέσιμες προς πώληση ποσότητες του σίτου καθώς επίσης και από τη διαπραγμάτευση στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων στα οποία διαπραγματεύεται, με αποτέλεσμα τη διακύμανση της τιμής αυτού», σχολιάζει στην οικονομική της έκθεση, η Κυλινδρόμυλοι Σαραντόπουλος. Προσθέτει δε πως «η Διοίκηση αντιμετωπίζει τον κίνδυνο αυτό τόσο με κατάλληλες συμφωνίες με τους προμηθευτές σίτου όσο και με κατάλληλη προσαρμογή της τιμολογιακής της πολιτικής», αφήνοντας επίσης ανοιχτό κάθε ενδεχόμενο οι αυξήσεις τελικά να περάσουν στον καταναλωτή.
Μύλοι Κεπενού
Η εισηγμένη γράφει στην οικονομική έκθεση του εξαμήνου ότι εκτίθεται σε κίνδυνο από την μεταβολή της διαμορφωθείσας τιμής αγοράς των σιτηρών όπως αυτή διαμορφώνεται καθημερινά στη διεθνή αγορά στο μέτρο που η αξία των αποθεμάτων είναι εκτεθειμένη σε κινδύνους μεταβολές στην τιμή. Η Εταιρεία προστατεύεται από τον κίνδυνο μεταβολών στις τιμές των σιτηρών διαμορφώνοντας κατά περιόδους τις τιμές πώλησης των προϊόντων της (αλεύρων) σε συνάρτηση με τις ισχύουσες, στη διεθνή αγορά, τιμές των σιτηρών και με συνεχή αξιολόγηση του κόστους παραγωγής της.