Οι χρεώσεις και οι προμήθειες στις τραπεζικές συναλλαγές, όπως και τα έξοδα διαχείρισης λογαριασμών, ήρθαν για να μείνουν.

Και αν το προηγούμενο διάστημα οι τράπεζες ακολουθούσαν μία πιο συντηρητική πολιτική ως προς την τιμολόγηση αυτών των χρεώσεων, πλέον έχουν το «ελεύθερο» και από τον επόπτη τους τον SSM, «να αποφασίσουν ποιες στρατηγικές οδούς πρέπει να ακολουθήσουν ούτως ώστε να δημιουργήσουν διατηρήσιμα κέρδη».

Το επόμενο βήμα στο οποίο θα προχωρήσουν οι τράπεζες, είναι σύμφωνα με πληροφορίες του mononews.gr η επιβολή εξόδων διαχείρισης στους λογαριασμούς εκείνων των πελατών που επιμένουν να πηγαίνουν στο γκισέ για να πραγματοποιήσουν αναλήψεις ή καταθέσεις μικρών ποσών.

Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι αν τα ποσά ανάληψης είναι μικρότερα από ένα ελάχιστο όριο –που θα διαμορφώνεται στην περιοχή των 400 ευρώ-, και ανάλογο για τις καταθέσεις θα πληρώνουν ένα ποσό ως έξοδο διαχείρισης.

Στο μεταξύ αναμένεται το πόρισμα της Επιτροπής Ανταγωνισμού –δεν αποκλείεται και η επιβολή κυρώσεων- μετά την έφοδο διαρκείας 2 ημερών που πραγματοποίησαν κλιμάκια της και στις τέσσερις συστημικές τράπεζες.

Ο έλεγχος είχε στόχο να διερευνήσει αν οι τράπεζες σε συνεννόηση προχώρησαν στην αύξηση των τιμολογίων τους (εναρμονισμένη πρακτική) για τις χρεώσεις και τις προμήθειες που εισπράττουν σε σειρά τραπεζικών εργασιών, που έχουν να κάνουν από την πληρωμή ενός λογαριασμού –σε όλα τα κανάλια εξυπηρέτησης-, μέχρι την αποστολή εμβασμάτων και την έκδοση επιταγών.

Ένα μήνα μετά τον έλεγχο, η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν έχει εκδώσει κάποιο πόρισμα, ούτε έχει προχωρήσει σε κάποια άλλη ενέργεια. Από την πλευρά του, τώρα, ο SSM «νίπτει τας χείρας του» σημειώνοντας πως αρμόδιες να κρίνουν το ύψος των χρεώσεων είναι μόνο οι εθνικές αρχές προστασίας του καταναλωτή.

Ωστόσο οι τράπεζες έχουν «ατύπως» πάρει το «πράσινο φως» από τον SSM και τον επικεφαλής του κ. Αντρέα Ενρία, ο οποίος απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή κ. Δημ. Παπαδημούλη απάντησε πως: «Το β΄ τρίμηνο του 2019 η συνεισφορά των προμηθειών και των χρεώσεων στα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών υπό την εποπτεία της ΕΚΤ ήταν μικρότερη από το μισό της αντίστοιχης συνεισφοράς σε τράπεζες άλλων χωρών οι οποίες εφαρμόζουν παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα (περίπου 16% έναντι 33%, μετρούμενη σε κυλιόμενη βάση τεσσάρων τριμήνων).».

Που σημαίνει όλα καλά καμωμένα.

Μάλιστα ο κ. Ενρία διευκρινίζει πως οι διοικήσεις των τραπεζών είναι εκείνες που θα αποφασίσουν «ποιες στρατηγικές οδούς πρέπει να ακολουθήσουν ούτως ώστε να δημιουργήσουν διατηρήσιμα κέρδη», επισημαίνοντας ότι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες « προσπαθούν σκληρά να επανέλθουν σε κερδοφορία έπειτα από χρόνια κατά τα οποία κατέγραφαν ζημίες», αναγνωρίζοντας βέβαια ότι το σημαντικότερο είναι να δοθεί λύση στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.