ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Η αύξηση της τιμής τους συνδέεται με τον περιορισμό της διάθεσης δικαιωμάτων ρύπων προς δημοπράτηση με βάση τον προγραμματισμό του ευρωπαϊκού χρηματιστηρίου ρύπων ETS, κάτι αναμενόμενο στο πλαίσιο των πολιτικές της ΕΕ για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Όμως η συνεχής άνοδος των τιμών των ρύπων και του φυσικού αερίου σε συνδυασμό με την αύξηση της ζήτησης λόγω των υψηλών θερμοκρασιών αλλά και τη μειωμένη συνεισφορά των ΑΠΕ λόγω της άπνοιας έχει αποτέλεσμα ένα συνεχή κίνδυνο νέων ρεκόρ στις τιμές ενέργειας.
Το κόστος των ρύπων επιβαρύνει την παραγωγή ενέργειας τόσο από μονάδες λιγνίτη όσο και από μονάδες φυσικού αερίου αυξάνει την χονδρεμπορική τιμή και μέσω της ρήτρας αναπροσαρμογής μετακυλύεται στα τιμολόγια νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Ήδη η αύξηση στη χονδρεμπορική τιμή είναι μεγάλη και σύμφωνα με τα στοιχεία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας την εβδομάδα 23-29 Αυγούστου μέση χονδρική τιμή ενέργειας όπως διαμορφώνεται στην Αγορά Επόμενης Ημέρας έφθασε στα 110,42 ευρώ/MWh αυξημένη κατά 4,56% σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα. Η μέγιστη εβδομαδιαία τιμή έφθασε στα 166,46 ευρώ/MWh, ενώ η ελάχιστη ήταν τα 62,71 ευρώ/MWh, ένα ύψος που πριν από μερικούς μήνες αποτελούσε τη φυσιολογική μέση ημερήσια τιμή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι λόγω των ανοδικών τιμών σε φυσικό αέριο και τιμές ρύπων, η χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος κατέγραψε αύξηση 49,7% στο σύνολο του πρώτου εξαμήνου και 117% σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο του 2020.
Ελλείψεις σε φυσικό αέριο και κίνδυνοι για νέα ρεκόρ
Την ίδια στιγμή ανοδικά κινείται και η τιμή του φυσικού αερίου TTF στα 47,550 ευρώ/MWh για τον μήνα Σεπτέμβριο, ενώ δεν εκτιμάται διόρθωση όσο η Ρωσία ως ο βασικός προμηθευτής φυσικού αερίου της Ευρώπης περιορίζει τις ροές φυσικού αερίου και παραμένει μειωμένη και η προσφορά LNG στην Ευρώπη λόγω της μεγάλης αύξησης της ζήτησης από την Ασία.
Οι ελλείψεις σε φυσικό αέριο έχουν ως αποτέλεσμα οι τιμές χονδρικής στην ηλεκτρική ενέργεια να έχουν αυξηθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γερμανία η αύξηση των τιμών του ρεύματος στη διάρκεια του έτους έχει φτάσει σε ποσοστό το 60% και αντίστοιχες αυξήσεις πιέζουν όλη την Ευρώπη, δημιουργώντας μια κατάστααση ανησυχητική, με δεδομένο ότι η αύξηση του ενεργειακού κόστους επηρεάζει την οικονομική δραστηριότητα αλλά και εκατομμύρια νοικοκυριά.
Η ΔΕΗ και οι λιγνίτες
Για την παραγωγή μιας λιγνιτικής μεγαβατώρας εκλύεται στην ατμόσφαιρα περίπου 1,5 τόνος CO2, δηλαδή μόνο για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπής CO2, το κόστος της λιγνιτικής μεγαβατώρας εκτινάσσεται στα 90 ευρώ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ΔΕΗ προκειμένου να περιορίσει τις απώλειες λόγω του υψηλού κόστους των ρύπων κρατάει όσο μπορεί πιο χαμηλά την παραγωγή της από λιγνιτικές μονάδες.
Υπενθυμίζεται ότι οι ρύποι (CO2) ανέκοψαν την τροχιά κερδοφορίας της ΔΕΗ το α΄ τρίμηνο του έτους, την οποία και αναμένεται να «φρενάρουν» περαιτέρω το β΄ τρίμηνο, καθώς θα καταγραφούν οι επιπτώσεις από τις μεγάλες αυξήσεις του τελευταίου διμήνου. Την εκτίμηση για χαμηλότερα επίπεδα κερδοφορίας λόγω των αυξημένων τιμών CO2 έκανε ο ίδιος ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Γιώργος Στάσσης σχολιάζοντας τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου, στα οποία καταγράφεται επιδείνωση βασικών μεγεθών και περαιτέρω συρρίκνωση των μεριδίων της στη χονδρική και λιανική αγορά. Το α΄ τρίμηνο έκλεισε με καθαρές ζημίες 43,7 εκατ. έναντι ζημιών 11,1 εκατ. το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020 και με ζημίες προ φόρων ύψους 29 εκατ. έναντι κερδών προ φόρων 3,5 εκατ. ευρώ.
Στο πρώτο τρίμηνο σημαντική ήταν η επιβάρυνση από το κόστος για αγορές CO2. H σχετική δαπάνη στο τρίμηνο αυξήθηκε σε 138,5 εκατ., από 119,7 εκατ., λόγω της αύξησης της τιμής των δικαιωμάτων CO2 από 24 ευρώ ο τόνος σε 31,7 ευρώ, παρά τη μείωση των ποσοτήτων κατά 11,4%. Η συνεχιζόμενη αύξηση της τιμής των CO2 και η διαμόρφωση της μέσης τιμής το τελευταίο δίμηνο του πρώτου εξαμήνου σε πάνω από 40 ευρώ αυξάνουν τα κόστη για τη ΔΕΗ.
Η ΔΕΗ κατάφερε το 2020 να περιορίσει σημαντικά τη λιγνιτική της παραγωγή και συνακόλουθα τη δαπάνη για αγορές δικαιωμάτων CO2. Συγκεκριμένα πέρυσι λόγω της λιγνιτικής παραγωγής της ΔΕΗ εκλύθηκαν 15,47 εκατ. τόνοι CO2, από 23,09 εκατ. τόνους το 2019. Αντίστοιχα, το κόστος για αγορές δικαιωμάτων εκπομπής CO2 μειώθηκε από τα 546,44 εκατ. ευρω στα 393,48 εκατ. ευρώ, το 2020 και η εταιρεία πέρυσι εξοικονόμησε περίπου 153 εκατ. ευρώ, με τιμή στα 25,4 ευρώ/τόνος.
Αυξάνονται οι εισαγωγές
Με το κόστος παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο και λιγνίτη να αυξάνεται και τη συνεισφορά των ΑΠΕ να περιορίζεται λόγω της άπνοιας η αυξημένη ζήτηση στην ελληνική αγορά καλύπτεται σε σημαντικό βαθμό από τις εισαγωγές.
Συγκεκριμένα η εβδομαδιαία ζήτηση ηλεκτρισμού έφθασε τις 1,119 GWh με το ωριαίο φορτίο να αυξάνεται κατά 120 MW την εβδομάδα 23-31 Αυγούστου σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα.
Οι μονάδες ΑΠΕ, με μέση ημερήσια παραγωγή 42 GWh, είδαν τη συνεισφορά τους στο εβδομαδιαίο μίγμα καυσίμου να διαμορφώνεται στο 26%, σημειώνοντας πτώση 7% σε επίπεδο εβδομάδας.
Οι υδροηλεκτρικές μονάδες κάλυψαν το 6% της ζήτησης, εγχέοντας στο σύστημα 65 GWh (-15% σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα) και κατέγραψαν χαμηλό 10 εβδομάδων.
Οι μονάδες φυσικού αερίου είχαν εβδομαδιαία παραγωγή 531 GWh, καλύπτοντας το 47% της ζήτησης, έναντι μεριδίου 48% την αμέσως προηγούμενη εβδομάδα.
Η λιγνιτική παραγωγή, με 96 GWh, κάλυψε το 9% ενώ οι καθαρές εισαγωγές κάλυψαν το 12%.
Οι συνολικές εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα την προηγούμενη εβδομάδα ανήλθαν σε 175.078 MWh, με την μεγαλύτερη ημερήσια ποσότητα εισαγωγών να επιτυγχάνεται το περασμένο Σάββατο (28/8), διαμορφούμενη στις 33.262 MWh.
Διαβάστε επίσης
Nord Stream 2: Μπρα ντε φερ Γερμανών-Ρώσων και απειλή εκτόξευσης των τιμών αερίου
Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση