ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Περισσότερα από 10 τρισεκατομμύρια δολάρια είναι έτοιμη να δώσει η Κίνα, τα επόμενα τέσσερα χρόνια, σε έργα υποδομής κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού (One Belt, One Road Initiative). Με την ανάπτυξη θαλάσσιων, οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων το Πεκίνο θέλει να δημιουργήσει διαδρόμους μεταφορών που θα εξυπηρετούν τις εμπορικές του συναλλαγές από την Ασία ως την Αφρική, την Μέση Ανατολή και την Ευρώπη.
Ο Βαλκανικός Δρόμος του Μεταξιού είναι το όνομα του δικτύου της διαδρομής μεταφορών και της εφοδιαστικής αλυσίδας που έχει αρχίσει να εδραιώνει η Κίνα στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η διαδρομή ξεκινά με την επένδυση ναυαρχίδα στο λιμάνι του Πειραιά και επεκτείνεται σε έργα υποδομής στις γειτονικές χώρες – δρόμοι, σιδηρόδρομοι, γέφυρες, θερμοηλεκτρικοί σταθμοί κλπ. Οι επιπτώσεις της κινεζικής στρατηγικής είναι δυνητικά τεράστιες επειδή μπορούν να μετατοπίσουν εμπορικούς και γεωοικονομικούς άξονες.
Η βαλκανική διάσταση της κινεζικής πρωτοβουλίας απασχόλησε διεθνές συμπόσιο στο Βερολίνο που διοργάνωσε η Εταιρεία Νοτιοανατολικής Ευρώπης (SOG) σε συνεργασία με την Επιτροπή Ανατολικών Υποθέσεων της Γερμανικής Οικονομίας, του Συνδέσμου Γερμανικών Εμποροβιομηχανικών Επιμελητηρίων και την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Βερολίνου. Στο συμπόσιο συμμετείχε και ο Γιώργος Τζογόπουλος, επιστημονικός συνεργάτης του ισραηλινού Μπεγκίν Σαντάτ Κέντρου για Στρατηγικές Έρευνες (BESA) αλλά και του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, ο οποίος μίλησε στη Deutsche Welle για τα βασικά ζητήματα που απασχόλησαν στην ημερίδα πολιτικούς και οικονομικούς αναλυτές, στελέχη υπουργείων, ευρωπαϊκών θεσμών και μεγάλων εταιρειών.
Η ευθύνη της ΕΕ
Επιφυλάξεις και κριτική για την παρουσία της Κίνας στην Νοτιοανατολική Ευρώπη εκφράστηκαν κυρίως από ομιλητές θεσμών της ΕΕ και της Γερμανίας. Πολλοί από αυτούς διαπιστώνουν το τελευταίο διάστημα αλλαγή στάσης στη δραστηριότητά της στο εξωτερικό. Δεν είναι πλέον η Κίνα του χαμηλού προφίλ αλλά μια Κίνα που θέλει να επιβάλει τους κανόνες του παιχνιδιού. Και όχι μόνο – οι Κινέζοι κινούνται με κάθε μυστικότητα, λείπει κάθε διαφάνεια για το πώς χρηματοδοτούν τις δραστηριότητές τους, οι προσφορές τους είναι σε τιμές ντάμπινγκ και δεν λαμβάνουν υπόψιν τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές για παράδειγμα σε ό,τι αφορά περιβαλλοντικά κριτήρια.
Αφετηρία αυτών των ενστάσεων δεν είναι τόσο οικονομικοί λόγοι όσο οι αμερικανικές πιέσεις που αφορούν την ασφάλεια, επισημαίνει ο Γιώργος Τζογόπουλος: «Πρόκειται για μια προσέγγιση που έχει ξεκινήσει από τις ΗΠΑ την εποχή του Μπαράκ Ομπάμα και συνεχίζεται επί Ντόναλτ Τραμπ. Υπό την πίεση της Ουάσιγκτον η ΕΕ και κατά μείζονα λόγο η καγκελάριος Μέρκελ προσπαθούν να αλλάξουν το πλαίσιο λειτουργίας της ΕΕ αναφορικά με την προσέλκυση κινεζικών επενδύσεων. Το πολύ μεγάλο πρόβλημα για την Ευρώπη είναι ότι κινεζικές εταιρίες είναι σε θέση να παίρνουν ένα μεγάλο μερίδιο της ευρωπαϊκής αγοράς καταθέτοντας υψηλότερες προσφορές σε διαγωνισμούς, πράγμα που πλήττει μεσοπρόθεσμα την ευρωπαϊκή βιομηχανία.»
Πιθανώς η κινεζική δραστηριότητα στα Βαλκάνια να συνιστά απειλή για τα οικονομικά συμφέροντα ευρωπαϊκών εταιρειών αλλά την ευθύνη για αυτή την εξέλιξη τη φέρουν τα δυτικά κράτη.
Κυρίως για τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων η Κίνα είναι σήμερα μια από τις λίγες εναλλακτικές που έχουν απομείνει. Ούτε η ένταξη τους στην ΕΕ προχωρά, ούτε διαπιστώνουν μεγάλο ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για επενδύσεις σε έργα που έχουν ανάγκη, Και εκτός αυτού, τονίζει ο Γιώργος Τζογόπουλος, «η Κίνα επωφελείται πάρα πολύ όχι μόνο από τη δυνατότητά της να επενδύει ή να δίνει δάνεια αλλά και από την πολύ καλή εικόνα που έχει στις χώρες αυτές ως μια χώρα που δίνει δουλειές σε ανθρώπους, οι οποίοι, σε διαφορετική περίπτωση θα πλήττονταν από την ανεργία και την φτώχεια.»
Η κομβική σημασία της Ελλάδας για την Κίνα
Συστατικό στοιχείο για τις εμπορικές συναλλαγές της Κίνας με την Ευρώπη αποτελεί η Ελλάδα. Το ενδιαφέρον της για ελληνικά λιμάνια προκύπτει από το γεγονός ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα κινεζικά προϊόντα μεταφέρονται δια της θαλάσσιας οδού, ότι η Ελλάδα είναι το πρώτο ηπειρωτικό κράτος μέλος της ΕΕ μετά τη Διώρυγα του Σουέζ και ότι προέκυψε η ευκαιρία να μισθώσει για δεκαετίες το λιμάνι του Πειραιά.
Εκτός από τη δραστηριοποίηση της COSCO στον Πειραιά υπάρχει έμμεση κινεζική συμμετοχή μέσω της γαλλοκινεζικής εταιρείας Terminal Link SAS και στον Οργανισμό Λιμανιού Θεσσαλονίκης. Έντονο κινεζικό ενδιαφέρον εκφράστηκε για το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, όπως επίσης και για το 30% των μετοχών του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος. Πέραν αυτού η κρατικών συμφερόντων State Grid Corporation of China απέκτησε τον Ιούνιο του 2017 το 24% των μετοχών του ΑΔΜΗΕ και έχει εκφράσει ενδιαφέρον για τον εκσυγχρονισμό μονάδων της ΔΕΗ, που αναμένεται να ανακοινωθούν τις επόμενες εβδομάδες. Επίσης έχει υπογραφεί σειρά ελληνοκινεζικών μνημονίων κατανόησης (MoU) και μνημονίων συνεργασίας (MoC) τα οποία αφορούν τη χρηματοδότηση προγραμμάτων στην ενέργεια, στις υποδομές, στο φωτισμό LED όπως και στην ανάπτυξη δικτύου οπτικών ινών.
Μια από τις ενστάσεις που εκφράστηκαν στο Βερολίνο αφορούσαν την πιθανότητα η Κίνα να αξιοποιήσει την οικονομική της δραστηριότητα για να ασκήσει επιρροή στις κυβερνήσεις των Βαλκανίων. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η Ελλάδα ασκεί βέτο σε διεθνείς συσκέψεις όταν πρόκειται για αποφάσεις με τις οποίες καταδικάζεται η Κίνα για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν τεκμηριώνει την υποψία ότι πιθανώς υποκύπτει σε κινεζικές πιέσεις; Ο Γιώργος Τζογόπουλος απορρίπτει αυτή την πιθανότητα.
Την ίδια στάση τηρεί η ελληνική κυβέρνηση και στην περίπτωση του Ιράν και της Αιγύπτου: «Η φιλοσοφία της είναι ότι δεν χρειάζεται εκ των προτέρων κριτική για τις επιδόσεις άλλων χωρών στα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά διάλογος. Άρα πρόκειται για μια πάγια ελληνική στάση που δεν αφορά μόνο την Κίνα.»
Το πόσο περιορισμένη είναι η κινεζική πολιτική επιρροή στην Αθήνα προκύπτει και από το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν συμμετέχει στην πρωτοβουλία της Κίνας και 16 κρατών της Νοτιοανατολικής, Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης επισημαίνει ο κ. Τζογόπουλος και εξηγεί: «Ένας από τους λόγους είναι ότι τα Σκόπια συμμετέχουν με τη συνταγματική τους ονομασία. Και βέβαια η Ελλάδα σε μια δύσκολη περίοδο για την εθνική της οικονομία δεν θέλησε να προκαλέσει περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεών της με την ΕΕ, γι´ αυτό απέφυγε και να το κάνει.»
Με άλλα λόγια, αποφασιστικός παράγοντας για τη στάση της Ελλάδας στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι το Πεκίνο αλλά οι Βρυξέλλες.
ΠΗΓΗ: Deutsche Welle