Πρόοδο σε συγκεκριμένα σημεία των εμπορικών διαπραγματεύσεων έχουν κάνει ΗΠΑ και Κίνα και βρίσκονται κοντά στην οριστικοποίηση του περιεχομένου σημαντικού μέρους του πρώτου σκέλους της εμπορικής συμφωνίας. Αυτό ανακοινώθηκε από το γραφείο του Ύπατου Εκπροσώπου των ΗΠΑ για το Εμπόριο, Ρόμπερτ Λαϊτχάιζερ.

Ειδικότερα, η υπηρεσία εξέδωσε τη σχετική ανακοίνωση προκειμένου να αναφερθεί στην πορεία των διαπραγματεύσεων, μετά από μια νέα επαφή που είχαν ο  Λαϊτχάιζερ και ο υπουργός  Οικονομικών των ΗΠΑ Στίβεν Μνούσιν με τον αντιπρόεδρο της κινεζικής κυβέρνησης Λιου Χε.

«Υπήρξε πρόοδος σε συγκεκριμένη ζητήματα, με τις δύο πλευρές να βρίσκονται κοντά σε συμφωνία», αναφέρεται στην ανακοίνωση. «Οι συζητήσεις θα συνεχιστούν σε χαμηλότερο επίπεδο, ενώ οι ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι θα έχουν νέα επαφή στο εγγύς μέλλον», καταλήγει η ανακοίνωση.

Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε θέσει ως προθεσμία τις αρχές Μαρτίου για την επίτευξη μιας εμπορικής συμφωνίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα, υπό την απειλή πρόσθετων δασμών σε επιπλέον κινεζικές εισαγωγές 250 δισ. δολαρίων. Όμως, ο Λευκός Οίκος αποφάσισε τη μετάθεσή της μέχρι τη σύναψη μιας συμφωνίας. Η κίνηση αυτή ερμηνεύτηκε αρχικά ως θετική εξέλιξη στις εμπορικές διαπραγματεύσεις των δύο ισχυρών οικονομικών δυνάμεων.

Ανοιχτή η επιβολή δασμών

Απευθυνόμενος σε αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας, ο Ρόμπερτ Λαϊτχάιζερ είπε πως η επιλογή επιβολής νέων δασμών σε εισαγωγές κινεζικών προϊόντων θα πρέπει να παραμείνει ως απειλή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων προκειμένου να εφαρμόσει το Πεκίνο τα συμφωνηθέντα με τις ΗΠΑ. Την τοποθέτηση αυτή επιβεβαίωσε ο γερουσιαστής Ρομπ Πόρτμαν στο τηλεοπτικό δίκτυο του Bloomberg. «Ο κ. Λαϊτχάιζερ είναι σκληρός διαπραγματευτής. Η κινεζική κυβέρνηση το έχει συνειδητοποιήσει», δήλωσε ο κ. Πόρτμαν.

Ο εμπορικός πόλεμος που έχει κηρύξει η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ στην Κίνα από το 2018, με την επιβολή δασμών σε κινεζικές εισαγωγές άνω των 250 δισ. δολαρίων, έχει επιδεινώσει αρκετά τις προοπτικές ανάπτυξης στην παγκόσμια οικονομία. Μαζί με την επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας αποτελούν τους βασικούς παράγοντες ανησυχίας για τις επιδόσεις των ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της αμερικανικής. Μεταξύ των αιτημάτων που προβάλλει η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ είναι να καταργήσει το Πεκίνο όρο που αναγκάζει ξένες εταιρείες να μοιράζονται την τεχνογνωσία και τις καινοτομίες τους με κινεζικές για να δραστηριοποιηθούν στη χώρα.