Ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες του ειδικού εκκαθαριστή του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου που «ξέχασε» να καταθέσει στο δικαστήριο δήλωση για συνέχιση της ποινικής διαδικασίας σε βάρος όσων κατηγορούνταν για απιστία, θα αναζητήσει ο εισαγγελέας.

Το αποφάσισε το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ενώπιον του οποίου εκδικάζεται εδώ και ενάμιση χρόνο η πολύκροτη υπόθεση με τα φερόμενα ως επισφαλή δάνεια του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου της περιόδου 2008-2010.

Η κατά πλειοψηφία απόφαση των δικαστών που ελήφθη την περασμένη Δευτέρα, να παύσει η ποινική δίωξη όλων των κατηγορουμένων για το βασικό αδίκημα της απιστίας και κατ’ επέκταση και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, συνοδεύτηκε από την απόφαση τους να αποστείλουν αντίγραφα της δικογραφίας στον εισαγγελέα, σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκειμένου για τις δικές του ενέργειες σε βάρος των διοικούντων την εταιρεία PQH.

Η εταιρεία που ανέλαβε ως ειδικός εκκαθαριστής του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου το 2013, όταν ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του από την Τράπεζα της Ελλάδος, κρίθηκε ότι κατέθεσε στο δικαστήριο εκπρόθεσμη δήλωση συνέχισης της ποινικής δίωξης των κατηγορουμένων για το αδίκημα της απιστίας, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να κηρύξει απαράδεκτη τη δίωξη τους για αυτή την κατηγορία.

Είναι ενδεικτικό ότι πλέον από τους αρχικά 35 κατηγορουμένους για τα δάνεια του Τ.Τ., η δίκη θα συνεχιστεί το Σεπτέμβρη μόνο για 5 εξ αυτών που αντιμετωπίζουν τη μοναδική κατηγορία που απέμεινε: της απάτης.

«Οι ευθύνες του ειδικού εκκαθαριστή»

Βάσει του… τροποποιημένου από τη ΝΔ  νέου Ποινικού Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ, η απιστία σε βάρος τραπεζικών ιδρυμάτων δεν διώκεται πλέον αυτεπαγγέλτως αλλά κατόπιν έγκλησης του φερόμενου ως παθόντα. Και για τις εκκρεμείς υποθέσεις δανειοδοτήσεων (εκατοντάδες ανά την Ελλάδα) απαιτείται δήλωση συνέχισης της ποινικής διαδικασίας.

Αν δεν συμβεί αυτό, παύει η ποινική δίωξη των κατηγορουμένων. Όπως και έγινε στη δίκη του  Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου.

Αν και ο ειδικός εκκαθαριστής παρίσταται στη δίκη ως πολιτική αγωγή (μάλιστα είναι ο μοναδικός πολιτικώς ενάγων καθώς το ελληνικό Δημόσιο είχε αποβληθεί στην έναρξη της δίκης), εντούτοις δεν κατέθεσε την απαιτούμενη δήλωση στο δικαστήριο μέσα στο 4μηνο της προθεσμίας. Ή έστω μέσα στους 3 μήνες και τις 23 ημέρες, πριν από το «λουκέτο» λόγω πανδημίας και στα δικαστήρια.

Οι δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων έκριναν ότι η στάση του εκκαθαριστή χρίζει εισαγγελικής διερεύνησης.

Γιατί δεν υπέβαλαν δήλωση εντός του 4μηνου με αποτέλεσμα να «τιναχθεί» η δίκη στον αέρα;

Κι αν ακόμα ευσταθεί ο ισχυρισμός τους για «πάγωμα» και αυτής της 4μηνης προθεσμίας, όπως όλων των δικαστικών προθεσμιών λόγω κορωνοϊού, γιατί περίμεναν να υποβάλουν τη δήλωση τους στο… παρά πέντε της λήξης της προθεσμίας και όχι νωρίτερα;

Το ερώτημα βέβαια που θέτουν έγκριτοι νομικοί είναι ποιο αδίκημα θα αναζητήσει ο εισαγγελέας σε βάρος της διοίκησης της PQH. Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ΚΠΔ, οι δικαστές οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στην εισαγγελική αρχή οτιδήποτε πληροφορούνται για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως.

Κι εδώ, τονίζουν οι ίδιες νομικές πηγές, το μόνο πιθανό αδίκημα σε βάρος των διοικούντων, αυτό της απιστίας, δεν διώκεται πλέον αυτεπαγγέλτως. Τα μέλη της διοίκησης του εκκαθαριστή του ΤΤ θα πρέπει να… αυτομηνυθούν.

 Το χρονικό 

Η PQH που διορίστηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος για να λειτουργήσει ως Ενιαίος Ειδικός Εκκαθαριστής για όλα τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα υπό ειδική εκκαθάριση στην Ελλάδα (18 σήμερα στον αριθμό), διαφημίζει στο site της ότι «με γνώμονα το όφελος όλων των εμπλεκομένων μερών – οφειλετών και πιστωτών – αποστολή της είναι η έγκαιρη και αποτελεσματική ρευστοποίηση και η μεγιστοποίηση της αξίας του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων των υπό ειδική εκκαθάριση ιδρυμάτων».

Μεταξύ αυτών και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου που, σε αυτή τη δίκη, φέρεται κατά το παραπεμπτικό βούλευμα να ζημιώθηκε με εκατομμύρια ευρώ.

Σε αυτή τη δίκη λοιπόν, ο ειδικός εκκαθαριστής είχε περιθώριο μέχρι τις 18 Μαρτίου του 2020 να δηλώσει την πρόθεση του για τη συνέχιση της ποινικής δίωξης που το 2014 είχε ασκηθεί αυτεπάγγελτα με βάση τον παλιό Ποινικό Κώδικα αλλά με βάση το νέο ΠΔ απαιτείται έγκληση του παθόντα.

Μέχρι τις 11 Μαρτίου, μόλις 7 μέρες δηλαδή πριν εκπνεύσει η προθεσμία, ο εκκαθαριστής δεν είχε καταθέσει καμία δήλωση στο δικαστήριο.

Από τις 13 Μαρτίου, η μεγάλη περιπέτεια που ακούει στο όνομα «Κορωνοϊός», έβαλε μερικό «λουκέτο» και στα δικαστήρια. Αλλά με βάσει τη σχετική ΚΥΑ δόθηκε αναστολή σε όλες τις δικαστικές προθεσμίες.

Στις 13 Απριλίου, ωστόσο, ακολούθησε μια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου βάσει της οποίας «η αναστολή των προθεσμιών δεν καταλαμβάνει την προθεσμία δηλώσεων επιθυμίας προόδου εκκρεμών ποινικών διαδικασιών, που είχαν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως, με αντικείμενο πράξεις που διώκονταν αυτεπαγγέλτως, για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση».

Μια μέρα μετά, στις 14 Απριλίου, ο ειδικός εκκαθαριστής κατέθεσε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών την απαραίτητη δήλωση συνέχισης της ποινικής δίωξης για το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.

Ή τουλάχιστον νόμιζε ότι την κατέθεσε. Γιατί ο δικηγόρος που έκανε την κατάθεση δεν προσκόμισε πληρεξούσιο της εταιρείας.

Η κορύφωση στο χρονικό μιας προαναγγελθείσας (βάσει του νέου ΠΚ) «κατάρρευσης» του κατηγορητηρίου, ήρθε αρχές Ιουνίου, στην πρώτη, μετά κορωνοϊού, συνεδρίαση του δικαστηρίου. Στην έδρα ανέβηκε μόνο η πρόεδρος (και όχι τα υπόλοιπα δύο μέλη της σύνθεσης του δικαστηρίου) και ζήτησε από τους δικηγόρους του εκκαθαριστή να προσκομίσουν και το πληρεξούσιο του δικηγόρου για να είναι νόμιμη η δήλωση τους.

Ακολούθησε ένας νομικός «πόλεμος» με τους συνηγόρους υπεράσπισης να αντιδρούν σθεναρά και να επιμένουν ότι η δήλωση είναι εκπρόθεσμη και δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή από το δικαστήριο.

Όπως τελικώς και έγινε…