Τις προηγούμενες δεκαετίες, οι οίκοι πολυτελείας αντιμετώπισαν σοβαρές προκλήσεις, που συνδέονταν με σκάνδαλα, απρόσμενους θανάτους ή ζητήματα διαδοχής. Για τη Chanel, o θάνατος του κορυφαίου σχεδιαστή Καρλ Λαγκερφελντ το 2019 δημιούργησε ένα κενό, το οποίο η εταιρεία αποφάσισε να καλύψει με ένα παράτολμο στοίχημα.

Η 54χρονη Leena Nair δεν ανήκε στον χώρο της high end μόδας. Αντιθέτως ήταν επικεφαλής ανθρώπινου δυναμικού της Unilever, ενός κολοσσού ύψους 132 δισεκατομμυρίων δολαρίων που διαχειρίζεται μεταξύ των προϊόντων του το σαπούνι Dove, το παγωτό Ben & Jerry’s και τη μαγιονέζα Hellmann’s.

Τα παρισινά ατελιέ με δεκάδες μοδίστρες να περνάνε ώρες ράβοντας ρούχα υψηλής ραπτικής δεν ήταν το στοιχείο της, όμως μετά από ενάμιση χρόνο στην θέση της CEO επιβεβαίωσε την επιλογή του διοικητικού συμβουλίου του οίκου πολυτελείας.

Η ιδιαίτερη περίπτωση της Chanel

Μακριά από χρηματιστηριακές αγορές, η Chanel παραμένει μία ανεξάρτητη εταιρεία που ανταγωνίζεται κολοσσούς όπως η Kering και η LVMH, με τις δεύτερες να έχουν προχωρήσει τα τελευταία χρόνια σε ένα μπαράζ εξαγορών για να γιγαντώσουν τους ομίλους τους.

Η οικογένεια Wertheimers, δισεκατομμυριούχοι που κληρονόμησαν από τον παππού τους Pierre, την εταιρεία Chanel πέτυχαν την ανάπτυξη της εταιρείας ύστερα από μία κρίση τη δεκαετία του ’80, πείθοντας τον Καρλ Λάγκερφελντ να αναλάβει τα ηνία της εταιρείας.

Το 2020 μετά τον θάνατο του Λάγκερφελντ και τη πανδημία να βάζει πολύμηνο λουκέτο στην Κίνα, μία από τις μεγαλύτερες αγορές στον τομέα του luxury, αποφάσισαν να φέρουν την Leena Nair.

Είναι μόλις η δεύτερη γυναίκα στα ηνία της εταιρείας, η πρώτη Ινδή που αναλαμβάνει τη  Chanel και μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που κάποιος εκτός του χώρου της μόδας ηγείται ενός κορυφαίου luxury brand.

Η οικογενειακή επιχείρηση ήταν μία εμπειρία τελείως διαφορετική για την Nair, η οποία πιο πριν εργαζόταν για μία πολυεθνική με πάνω από 300 εργοστάσια σε 69 χώρες.

Το στοίχημα όμως πέτυχε. Πέρυσι, τα έτοιμα ενδύματα, τα δερμάτινα είδη, η φροντίδα του δέρματος, τα καλλυντικά, τα αρώματα, τα ρολόγια, τα γυαλιά και τα κοσμήματα απέφεραν περισσότερα από 17 δισεκατομμύρια δολάρια σε ετήσια έσοδα.

Η εσωστρέφεια της  Chanel δεν αποτέλεσε εμπόδιο για την Nair. H εταιρεία δεν πουλάει ηλεκτρονικά τα προϊόντα της, δεν ασχολείται με το ανδρικό ένδυμα και βασίζεται αποκλειστικά στο δίκτυο των δικών της καταστημάτων.

Η εκτόξευση των τιμών

Παρά τις ιδιαιτερότητες της εταιρείας, η ζήτηση παραμένει υψηλή, καθώς ακολουθεί τον κανόνα της χαμηλής προσφοράς.

Μεταξύ των πιο περιζήτητων αντικειμένων της είναι η κλασική τσάντα Chanel, με πολύ χαμηλή προσφορά και τις φανατικές πελάτισσες του οίκου να κάνουν αγοραπωλησίες σε ιδιωτικές ομάδες συνομιλιών για να πάρουν στα χέρια τους το πολυπόθητο αξεσουάρ.

Μέσα σε 10 χρόνια η τιμή της έχει υπερδιπλασιαστεί, με μία μεσαίου μεγέθους κλασική τσάντα να κόστιζε 4.400 δολάρια το 2012 και σήμερα να πωλείται για 10.200 δολάρια.

Η εταιρεία επιλέγει να κρατηθεί μακριά από το ηλεκτρονικό εμπόριο, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι οι θαυμαστές της θα της «συγχωρήσουν» κάθε αύξηση τιμής.

Η Nair το δικαιολογεί από την άλλη με την εξής φιλοσοφία: «Δεν θέλω να πάτε και να αγοράσετε ένα παπούτσι επειδή σας αρέσει από το διαδίκτυο. Θέλω να γνωρίζετε την ιστορία του παπουτσιού – την εμφάνιση, τη συλλογή. Ποτέ δεν βιαζόμαστε- παίρνουμε το χρόνο μας και το κάνουμε με τον τρόπο της Chanel»

Το πρότυπο της μάχιμης γυναίκας

Η Nair παράλληλα με τη Chanel εργάζεται και για έναν ακόμα σκοπό. Για την ενίσχυση της θέσης της γυναίκας στον ανδροκρατούμενο επιχειρηματικό χώρο.

«Ήμουν η πρώτη σε κάθε δουλειά που έκανα. Η πρώτη γυναίκα, η πρώτη καστανή, η πρώτη Ασιάτισσα, η πρώτη Ινδή -αλλά δεν θέλω να είμαι η τελευταία και θα προσπαθήσω να διευκολύνω όσους έρθουν μετά από μένα», αναφέρει.

«Πέρασα τόσο μεγάλο μέρος της ζωής μου ακούγοντας ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι επειδή είμαι κορίτσι, ειδικά, ξέρετε, τα πρώτα 15, 20, 25 χρόνια της ζωής μου. Και μετά, σταματάς να ακούς».

Μάλιστα πέτυχε να αφήσει και μία ιδιαίτερη κληρονομιά από κάθε εταιρεία που πέρασε. Σε κάθε νέο πόστο, μεταξύ άλλων πρωτοβουλιών στον χώρο εργασίας, ένας από τους στόχους της ήταν να αντιμετωπίσει ένα βασικό θέμα υδραυλικών εγκαταστάσεων: να κατασκευάσει ξεχωριστές γυναικείες τουαλέτες. Αυτές έγιναν γνωστές ως  «οι τουαλέτες της Leene».

Διαβάστε επίσης: 

Αγγελική Τσίγκα: Αντιπροσωπεία Chanel με μπουτίκ σε Αθήνα και Μύκονο

Η Chanel πάει Xoνγκ Κονγκ: Νοίκιασε εμβληματικό διώροφο κατάστημα έναντι 383.000 δολ. μηνιαίως

Chanel: Επενδύει στο σχέδιο εξόδου από το χρηματιστήριο της τράπεζας Rothschild