Σε μονομερή ενέργεια στο θέμα για την προστασία της πρώτης κατοικίας προσανατολίζεται η κυβέρνηση υιοθετώντας τακτική σύγκρουσης με τις τράπεζες και τους θεσμούς. Το μήνυμα αυτό δόθηκε σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε χθες στο υπουργείο Οικονομικών με αρμόδια στελέχη των υπουργείων, που κλήθηκαν να προχωρήσουν στη διατύπωση των διατάξεων του νέου νόμου με βάση την κυβερνητική πρόταση που θα οριστικοποιηθεί έως την Παρασκευή.
Σύμφωνα με πληροφορίες η κυβερνητική πρόταση προβλέπει την προστασία της πρώτης κατοικίας αξίας 150.000 ευρώ προσαυξημένης ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων, χωρίς να έχει προσδιοριστεί το ανώτατο όριο της προστασίας. Περαιτέρω η κυβέρνηση προτείνει την ένταξη στο ευνοϊκό καθεστώς όχι μόνο των οφειλών που προκύπτουν από στεγαστικά δάνεια αλλά και από άλλες οφειλές είτε προς τις τράπεζες είτε προς το δημόσιο. Στο καθεστώς προστασίας της πρώτης κατοικίας σύμφωνα πάντα με την κυβερνητική πρόταση προβλέπεται να ενταχθούν και δάνεια που έχουν συναφθεί για εμπορικούς σκοπούς, καθώς και οι οφειλές των φυσικών προσώπων που έχουν ένα είδος εμπορικής ή επαγγελματικής ιδιότητας (π.χ. ταξιτζήδες ή μικρομαγαζάτορες κ.ά.), διευρύνοντας τον αριθμό των δικαιούχων. Η άποψη αυτή βρίσκει την κάθετη αντίδραση των τραπεζών, που θεωρούν ότι στο νέο πλαίσιο θα πρέπει αυστηρά να ενταχθούν μόνο τα φυσικά πρόσωπα που έχουν οφειλές από στεγαστικά δάνεια. Σύμφωνα με την άποψη των τραπεζών η διευρυμένη προστασία των οφειλετών θα τις υποχρεώσει σε γενναία κουρέματα, που θα επηρεάσει τα κεφάλαιά τους.
Οι τράπεζες από την πλευρά τους θεωρούν εύλογο να δοθεί προστασία σε κατοικίες εμπορικής αξίας έως 100.000 ευρώ, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους το όριο αυτό καλύπτει το 60% έως 70% των στεγαστικών δανείων ανάλογα με την τράπεζα. Το συγκεκριμένο όριο προτείνεται και για ηθικούς λόγους, καθώς οι τράπεζες θεωρούν ότι τα όρια που ισχύουν σήμερα και στα οποία επιμένει ουσιαστικά η κυβέρνηση, είναι μαξιμαλιστικά και δεν προστατεύουν μόνο τα φτωχά νοικοκυριά, αλλά και μεσαία. Υπενθυμίζεται ότι ο σημερινός νόμος για την προστασία της πρώτης κατοικίας, ο οποίος έχει παραταθεί έως τα τέλη Φεβρουαρίου, προβλέπει όρια που ξεκινούν από τις 120.000 (εμπορική αξία ακινήτου) και φθάνουν έως και τις 280.000 ευρώ, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του δανειολήπτη, δηλαδή αν πρόκειται για ζευγάρι με τρία τέκνα. Οι τράπεζες θεωρούν ότι αυτές οι αξίες δεν συνδέονται με φτωχά νοικοκυριά.
Το εισόδημα του οφειλέτη που είναι το δεύτερο βασικό κριτήριο που θα κρίνει τόσο το ενδεχόμενο «κούρεμα» που θα αποφασίσουν οι τράπεζες όπως επίσης και την επιδότηση που θα παράσχει η κυβέρνηση, αποτελεί επίσης σημείο διαφωνίας με τις τράπεζες, που τάσσονται υπέρ της προστασίας για νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα. Τα δικαστήρια σήμερα αποφασίζουν την προστασία με βάση τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, δηλαδή ένα δείκτη που έχει υπολογιστεί από την ΕΛΣΤΑΤ για τις ανάγκες που έχει ένα νοικοκυριό προκειμένου να διαβιώνει αξιοπρεπώς. Η κυβέρνηση προτείνει την εφαρμογή του δείκτη με βάση την υψηλότερη κατηγορία δαπανών, που οδηγεί σε αυξημένη προστασία.