Μία πρωτοφανής υπόθεση κατασκοπείας και γενικευμένης παρακολούθησης που έλαβε χώρα πριν από χρόνια σε καταστήματα της αλυσίδας Ikea στη Γαλλία επανήλθε στο προσκήνιο λόγω μιας δίκης. Μιας δίκης που θα λήξει οριστικά με την ετυμηγορία των δικαστών στις 15 Ιουνίου.
Οι New York Times γράφουν για το γεγονός, ρίχνοντας φως σε άγνωστες στο ευρύ κοινό πτυχές της υπόθεσης, η οποία αφορά αποκλειστικά κάποια καταστήματα της Ikea στη Γαλλία και πουθενά αλλού.
Το στικάκι USB, που εμφανίστηκε μυστηριωδώς από έναν άγνωστο διανομέα, περιείχε μια εκρηκτική αλήθεια: μια κρυφή μνήμη γεμάτη μηνύματα που περιέγραφαν λεπτομερώς την προσπάθεια διαφόρων στελεχών της Ikea στη Γαλλία να ξεθάψουν πληροφορίες σχετικά με υπαλλήλους, άτομα που ζητούσαν εργασία, ακόμη και πελάτες.
«Πες μου αν οι άνθρωποι αυτοί είναι γνωστοί στην Αστυνομία», ανέφερε ένα μήνυμα στελέχους προς έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ. Στόχος του να ελέγξει -παρανόμως- το παρελθόν εκατοντάδων ατόμων που ζητούσαν μια θέση εργασίας στα Ikea.
«Ένας υποδειγματικός εργαζόμενος μετατράπηκε σε ριζοσπαστικό εκπρόσωπο των εργαζομένων εν μία νυκτί», ανέφερε ένα άλλο, συμπληρώνοντας: «Πρέπει να μάθουμε το γιατί».
Μία δεκαετία μετά την αποκάλυψή τους, τα εν λόγω email βρίσκονται στο επίκεντρο μιας ποινικής δίκης που έχει προσελκύσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη Γαλλία.
Οι εισαγγελείς κατηγορούν τον γαλλικό βραχίονα του σουηδικού κολοσσού και ορισμένα πρώην στελέχη του ότι από το 2009 έως το 2012 είχαν θέσει σε εφαρμογή ένα ευρύ «σύστημα κατασκοπείας». Στόχος του; Να ελέγχουν υπαλλήλους και συνδικάτα, αλλά και να «ζυγίζουν», σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμη και την οικονομική επιφάνεια πελατών που ζητούσαν επιστροφές χρημάτων για παραγγελίες που δεν ανταποκρίνονταν στις επιθυμίες τους. Μάλιστα, για τις πιο παράνομες επιχειρήσεις, είχε προσληφθεί και ένας πρώην πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών του στρατού.
Η υπόθεση ήρθε στο φως το 2012, όταν διέρρευσαν στον γαλλικό Τύπο τα email, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις. Η Ikea προχώρησε τότε στην απόλυση πολλών στελεχών της στη Γαλλία, συμπεριλαμβανομένου του διευθύνοντος συμβούλου της. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζουν οι NY Times, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι συνέβη ποτέ κάτι παρόμοιο σε οποιαδήποτε από τις άλλες 52 χώρες όπου έχει παρουσία ο σουηδικός όμιλος.
Η εκτεταμένη, όμως, δραστηριότητα στη Γαλλία, η οποία, σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα, μπορεί να είχε ξεκινήσει από το 2002, ξαναφέρνει στην επιφάνεια διάφορα ερωτήματα σχετικά με τις παραβιάσεις δεδομένων από εταιρείες σε μια χώρα -τη Γαλλία- η οποία έχει υιοθετήσει ακόμη πιο αυστηρή πολιτική για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στην ψηφιακή εποχή.
Η υπόθεση, η οποία απορρέει από αγωγή που κατέθεσε το γαλλικό συνδικάτο Force Ouvrière και σχεδόν 120 ενάγοντες, ως επί το πλείστον από οργανώσεις εργαζομένων, έριξε επίσης φως στις βαθιές εντάσεις που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις εργοδοτών-συνδικάτων στη Γαλλία. Και οι οποίες τείνουν να είναι πιο έντονες από ό,τι στη Σουηδία.
Η εισαγγελέας Παμελά Ταμπαρντέλ ζητεί να επιβληθούν στην Ikea France πρόστιμο 2 εκατομμυρίων ευρώ, ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους για δύο πρώην στελέχη της εταιρείας και έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ και πρόστιμα σε διευθυντές καταστημάτων και αστυνομικούς. Συνολικά, έχουν απαγγελθεί κατηγορίες σε 15 άτομα.
Η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου αναμένεται στις 15 Ιουνίου.
Ο δικηγόρος της Ikea France, Εμανουέλ Νταούντ, αρνήθηκε ότι υπήρχε συστηματική παρακολούθηση στα καταστήματα της Ikea στη Γαλλία -περισσότερα από 24 την εποχή εκείνη- και ζήτησε να αποσυρθούν οι κατηγορίες εναντίον της εταιρείας. Υποστήριξε ότι οποιεσδήποτε παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής ήταν έργο ενός και μόνο ατόμου, του Ζαν-Φρανσουά Παρί, επικεφαλής του τμήματος διαχείρισης κινδύνων της γαλλικής μονάδας, ο οποίος, σύμφωνα με τον κ. Νταούντ, είχε ενεργήσει αυτοβούλως και χωρίς να το γνωρίζει η διοίκηση της εταιρείας. Κάτι που, όμως, διαψεύδει ο Παρί.
Οι δικηγόροι των θυμάτων περιέγραψαν μια μεθοδική επιχείρηση που ακολουθούσε δύο διαδρομές: μία που αφορούσε τον έλεγχο του παρελθόντος και του ποινικού μητρώου των υποψήφιων για μια θέση εργασίας και των εργαζομένων εν αγνοία τους και ένα δεύτερο το οποίο στόχευε στην ηγεσία και τα μέλη ενώσεων των εργαζομένων.
Ντετέκτιβ, μυστικοί πράκτορες και άλλα…
Ο Φουρέ παρακολούθησε εκατοντάδες άτομα που είχαν κάνει αίτηση για μια θέση εργασίας στα Ikea, συγκεντρώνοντας πληροφορίες από τα social media και άλλες πηγές για να επιταχύνει τον έλεγχο και την πρόσληψή τους, καθώς η Ikea επεκτεινόταν στη Γαλλία. Έλεγχε επίσης το ιστορικό ανυποψίαστων πελατών που ζητούσαν μεγάλες επιστροφές χρημάτων από τα Ikea.
Επίσης, κάποιοι διευθυντές καταστημάτων φέρονται να αξιοποιούσαν αστυνομικές πηγές για να αποκτήσουν πρόσβαση σε κρατικές βάσεις δεδομένων για άτομα που ζητούσαν εργασία, αναζητώντας στοιχεία για χρήση ναρκωτικών, κλοπές και άλλα σοβαρά αδικήματα. Άτομα με «λερωμένο» μητρώο δεν θα προσλαμβάνονταν, σύμφωνα με τους δικηγόρους των εναγόντων.
Όμως, όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, έτσι και στη Γαλλία, για να ελεγχθεί το μητρώο ενός ανθρώπου που ψάχνει δουλειά, πρέπει πρώτα να έχει συναινέσει ο ίδιος.
Η παρακολούθηση αφορούσε και εργαζόμενους καριέρας. Σε μία περίπτωση, ο Φουρέ κλήθηκε να διερευνήσει εάν η υποδιευθύντρια επικοινωνιών και εμπορευμάτων της Ikea France, που είχε πάρει άδεια ασθενείας ενός έτους για να αναρρώσει από ηπατίτιδα C, είχε παρουσιάσει παραποιημένα στοιχεία για τη σοβαρότητα της ασθένειάς της. Αυτό συνέβη όταν έγινε γνωστό ότι η ίδια είχε ταξιδέψει στο Μαρόκο. Ο Φουρέ φέρεται να προσέλαβε τότε κάποιον για να εμφανιστεί ως υπάλληλος αεροπορικής εταιρείας και να ζητήσει από την υπάλληλο της Ikea να προσκομίσει αντίγραφα των σφραγίδων διαβατηρίου της για να κερδίσει, δήθεν, ένα δωρεάν εισιτήριο. Το διαβατήριο επιβεβαίωσε το ταξίδι της στο Μαρόκο. Τελικά, απολύθηκε. Η ίδια είπε στους New York Times το 2012 ότι είχε ένα δεύτερο σπίτι στο Μαρόκο και είχε πετάξει εκεί για να αναρρώσει από την ασθένειά της. Είπε επίσης ότι απογοητεύτηκε τόσο από την απόλυσή της που αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει.
Το 2010, σε μια άλλη περίπτωση, ξέσπασαν εντάσεις όταν ο συνδικαλιστής Αντέλ Αμαρά ζήτησε από τους εργαζομένους καταστήματος της Ikea στη Φρανκοβίλ, βορειοδυτικά του Παρισιού, να κάνουν απεργία ζητώντας αυξήσεις 4%. Μια απεργία που, σύμφωνα με την εταιρεία, κόστισε εκατομμύρια ευρώ σε χαμένες πωλήσεις. Μετά από αυτό, υποστηρίζουν οι δικηγόροι των εναγόντων, στήθηκε ολόκληρο σύστημα κατασκοπείας.
Λίγο μετά την απόλυσή του, το 2011, ο Αμαρά, όπως ανέφερε σε συνέντευξή του, πήρε στα χέρια του ένα στικάκι USB. Το στικάκι παραδόθηκε, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, στον ίδιο από άτομο αγνώστων στοιχείων και περιείχε τα email που αποτέλεσαν και τη βάση για την αγωγή.
Στα έγγραφα περιλαμβάνονταν αποδείξεις ύψους σχεδόν 1 εκατ. ευρώ για εργασίες παρακολούθησης, καθώς και μία εσωτερική αναφορά 55 σελίδων για τον Αμαρά, η οποία περιλάμβανε από στοιχεία για τη συνδικαλιστική δράση του μέχρι ένα ψυχολογικό προφίλ και αρχεία από την εποχή που ήταν έφηβος. Περιείχαν επίσης λίστες με εκατοντάδες άτομα που είχαν ζητήσει δουλειά, εργαζομένους, αλλά και πελάτες. Όλα προς έλεγχο…
Ο Αμαρά παρέδωσε, όπως είπε, το USB στα γαλλικά media, προκαλώντας «σεισμό» που, με τη σειρά του, οδήγησε σε έρευνες της Αστυνομίας και στη δίκη που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Διαβάστε επίσης: