Την επιστροφή στην κανονικότητα, μετά τις ανακατατάξεις που προκάλεσε η πανδημία, σηματοδοτούν τα έτη 2021 και 2022, αναφορικά με τις εμπορικές σχέσεις Ελλάδας – Γερμανίας.

Οι δυο χώρες διευρύνουν τη στενή και προνομιακή εμπορική τους σχέση, με τη Γερμανία να παραμένει στην πρώτη θέση ως εθνικός επενδυτής για την Ελλάδα, με 6,8 δισ. ευρώ συνολικές καθαρές άμεσες επενδύσεις και μερίδιο 18,3%.

Η εικόνα αυτή ενισχύεται παρά τις πληθωριστικές πιέσεις που επηρεάζουν τον εμπορικό τομέα, με αποτέλεσμα οι εμπορικές ροές Ελλάδας – Γερμανίας να διατηρούν θετικό πρόσημο μεταβολής και σε πραγματικούς όρους.

Όπως αναφέρει η μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών – ΙΟΒΕ με τίτλο “Η συμβολή των διμερών οικονομικών σχέσεων με τη Γερμανία στην οικονομία της Ελλάδας το 2021”, που πραγματοποιήθηκε με τη στήριξη του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου και παρουσιάστηκε, σήμερα, σε κοινή διαδικτυακή εκδήλωση:

– Το 2021 τα συνολικά κεφάλαια από άμεσες επενδύσεις νομικών και φυσικών προσώπων κατοίκων της Γερμανίας στην Ελλάδα αυξήθηκαν στα 6,8 δισ. ευρώ, έναντι 5,6 δισ. ευρώ το 2020. Έτσι, μετά την υποχώρηση του 2020 το απόθεμα άμεσων επενδύσεων προσεγγίζει το επίπεδο του 2018.

– Η Γερμανία βρίσκεται στην πρώτη θέση στην κατάταξη χωρών προέλευσης άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα σε όρους συνολικών κεφαλαίων για το 2021 με 6,8 δισ. ευρώ και με μερίδιο 18,3%. Ακολουθούν το Λουξεμβούργο (€6,6 δισ.), η Ολλανδία (€6,2 δισ.) και η Ελβετία (€3,0 δισ.).

– Οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων στη Γερμανία ανήλθαν στα 2,8 δισ. ευρώ το 2021, καταγράφοντας άνοδο κατά 21% σε σχέση με το 2020, ενώ το 2022 αυξήθηκαν περαιτέρω στα 3,4 δισ. ευρώ. Η αξία των εισαγωγών προϊόντων από τη Γερμανία προς την Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 6,9 δισ. ευρώ το 2021 (+18,3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος) και στα 8,0 δισ. ευρώ το 2022. Ως αποτέλεσμα, το εμπορικό έλλειμμα αγαθών στο διμερές εμπόριο Ελλάδας – Γερμανίας ενισχύθηκε στα 4,1 δισ. ευρώ το 2021 και στα 4,9 δισ. ευρώ το 2022.

– Αντίθετα, στις υπηρεσίες η Ελλάδα καταγράφει διαχρονικά πλεόνασμα στο διμερές εμπόριο (1,8 δισ. ευρώ το 2021 και 2,3 δισ. ευρώ το πρώτο ενιάμηνο του 2022), καθώς οι εισπράξεις από τη Γερμανία διατηρούνται σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με τις πληρωμές για υπηρεσίες προς τη Γερμανία (3,2 δισ. ευρώ έναντι 1,4 δισ. ευρώ αντίστοιχα το 2021 και 3,7 δισ. ευρώ έναντι 1,3 δισ. ευρώ αντίστοιχα στο πρώτο ενιάμηνο του 2022).

Παράλληλα, από την ανάλυση στοιχείων που πραγματοποιήθηκε σε διευρυμένο δείγμα επιχειρήσεων – μελών του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου προκύπτει ειδικότερα ότι:

– Η συνολική επίδραση της δραστηριότητας του δείγματος το 2021, σε όρους ΑΕΠ, λαμβάνοντας υπόψη τη λειτουργία των εταιρειών, αλλά και το επενδυτικό πρόγραμμα που υλοποίησαν, εκτιμάται σε περίπου 6,8 δισ. ευρώ ή 3,8% του ΑΕΠ.

– Τα δημόσια έσοδα του κράτους από φόρους και εισφορές που προκύπτουν άμεσα από την τακτική λειτουργία των ανωτέρω εταιρειών εκτιμώνται σε 544 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 118 εκατ. ευρώ αντιστοιχούν σε εργοδοτικές εισφορές, ενώ αν περιληφθούν οι έμμεσες και προκαλούμενες επιδράσεις, τα έσοδα από φόρους και εισφορές το 2021 εκτιμώνται σε 1,2 δισ. ευρώ.

– Σε όρους απασχόλησης η συμβολή των συμμετεχόντων εταιρειών στην έρευνα διαμορφώνεται σε 65 χιλ. θέσεις εργασίας, εκ των οποίων οι 22,8 χιλ. απασχολούνται άμεσα στις επιχειρήσεις-μέλη του Επιμελητηρίου.

– Για κάθε αύξηση κατά ένα ευρώ του ακαθάριστου προϊόντος που παράγεται από τις εταιρείες-μέλη του Επιμελητηρίου οδηγεί σε αύξηση του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας κατά 1,4 ευρώ, με τον αντίστοιχο πολλαπλασιαστή να ανέρχεται στο 1,7 σε όρους απασχόλησης. Λαμβάνοντας υπόψη και τις προκαλούμενες επιδράσεις, ο συνολικός πολλαπλασιαστής ΑΕΠ ανέρχεται σε 1,5. Συνεπώς, σε κάθε ευρώ άμεσης συνεισφοράς των εταιρειών-μελών αντιστοιχεί 1,5 ευρώ συνολικής συνεισφοράς στο ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας.

– O αντίστοιχος πολλαπλασιαστής για την απασχόληση ανέρχεται σε 2,3 – δηλ. σε κάθε εργαζόμενο στις επιχειρήσεις-μέλη του Επιμελητηρίου αντιστοιχεί συνολική συνεισφορά στην απασχόληση ίση με περίπου 2,3 θέσεις απασχόλησης σε εθνικό επίπεδο. Ισοδύναμα, για κάθε μία θέση που δημιουργείται στις επιχειρήσεις-μέλη ανοίγει τουλάχιστον άλλη 1 θέση σε άλλους κλάδους της οικονομίας.

Η μελέτη παρουσιάστηκε από τον Υπεύθυνο Τμήματος Μικροοικονομικής Ανάλυσης και Πολιτικής του ΙΟΒΕ, κ. Svetoslav Danchev, με εισαγωγή και σχολιασμό από τον Γενικό Διευθυντή του ΙΟΒΕ, Καθηγητή Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Νίκο Βέττα.

Ο Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων και Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.), κ. Ορέστης Καβαλάκης, τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι από τον Ιούλιο του 2019 έως και σήμερα εγκρίθηκαν 36 νέα σχέδια στρατηγικών επενδύσεων, συνολικού προϋπολογισμού άνω των 8 δισ. ευρώ, ενώ στο πλαίσιο του νέου Αναπτυξιακού Νόμου στα δυο πρώτα καθεστώτα της μεταποίησης και του τουρισμού, εντάχθηκαν στο μεν πρώτο 401 αιτήσεις συνολικής αξίας άνω του 1 δισ. ευρώ και στο δεύτερο 562 αιτήσεις με τη συνολική αξία τους να διαμορφώνεται στο 1,6 δισ. ευρώ. Αναφερόμενος στα ΣΔΙΤ, ο κ. Καβαλάκης υπογράμμισε ότι τα εγκεκριμένα έργα φθάνουν τα 47, με το συνολικό προϋπολογισμό να ανέρχεται στα 7,1 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 36 εγκρίθηκαν από τον Ιούλιο του 2019. Αναφορικά με τη Δίκαιη Αναπτυξιακή Μετάβαση ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Ανάπτυξης υπογράμμισε ότι η Ελλάδα είχε το πρώτο εγκριθέν, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πρόγραμμα, το οποίο μάλιστα προβλέπει προσαύξηση 10% για τις περιοχές που εντάσσονται στα Εδαφικά Σχέδια Δίκαιης Μετάβασης (ΕΣΔΙΜ).

Ο Γενικός Διευθυντής και Μέλος Δ.Σ. του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Δρ. Αθανάσιος Κελέμης, υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι, “η Γερμανία λογίζεται για την Ελλάδα ένας σημαντικός στρατηγικός επενδυτικός εταίρος. Έχει τοποθετήσει κεφάλαια σε νευραλγικούς κλάδους της εθνικής οικονομίας, με χαρακτηριστικότερους τομείς τις τηλεπικοινωνίες, τις νέες τεχνολογίες και την ενεργειακή αγορά”. Όπως σημείωσε ο κ. Κελέμης “η Γερμανία δεν εξασφαλίζει στην Ελλάδα μόνο κεφαλαιακές ροές. Στην πλειονότητά τους οι επενδύσεις συνοδεύονται και από τη μεταφορά τεχνολογίας υψηλής ποιότητας και εξειδίκευσης και για μια χώρα όπως η Ελλάδα, είναι σημαντικό από κάθε επενδυτική κίνηση να κερδίζει και τεχνολογική υπεραξία”.

Ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, Καθηγητής Νίκος Βέττας, τόνισε ότι “η μελέτη εστιάζει σε δύο κρίσιμες για την ελληνική οικονομία συνθήκες, την αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων και οι οποίες ευνοούνται στο πλαίσιο των οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, που έχουν θετική πορεία τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά”. Όπως σημείωσε “είναι σημαντικό να υπάρξει μια πορεία ενίσχυσης των εμπορικών και επενδυτικών σχέσεων της Ελλάδας με τη Γερμανία και τους άλλους μεγάλους εταίρους, με έμφαση στο τεχνολογικό περιεχόμενο των επενδύσεων και την ποιοτική αναβάθμιση των εξαγωγών”.

Διαβάστε επίσης:

ΕΕ: Οριστικό τέλος στους θερμικούς κινητήρες αυτοκινήτων το 2035