Ενώ οδεύει προς το τέλος της η προσπάθεια διάσωσης της Avramar με την ανάδειξη στις επόμενες ημέρες του προτιμητέου επενδυτή, το μέγεθος των αναταράξεων που προκάλεσε στον κλάδο η πτώση του ισχυρότερου ομίλου στην εγχώρια αγορά ιχθυοκαλλιέργειας είναι κάτι παραπάνω από εμφανές.

Όπως αποτυπώνεται στην ετήσια έκθεση Υδατοκαλλιέργειας του ΕΛΟΠΥ για το 2023 ο κλάδος βρέθηκε υπό ασφυκτικό κλοιό τόσο λόγω των πληθωριστικών πιέσεων όσο και από την έλλειψη ρευστότητας και τη διαδικασία εξυγίανσης της Avramar. Σε αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας και με την όξυνση του ανταγωνισμού από την Τουρκία, η οποία όχι μόνο αυξάνει την παραγωγή της αλλά αξιοποιεί όλο και πιο δυναμικά το δίκτυο διανομής που αναπτύχθηκε από ελληνικές επιχειρήσεις, η παραγωγή ήταν μειωμένη τόσο σε όγκο όσο και σε αξία ενώ πτωτικά κινήθηκαν και οι εξαγωγές.

1

Πτώση της παραγωγής και χαμηλές τιμές

Όπως αναφέρεται στην έκθεση το 2023 ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά που έθεσε σε δοκιμασία την αναπτυξιακή προοπτική του κλάδου καθώς για 2η συνεχόμενη χρονιά μετά την ρωσική επίθεση στην Ουκρανία το 2022, οι επιχειρήσεις υδατοκαλλιέργειας βρέθηκαν εγκλωβισμένες σε ένα πιεστικό περιβάλλον υψηλού κόστους παραγωγής, χαμηλών τιμών και περιορισμένης πρόσβασης σε κεφάλαια κίνησης. Η πίεση εντάθηκε περαιτέρω και από τις κλιμακούμενες πληθωριστικές πιέσεις που παρατηρήθηκαν στα τρόφιμα τόσο στις ευρωπαϊκές αγορές όσο και στις ΗΠΑ, οι οποίες είχαν σημαντικό αντίκτυπο στις τιμές των ψαριών.

Αυτό είχε αρνητικό αντίκτυπο στα οικονομικά αποτελέσματα των περισσότερων εμπόρων και παραγωγών στην ΕΕ για το έτος 2023 διότι σε αρκετές περιπτώσεις τα θαλασσινά πωλήθηκαν κάτω από την τιμή κόστους ή με ελάχιστα περιθώρια κέρδους.

Ενώ όπως τονίζεται όποια προσπάθεια προσαρμογής των τιμών είχε ως συνέπεια είτε την απώλεια όγκου πωλήσεων και εσόδων είτε την πώληση σχεδόν σε τιμές κόστους. Η ζήτηση άρχισε να ανακάμπτει μόλις το τελευταίο τρίμηνο του έτους και οι επιχειρήσεις του κλάδου κατάφεραν να εφοδιάσουν τις αγορές ανατρέποντας εν μέρει την αρνητική πορεία του έτους.

Σε αυτό το περιβάλλον λειτουργίας οι περισσότερες ελληνικές εταιρείες ιχθυοκαλλιέργειας κατάφεραν να διατηρήσουν την παραγωγή τους και να εφοδιάσουν τις αγορές, ενώ υπήρξαν και εκείνες που μείωσαν την παραγωγή τους και επικεντρώθηκαν στη διασφάλιση μακροχρόνιας σταθερότητας. Το 2023 ο όγκος παραγωγής ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας ανήλθε σε 131.300 τόνους, αξίας 752,5 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας πτώση 4,2 % ως προς τον όγκο και την αξία πωλήσεων σε σχέση με το προηγούμενο έτος (137.000 τόνοι αξίας 787 εκατ. Ευρώ). Η τσιπούρα και το λαβράκι αποτελούν το 92% της παραγωγής και το υπόλοιπο 8% αποτελείται από άλλα μεσογειακά είδη όπως ο κρανιός και το βραχύπτερο φαγκρί.

Πτωτικά και οι εξαγωγές

Οι εξαγωγές σε εμπορικό επίπεδο το πρώτο ενιάμηνο του 2023 κατέγραφαν πτώση που κυμάνθηκε από 14% έως και 24% μηνιαίως δημιουργώντας ισχυρές πιέσεις στην ρευστότητα των εταιρειών. Η όποια προσπάθεια προσαρμογής των τιμών είχε ως συνέπεια είτε την απώλεια όγκου πωλήσεων και εσόδων είτε την πώληση σχεδόν σε τιμές κόστους. Η ζήτηση άρχισε να ανακάμπτει μόλις το τελευταίο τρίμηνο του έτους και οι επιχειρήσεις του κλάδου κατάφεραν να εφοδιάσουν τις αγορές ανατρέποντας εν μέρει την αρνητική πορεία του έτους. Συνολικά το 2023 οι εξαγωγές παρουσίασαν πτώση 3,7% φτάνοντας τους 100.361 τόνους ενώ συνεχίστηκε και η αναζήτηση νέων αγορών και νέων μορφών προϊόντων που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την εξωστρέφεια του κλάδου τα επόμενα χρόνια. Οι μέσες τιμές (FOB εξαγωγής, όλα τα μεγέθη και αγορές) διαμορφώθηκαν στα 5,24 €/kg για την τσιπούρα και στα 6,36 €/kg για το λαβράκι.

Aν και το 2023 οι κλιμακούμενες πληθωριστικές πιέσεις στα τρόφιμα είχαν σημαντικό αντίκτυπο στις πωλήσεις ψαριών η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια διατήρησε την έντονη εξωστρέφεια της. Το 83% της παραγωγής διατέθηκε σε 36 αγορές εκτός Ελλάδας και το υπόλοιπο 17% της παραγωγής στην εγχώρια αγορά. Μηνιαίως οι εξαγωγές κυμάνθηκαν από 6.000 έως 10.000 τόνους Πιο συγκεκριμένα το 2023 εξάχθηκαν 100.361 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού αξίας 572,04 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας πτώση 3,7% ως προς τον όγκο και 4,6% ως προς την αξία σε σχέση με το 2022 (δεν περιλαμβάνονται οι εξαγωγές φιλέτων).

Οι κυριότερες αγορές ωστόσο είναι στην EE όπου παραδοσιακά η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία απορροφούν πάνω από τη μισή Ελληνική παραγωγή. Σε αυτές τις 3 χώρες πωλήθηκε το 2023 το 61% της ελληνικής παραγωγής ή το 73% των εξαγωγών. Αν εξαιρέσουμε τις ΗΠΑ, Ολλανδία, Γερμανία, Βουλγαρία, Πορτογαλία, Ρουμανία Καναδά, Κύπρο και Αγγλία όπου εξαγωγές κυμάνθηκαν από 1.000 – 5.000 τόνους, σε όλες τις υπόλοιπες 24 χώρες όπου οι εξαγωγές κυμάνθηκαν κάτω των 800 τόνων. Οι μέσες τιμές εξαγωγής το 2023 ήταν πιεσμένες κυρίως για το λαβράκι. Η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας κυμάνθηκε στα 5,24 €/κιλό παρουσιάζοντας οριακή βελτίωση 0,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος ενώ για το λαβράκι η μέση τιμή πώλησης μειώθηκε κατά 2,6 % στα 6,3 €/κιλό.

Καλύτερη η εικόνα το 2024

Πάντως σύμφωνα με τα διαθέσιμα μέχρι τώρα στοιχεία του 2024, όπως αναφέρεται στην έκθεση, οι αγορές φαίνεται να έχουν σταθεροποιηθεί και η ζήτηση να έχει τονωθεί, οι τιμές να διατηρούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα ενώ το κόστος παραγωγής έχει βελτιωθεί λόγω των αποπληθωριστικών τάσεων στις πρώτες ύλες των ιχθυοτροφών. Ωστόσο η πορεία των εξαγωγών καταγράφει πτώση 5% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.

Διαβάστε επίσης

Σπριντ του Σάμι Φάις με Under Armour και UGG

Το σχέδιο του Νίκου Λαβίδα για να «πατήσει γκάζι» η ΑΒ Βασιλόπουλος

Isomat: Επενδυτικό πλάνο 23,5 εκατ. ευρώ και one stop shop για τις ενεργειακές αναβαθμίσεις