ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Το ράλι της ΤΙΤΑΝ, το νέο Βατερλώ της Απαλαγάκη, το κινεζικό μαρτύριο για τον Μάνο, τα υπερόπλα Πιτσιλή, η αλήθεια για τη Μιράντα Πατέρα και ο γάτος Dollar, ο αεικίνητος Πιέρ και ο θαρραλέος πολιτικός με την κομμώτρια
Η εταιρεία λειτουργούσε τότε (όπως και τώρα) 4 εργοστάσια και 1.200 εργαζομένους.
Το δέλεαρ ειδικά εκείνη την εποχή να αλλάξει μία εταιρεία έδρα ήταν ήδη πολύ μεγάλο και αρκετές μεγάλες εταιρείες είχαν (έως το 2019) κάνει αυτό το βήμα, είτε για να απολαμβάνουν ελκυστικότερα επιτόκια από τράπεζες – και να είναι πιο ανταγωνιστικοί με τους διεθνείς παίκτες – είτε και για λόγους φορολογίας διατηρώντας πάντα όμως τις εγκαταστάσεις τους στην Ελλάδα.
Εκείνη την εποχή λοιπόν η «σιδηρά κυρία» της βιομηχανίας έχει πει:
«Εμείς εδώ πετύχαμε, οι ρίζες μας είναι σε αυτή την χώρα, δεν υπάρχει ενδεχόμενο ποτέ να φύγουμε. Είμαστε στην ζωή του Έλληνα εδώ και 93 χρόνια, οπότε το θεωρώ καθήκον μου υποχρέωση μου να μείνουμε εδώ, δεν το συζητώ.
Δυσκολίες είχαμε και από ότι φαίνεται θα συνεχίσει να έχουμε. Εμείς θα είμαστε εδώ. Θα επενδύσουμε εδώ, θα πληρώσουμε τους φόρους μας εδώ και όπως πολλές φορές λέω, και είναι λιγάκι μη τεχνοκρατικό, ίσως τώρα είναι περισσότερο ανάγκη να βοηθήσουμε εμείς που μπορούμε, την ελληνική οικονομία».
Και τελικά η κ. Παπαδοπούλου όχι μόνο δεν έφυγε από την Ελλάδα αλλά συνέχισε να επενδύει ως καλή επιχειρηματίας.
Τώρα στην κορυφαία κρίση του πλανήτη η ηγέτιδα της μεγάλης βιομηχανίας έρχεται ακόμα μια φορά να επιβραβεύσει τους εργαζόμενους της. Αποφάσισε να δώσει bonus 1,5 εκατ. ευρώ ποσό που για κάθε εργαζόμενο αντιστοιχούν, περίπου σε 1,250 ευρώ.
Η ανακοίνωση της απόφασης υπογράφεται από την ίδια και τον γιο της Ευάγγελο Αργυρόπουλο -Παπαδόπουλο.
Η γλυκιά ιστορία
Mια ημέρα του 1972 ο Ευάγγελος Παπαδόπουλος, ιδρυτής της ομώνυμης μπισκοτοβιομηχανίας, καθήμενος στο γραφείο του σκιτσάρισε σε ένα χαρτί ένα σχέδιο, τα τέσσερα παιδιά του, δύο αγόρια και δύο κορίτσια, να κρατώνται από το χέρι σε έναν κύκλο.
Μάλλον έτσι έβλεπε ο ίδιος το μέλλον της οικογενειακής βιομηχανίας.
Σε κάθε περίπτωση όμως θέλοντας να διασφαλίσει ότι τα πράγματα στο μέλλον θα κινηθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, το πρόχειρο σκιτσάκι έγινε το πασίγνωστο εμπορικό σήμα της εταιρείας.
Τον χειμώνα του 2008 η κυρία Ιωάννα Παπαδοπούλου, το ένα από τα τέσσερα παιδιά του, κατόρθωσε έπειτα από ένα σκληρό bras de fer με τον μεγαλύτερο «μπισκοτά» – εκτός των άλλων – της Ευρώπης να αποκτήσει το 100% των μετοχών.
Και το παράδοξο στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι το 40% που είχε απομείνει στην κυρία Παπαδοπούλου εξαγόρασε το… 60% που αντιπροσώπευε ο κ. Φρανκ Ριμπού, το «αφεντικό» του γαλλικού κολοσσού τροφίμων Danone. Το αντίτιμο ήταν 105 εκατ. ευρώ, ποσό το οποίο καλύφθηκε από δάνειο που εξέδωσαν από κοινού οι τράπεζες Alpha Bank και Eurobank.
Έπειτα από πολύμηνες συζητήσεις ήλθε ένα «βελούδινο διαζύγιο» και έκλεισε ένας κύκλος 16 χρόνων συμβίωσης του γαλλικού πολυεθνικού ομίλου με τη μεγαλύτερη ελληνική βιομηχανία μπισκότων.
Στην προκειμένη περίπτωση, όσοι τη γνωρίζουν θεωρούν πως η κυρία Παπαδοπούλου μάλλον μοιάζει στη γιαγιά της, την Κωνσταντινουπολίτισσα Μαρία Παπαδοπούλου, που είναι κατ’ ουσίαν αυτή που δημιούργησε την οικογενειακή παράδοση στην παραγωγή μπισκότων πριν από 91 χρόνια, το 1916. Τότε που τα τρία μικρά αγόρια, οι Νίκος, Ευάγγελος και Θεόφιλος, γιοι της Μαρίας Παπαδοπούλου, πωλούσαν στους δρόμους της Πόλης «ζωσμένοι» με τα κασελάκια τα μπισκότα που ετοίμαζε η μητέρα τους για να μπορεί η οικογένεια να επιβιώνει και να πληρώνουν τα δίδακτρα του σχολείου.
Ανάπτυξη στον Μεσοπόλεμο
Η παραγωγή μπισκότων στην ελληνική αγορά είναι ίσως μία από τις λίγες επιχειρηματικές δραστηριότητες που γνωρίζει ανάπτυξη μετά το καταστροφικό 1922. Πιο πριν υπήρχαν επιχειρήσεις μπισκοτοποιίας πολύ μικρές και με περιορισμένη δραστηριότητα.
Το μπισκότο σε εκείνες τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ήταν μάλλον είδος πολυτελείας. Η οικογένεια Παπαδοπούλου αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να ασχοληθεί – μέσα σε συνθήκες προσφυγιάς – με αυτό που γνωρίζει. Πώς άλλωστε θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά.
Η έξυπνη και δραστήρια εκείνη γυναίκα φρόντισε να δώσει και όνομα στα μπισκότα. Η επωνυμία τους ήταν «Πτι Μπερ», που δεν είναι άλλη από τη διεθνή ονομασία του τετράγωνου μπισκότου με τα δοντάκια.
Η παραγωγή τους λοιπόν σήμερα, εκτός των άλλων, έχει και ιστορικούς λόγους για την εταιρεία: ήταν τα πρώτα επώνυμα μπισκότα που παρασκεύασε.
Λίγα χρόνια αργότερα, το μοιραίο 1922, όταν ο Ελληνισμός άρχισε να ξεριζώνεται από τα παράλια της Ιωνίας και από την Κωνσταντινούπολη, η οικογένεια Παπαδοπούλου μπήκε και αυτή σε ένα καράβι με κατεύθυνση το λιμάνι της Μασσαλίας. Τότε πολλοί πήγαιναν εκεί…
Το καράβι έκανε στάση στον Πειραιά για να ανεφοδιασθεί και να συνεχίσει το ταξίδι του.
Η οικογένεια – η μητέρα και τα τρία αγόρια – κατέβηκαν στο λιμάνι και κάθησαν σε ένα καφενείο, παραγγέλλοντας καφέ και μπισκότα. Λέγεται λοιπόν πως όταν ο καφετζής παραξενεύτηκε με την παραγγελία, μη γνωρίζοντας τι είναι το μπισκότο, η μητέρα άλλαξε τα σχέδιά της και αντί της Γαλλίας αποφάσισε τελικώς να εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Πράγματι, εγκαταστάθηκαν σε έναν προσφυγικό συνοικισμό – όπως χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες – κοντά στον Λυκαβηττό· και η οικοτεχνία παραγωγής μπισκότων άρχισε και πάλι να λειτουργεί.
Σημειολογικά πάντως έχει ενδιαφέρον μια ιστορική «συνάντηση» τεσσάρων επιτυχημένων επιχειρηματικών οικογενειών, οι οποίες την εποχή εκείνη βρίσκονταν στο πρώιμο στάδιο των δραστηριοτήτων τους.
Η οικογένεια Παπαδοπούλου προμηθευόταν ορισμένες πρώτες ύλες για την παρασκευή των μπισκότων, όπως ήταν η σόδα και η αμμωνία, από το φαρμακείο Μαρινόπουλου που βρισκόταν στο κέντρο της Αθήνας και αρχικά τα προϊόντα πωλούνταν στο κατάστημα Θανόπουλου – η παλαιότερη ίσως επιχείρηση σουπερμάρκετ στην ελληνική αγορά – και αργότερα στο κατάστημα Βασιλόπουλου της οδού Βουλής.
Οι δουλειές πήγαν περίφημα, τόσο που η μικρή προσφυγική οικοτεχνία το 1935 κατόρθωσε να αποκτήσει το πρώτο εργοστάσιό της στην οδό Θεσσαλονίκης, στην περιοχή των Πετραλώνων, όπου το καμάρι ήταν ο ελβετικός φούρνος που διέθετε.
Μάλιστα, το εργοστάσιο εφοδιάστηκε με αυτόματη εγκατάσταση από την Ελβετία και παρήγαγε τρεις χιλιάδες μπισκότα την ημέρα. Την εποχή εκείνη η διακίνηση των μπισκότων γινόταν, εκτός από τα διάφορα καταστήματα, με μικροπωλητές που τα προμηθεύονταν από το εργοστάσιο.
Η μικρή βιομηχανία του Μεσοπολέμου παίρνει διαστάσεις αρκετά μεγαλύτερες στη μεταπολεμική εποχή, έτσι ώστε το 1950 η παραμένουσα ως ομόρρυθμος εταιρεία Βιομηχανία Μπισκότων Ν. & Ε. Ι. Παπαδοπούλου αγοράζει στην οδό Πέτρου Ράλλη το ακίνητο και το 1952 το νέο εργοστάσιο είναι έτοιμο. Συνεχίζει να παράγει μόνο μπισκότα, μια δουλειά που γνωρίζει πολύ καλά και κατέχει σχεδόν μονοπωλιακή θέση στην ελληνική αγορά. Στο ίδιο σημείο είναι και σήμερα η έδρα της επιχείρησης.
Το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης
Επόμενος σταθμός στην ιστορική εξέλιξη της επιχείρησης είναι το 1970, όταν διαπιστώνει ότι οι ανάγκες της αγοράς δεν μπορούν να καλυφθούν από την παραγωγική δυναμικότητα του εργοστασίου τής οδού Πέτρου Ράλλη. Έτσι κατασκευάζει το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης.
Δύο χρόνια αργότερα η επιχείρηση από ομόρρυθμη εταιρεία μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία και το 1974 διαθέτοντας «το καλύτερο διαβατήριο», την γκοφρέτα «Caprice», αρχίζει να κάνει και διεθνή καριέρα.
Το 1978 αποκτά τρίτο εργοστάσιο, αυτή τη φορά στον Βόλο. Και τα τρία εργοστάσια απασχολούνται με την παραγωγή μπισκότων, γκοφρετών και άλλων ομοειδών προϊόντων.
Μετά το 1980 η εταιρεία διευρύνει πλέον τις επιχειρηματικές δραστηριότητές της και διεισδύει και σε άλλες «όμορες» αγορές, όπως είναι η αρτοβιομηχανία (φρυγανιές, παξιμάδια, κριτσίνια κτλ.), η βιομηχανική ζαχαροπλαστική και τα προϊόντα snacks.
Και στις νέες δραστηριότητες η επιτυχία είναι προφανής, έτσι το 1990 η εταιρεία αποκτά το τέταρτο εργοστάσιό της, αυτή τη φορά στην περιοχή Οινοφύτων.
Από το 1989 όμως στη θέση του προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου εγκαθίσταται η κυρία Ι. Παπαδοπούλου, εκπροσωπώντας ουσιαστικά τη δεύτερη γενιά της επιχείρησης.
Η εταιρεία αναδιοργανώνεται πλήρως, προσαρμοζόμενη στις νέες συνθήκες της αγοράς, στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, και σε αυτό το πλαίσιο αναζητεί στρατηγικό σύμμαχο, που τον βρίσκει στη γαλλική BSN, η οποία το 1991 αποκτά το 10% και το 1994 ολοκληρώνει την παρουσία της στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, κατέχοντας το 40%.
Τον επόμενο χρόνο, το 1995 ο πολυεθνικός όμιλος θα αποκτήσει το 60%.
Είναι προφανές ότι πωλητές στην προκειμένη περίπτωση είναι τα άλλα μέλη της οικογένειας του Ευάγγελου Παπαδόπουλου. Η εταιρεία Ε. Ι. Παπαδόπουλος ΑΕ από το 1995 και εντεύθεν ακολουθώντας μια πραγματικά εντυπωσιακή πορεία έφθασε το 2006 να κατατάσσεται στην 31η σε κέρδη ελληνική βιομηχανία.
Σε όλο αυτό το διάστημα που η γαλλική Danone κατείχε την πλειοψηφία των μετοχών της ελληνικής βιομηχανίας, το «κουμάντο» ανήκε στη «σιδηρά κυρία».
Οι Γάλλοι βεβαίως και απήλαυσαν την πλειοψηφία των διανεμομένων μερισμάτων, αφού η λειτουργία της εταιρείας ήταν κερδοφόρα.
Υπολογίζεται ότι εισέπραξαν περί τα 50 εκατ. ευρώ, αλλά είναι γνωστό πως η οικογένεια Παπαδοπούλου είναι συντηρητική, ιδιαίτερα στη μερισματική της πολιτική, συμπεριφορά που δεν ικανοποιούσε τις διαθέσεις του πολυεθνικού ομίλου.
Οι διαπραγματεύσεις των δύο μερών δεν ήταν εύκολες.
Το επίδικο αυτή τη φορά ήταν ποιος θα κατέχει το 100% των μετοχών. Και η κυρία Παπαδοπούλου δεν ήταν διατεθειμένη να χάσει την οικογενειακή της επιχείρηση.
Η υπόθεση κρίθηκε και η ελληνική πλευρά διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι η Danone αποφάσισε να αποχωρήσει από τη διεθνή αγορά της αρτοποιίας.
Και λίγες ημέρες προτού ανακοινωθεί ότι η ελληνική βιομηχανία περνά εξ ολοκλήρου στα χέρια της κυρίας Παπαδοπούλου, ανακοινώθηκε ότι η Danone πούλησε τον κλάδο της αρτοποιίας στην Kraft.
Εν κατακλείδι η επιχείρηση Ε. Ι. Παπαδόπουλος ΑΕ διατηρεί όχι απλώς πλειοψηφική αλλά κυρίαρχη θέση στην αγορά, απασχολώντας περισσότερους από 1.000 εργαζομένους.
Το 70% της αγοράς του κλάδου της μπισκοτοποιίας ελέγχεται από την ίδια, ενώ και στους υπόλοιπους χώρους όπου δραστηριοποιείται διαθέτει σημαντικά μερίδια. Επίσης έχει σημαντικές επιδόσεις στον εξαγωγικό τομέα τα τελευταία 35 χρόνια.
Έτσι τελικά το εμπορικό σήμα της εταιρείας και ο συμβολισμός του πατέρα της έμεινε να θυμίζει τις στιγμές μιας άλλης εποχής.