Από την αρχή της πανδημίας έως και σήμερα έχει παρατηρηθεί αύξηση κατά 6,5% στις συνολικές δαπάνες από τις επιχειρήσεις του κλάδου, με στόχο να παρέχουν ποιοτικές υπηρεσίες στον καταναλωτή

Το ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών) ολοκλήρωσε την μελέτη του σχετικά με τον υπολογισμό του κόστους της πανδημίας COVID-19 στον κλάδο των σουπερμάρκετ στην Ελλάδα. Όπως αποκαλύπτουν τα αποτελέσματα, ο κλάδος των σουπερμάρκετ, ο οποίος από την αρχή της υγειονομικής κρίσης ακολούθησε μία στρατηγική παροχής υψηλότατου επιπέδου υπηρεσιών προς το αγοραστικό κοινό, έχει επωμιστεί ένα ιδιαίτερα υψηλό και απροσδόκητο κόστος, το οποίο αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τα περιθώρια κερδοφορίας του.

Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα για το 9μηνο του 2020 (στην πραγματικότητα για την περίοδο 7 μηνών Μάρτιος-Σεπτέμβριος) δείχνουν ότι το κόστος από τη διαχείριση της πανδημίας COVID-19 πλησιάζει ήδη τα 100 εκατ. ευρώ, ενώ εκτιμάται ότι το συνολικό κόστος για το 2020 θα ξεπεράσει τα 160 εκατ. ευρώ.

Προκειμένου να γίνει περισσότερο αντιληπτό το πόσο σημαντικό είναι αυτό το ύψος νέου κόστους, θα πρέπει να αναφερθούν οι βασικοί χρηματοοικονομικοί δείκτες του κλάδου. Συγκεκριμένα, το εν λόγω κόστος εκτιμάται ότι αντιστοιχεί στο 1,55% του κύκλου εργασιών, όταν το καθαρό περιθώριο εκμετάλλευσης του κλάδου για την τελευταία 2ετία είναι 0,89%.

Πρακτικά, δηλαδή, αυτό το νέο κόστος υπερβαίνει την καθαρή κερδοφορία του κλάδου, ακόμα και στα πιο αισιόδοξα σενάρια για την πορεία της. Άλλωστε, το λειτουργικό κόστος της τελευταίας διετίας για τον κλάδο αντιστοιχεί στο 23,99% του κύκλου εργασιών, κάτι που σημαίνει ότι αυτό το νέο κόστος έρχεται να αυξήσει τις δαπάνες των επιχειρήσεων κατά 6,49%, αύξηση που είναι πολύ δύσκολα διαχειρίσιμη.

Όπως φαίνεται στον πίνακα 1, το μεγαλύτερο μερίδιο κόστους προκύπτει από το επιπλέον εργασιακό κόστος, το οποίο εκτιμάται ήδη σε 76 εκατ. ευρώ. Η βασική πηγή αυτού του κόστους είναι οι νέες προσλήψεις που πραγματοποίησαν οι αλυσίδες σουπερμάρκετ μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2020.

Οι αιτίες γι’ αυτή την εξέλιξη είναι πολλαπλές:

• Τα μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας, όπως η επέκταση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων, ο έλεγχος του αριθμού ατόμων στην είσοδο των καταστημάτων, η απολύμανση κλπ, δημιούργησαν νέες θέσεις εργασίας.

• Ένα σημαντικό ποσοστό του προσωπικού των καταστημάτων εντάσσεται στις ευπαθείς ομάδες και με την εμφάνιση της πανδημίας έπρεπε να προστατευθεί και επομένως προσλήφθηκε νέο προσωπικό για την αντικατάσταση του. Σημειώνεται ότι κατά κανόνα οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ προσφέρουν εργασία σε ομάδες του πληθυσμού που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία και αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες στην εύρεση εργασίας.

• Η αξιοποίηση νέων καναλιών πώλησης όπως π.χ. τα ηλεκτρονικά σουπερμάρκετ, οι τηλεφωνικές παραγγελίες, δημιούργησαν την ανάγκη για επιπλέον προσωπικό για τη διαχείριση, εκτέλεση και παράδοση των παραγγελιών. Εκτιμάται ότι το 15% των νέων προσλήψεων αφορούν αυτές τις θέσεις εργασίας.

• Οι παραπάνω εξελίξεις προκαλούν επιπλέον νέες επενδύσεις στην οργάνωση, μηχανογράφηση και συντήρηση του δικτύου, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν νέες ανάγκες σε υψηλών προσόντων προσωπικού.

Η δεύτερη μεγαλύτερη κατηγορία κόστους αφορά στην παράδοση κατ’ οίκον, η οποία εκτιμάται σε περίπου 8 εκατ. ευρώ έως τον Σεπτέμβριο του 2020. Σημειώνεται ότι η παράδοση κατ’ οίκον μπορεί να προέρχεται είτε από ηλεκτρονικές παραγγελίες, είτε από τηλεφωνικές παραγγελίες, οι οποίες επίσης παρουσιάζουν αύξηση.

Η παράδοση κατ’ οίκον για το λιανεμπόριο τροφίμων είναι μία ιδιαίτερα κοστοβόρα διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη διαδικασία της συλλογής των αντικειμένων, όσο και τη διαδικασία της μεταφοράς. Η διαδικασία της συλλογής (picking) είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, αρκεί να αναλογιστεί κάποιος ότι ένα τυπικό σουπερμάρκετ περιλαμβάνει περίπου 10 χιλ. διαφορετικούς κωδικούς προϊόντων.

Επιπρόσθετα, η διαδικασία της μεταφοράς είναι επίσης ιδιαίτερα κοστοβόρα καθώς περιλαμβάνει μεγάλους όγκους (π.χ. ογκώδη προϊόντα όπως νερά) και επιπλέον προϊόντα με απαιτήσεις συντήρησης (ψυγείου ή κατάψυξης). Σε αυτή την κατηγορία ενσωματώνονται πέρα από τα λειτουργικά κόστη (π.χ. καύσιμα, συντήρηση οχημάτων, υλικά συσκευασίας) και επενδύσεις και μισθώσεις, όπως π.χ. η προμήθεια νέων οχημάτων.

Σε σχέση με τα υλικά συσκευασίας, εκτιμάται ότι αυτά ανέρχονται ήδη σε αξία σε πάνω από 8 εκατ. ευρώ και περιλαμβάνουν μία πλειάδα από διαφορετικά κόστη, τα οποία μπορούν να αφορούν από πλεξιγκλάς για τα ταμεία, μέχρι τεστ κορονοϊού για το προσωπικό.

To 1/3 περίπου από αυτό το κόστος αφορά τη διάθεση μασκών (μίας χρήσης ή επαναχρησιμοποιούμενες, για το προσωπικό ή/και τους πελάτες), ενώ άλλα κόστη αφορούν τα αντισηπτικά (για το προσωπικό ή/και τους πελάτες, τα γάντια (μίας χρήσης για το προσωπικό ή/και τους πελάτες), τα καθαριστικά και οι απολυμάνσεις (σε καταστήματα, αποθήκες, οχήματα, Κεντρικά Γραφεία), οι κατασκευές (π.χ. πλεξιγκλάς στα ταμεία, αυτοκόλλητα στα δάπεδα, διαχωριστικά κλπ), αλλά και κόστη όπως τεστ κορονοϊού και η υποστήριξη τηλεργασίας.

Πρόκειται για ιδιαίτερα υψηλά κόστη, καθώς το δίκτυο των καταστημάτων σουπερμάρκετ στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα εκτεταμένο με πάνω από 4.700 καταστήματα με πάνω από 90.000 εργαζόμενους. το μέγεθος των οποίων γίνεται περισσότερο αντιληπτό όταν αναφερθούν αριθμητικά στοιχεία. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2020 έχουν χρησιμοποιηθεί πάνω από 2,83 εκατ. μάσκες, 8,62 εκατ. γάντια και 302 χιλ. συσκευασίες αντισηπτικών, βλ. πίνακα 2.

Παράλληλα η πανδημία και ιδιαίτερα η περίοδος του Lockdown, με τις αλλαγές που επέφεραν στις αγοραστικές συνήθειες, «ανάγκασαν» τις εταιρείες του κλάδου να στραφούν πιο έντονα στη λειτουργία ηλεκτρονικών καταστημάτων. Αν και υπήρχαν επενδύσεις από τις περισσότερες μεγάλες εταιρείες του κλάδου, αυτές πολλαπλασιάστηκαν μέσα σε λίγους μήνες, με ένα κόστος ύψους 4,6 εκατ. ευρώ, το οποίο αναμένεται να φτάσει ακόμα και τα 8 εκατ. ευρώ.

Τα κόστη αυτά αφορούν τόσο τη διαμόρφωση, λειτουργία και υποστήριξη των ηλεκτρονικών καταστημάτων, όσο και των διαδικασιών που τα υποστηρίζουν, όπως Logistics με την αγορά εξοπλισμού και τη δημιουργία εγκαταστάσεων, όπως pick-up points στα καταστήματα.

Με δεδομένη την εξέλιξη και έξαρση της πανδημίας, αποτελεί σημαντικό προβληματισμό για τις επιχειρήσεις του κλάδου το πως θα διαχειριστούν αυτές τις νέες δαπάνες, καθώς είναι αναμφισβήτητη η αφοσίωση του κλάδου στην παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών προς τον καταναλωτή, αλλά αντίστοιχα είναι ζητούμενη και η αποδοτική λειτουργία της επιχείρησης.

Μπορείτε να δείτε αναλυτικά την μελέτη του ΙΕΛΚΑ εδώ. 

Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση