Την ώρα που οι εξαγωγές τροφίμων και ποτών προς τη μεγάλη αγορά των ΗΠΑ παρουσιάζουν ισχυρή δυναμική – με εξαγωγές ελιάς στα 201 εκατ. ευρώ και ελαιολάδου στα 75 εκατ. – οι δασμοί Τραμπ ανακατεύουν την τράπουλα.

Με τον κίνδυνο απώλειας μεριδίων αγοράς από ανταγωνιστικές χώρες όπως η Τουρκία, με πιο ευνοϊκή εμπορική πρόσβαση, ήτοι χωρίς δασμούς, να είναι πιο υπαρκτός από ποτέ.

1

Όπως επισημάνθηκε σε συνέδριο που διοργάνωσε η εταιρεία Μύλοι Σόγιας με θέμα «Βρώσιμα έλαια, διεθνής αγορά, βιομηχανία και έρευνα», το ελαιόλαδο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα προϊόντος υψηλής αξίας με μικρό μερίδιο στην αμερικανική αγορά – μόλις 3% επί των συνολικών εισαγωγών των ΗΠΑ και άρα μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης. Οι εξαγωγές ελαιολάδου προς τις ΗΠΑ φτάνουν τα 75 εκατ. ευρώ, ενώ οι ελιές αποτελούν ισχυρότερη κατηγορία, με εξαγωγές ύψους 201 εκατ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 27,4% των συνολικών εξαγωγών τροφίμων και ποτών προς την αγορά αυτή.

Η δυναμική της αμερικανικής αγοράς

Η σημασία της αμερικανικής αγοράς ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς την παγκόσμια κατανομή των εισαγωγών ελαιολάδου, σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας που παρουσίασε ο Μανώλης Γιαννούλης, πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου (ΕΔΟΕ). Με ετήσιους όγκους που ξεπερνούν τους 360.000 τόνους και μέσο όρο εξαετίας σχεδόν 373.000, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν μακράν τον μεγαλύτερο εισαγωγέα παγκοσμίως. Την ίδια στιγμή, η συμμετοχή της Ελλάδας παραμένει οριακή, γεγονός που αποτυπώνει το έλλειμμα εμπορικής διείσδυσης αλλά και τη δυνητικά μεγάλη ευκαιρία.

Αξιοσημείωτο είναι ότι, σε αντίθεση με άλλες μεγάλες αγορές όπως η Κίνα, η Ιαπωνία και η Βραζιλία, οι οποίες καταγράφουν πτώση ή στασιμότητα στις εισαγωγές ελαιολάδου, οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν σταθερά υψηλό όγκο και θετική δυναμική. Η κινεζική αγορά ειδικότερα εμφανίζει αισθητή κάμψη, με εισαγωγές κάτω από τους 45.000 τόνους και ρυθμό μεταβολής περίπου -12,6%, ενώ και η Ιαπωνία σημειώνει υποχώρηση. Το γεγονός αυτό ενισχύει τη σημασία της αμερικανικής αγοράς, όχι μόνο ως της μεγαλύτερης παγκοσμίως, αλλά και ως της πλέον σταθερής και προσανατολισμένης στην κατανάλωση ποιοτικού ελαιολάδου.

Οι προοπτικές στην παραγωγή

Το πρόβλημα εντείνεται από τις παραγωγικές αστάθειες που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια, αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης. Η ελαιοκομική περίοδος 2023/2024 ήταν μια από τις χειρότερες της τελευταίας δεκαετίας για τις μεγάλες ελαιοπαραγωγούς χώρες της Ε.Ε., με την Ελλάδα να περιορίζεται στους 120.000 τόνους, την Ισπανία στους 739.000 και την Πορτογαλία κάτω από τους 100.000. Η πτώση συνδέεται με παρατεταμένη ξηρασία, υψηλές θερμοκρασίες και απώλειες καρπού, οι οποίες επηρεάζουν πλέον διαχρονικά την απόδοση των ελαιοδέντρων.

Η επερχόμενη χρονιά αναμένεται να δώσει ανάσα. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του συνεδρίου, η Ελλάδα προβλέπεται να διπλασιάσει την παραγωγή της φτάνοντας τους 250.000 τόνους, ενώ η Ισπανία εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει το ένα εκατομμύριο. Όμως η ανάκαμψη αυτή δεν αίρει τις δομικές ανεπάρκειες στην εγχώρια αγορά, όπως την έλλειψη στοχευμένης εθνικής στρατηγικής, την απουσία οργανωμένης ενίσχυσης της παραγωγής, και τις χαμηλές επενδύσεις στον τομέα.

Όπως επισημάνθηκε στο συνέδριο της Μύλοι Σόγιας, την ώρα που χώρες όπως η Ισπανία συνεχίζουν τις φυτεύσεις νέων ελαιόδεντρων και επενδύουν σε δομές εξωστρέφειας με στόχο την υπερπαραγωγή άνω των 2 εκατ. τόνων, η Ελλάδα αντιμετωπίζει τη γήρανση του αγροτικού πληθυσμού και την αποδιοργάνωση της εσωτερικής αγοράς, με το χύμα προϊόν να παραμένει κυρίαρχο και τις επώνυμες συσκευασίες να υποχωρούν.

Νέο πεδίο ανταγωνισμού με την Τουρκία

Ο εξωτερικός ανταγωνισμός, από την άλλη πλευρά, εντείνεται. Η Τουρκία, με προβλεπόμενη παραγωγή 474.000 τόνων το 2024/2025, αποκτά σταθερά ρόλο βασικού προμηθευτή στην παγκόσμια αγορά, με ιδιαίτερα χαμηλούς δασμούς. Η Τυνησία, παρά την αστάθεια της, εκτιμάται ότι θα διπλασιάσει την παραγωγή της, ενώ η Αίγυπτος συνεχίζει τη σταθερή ενίσχυση του ρόλου της. Πρόκειται για χώρες που, πέρα από το παραγωγικό πλεονέκτημα κόστους, διαθέτουν πρόσβαση σε κρίσιμες αγορές όπως οι ΗΠΑ με λιγότερους περιορισμούς, με αποτέλεσμα να καθίστανται άμεσες απειλές για τα ελληνικά προϊόντα υψηλής ποιότητας.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η ανάγκη στρατηγικής στήριξης της ελληνικής ελαιοπαραγωγής είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ, αν η χώρα επιθυμεί να διατηρήσει τον ρόλο της ως εξαγωγική δύναμη και να μην παρακολουθεί από το περιθώριο την αναδιάταξη των ισορροπιών στην παγκόσμια αγορά, τονίστηκε. Μάλιστα επισημάνθηκε ότι ελαιοπαραγωγικές χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία εξετάζουν το ενδεχόμενο στήριξης των εξαγωγών τους.

Μύλοι Σόγιας: Επιστροφή στην κανονικότητα

Παρά το πιεστικό διεθνές περιβάλλον και την αυξημένη ανησυχία για τις εξαγωγές τροφίμων και ειδικότερα ελαιόλαδου και ελιών  προς τις ΗΠΑ, η Εκλεκτά Έλαια Α.Ε., θυγατρική του ομίλου Μύλοι Σόγιας της οικογένειας Γιαβρόγλου,  δεν αναμένεται ότι θα έχει ουσιαστικές επιπτώσεις. Άλλωστε παρά τη μεγάλη εξωστρέφεια που έχει,  η παρουσία της σε αγορές τρίτων χωρών δεν είναι τόσο μεγάλη, καθώς με βάση τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία, το 2023 διαμορφώθηκαν σε 2,97 εκατ. ευρώ, επί συνόλου κύκλου εργασιών 21,27 εκατ. ευρώ, δηλαδή περίπου στο 14%.

Νίκη Γιαβρόγλου, Επικεφαλής της θυγατρικής της Μύλοι Σόγιας, Ελληνικά Εκλεκτά Έλαια ΑΕ
Νίκη Γιαβρόγλου, Επικεφαλής της θυγατρικής της Μύλοι Σόγιας, Ελληνικά Εκλεκτά Έλαια ΑΕ

Η βασική δραστηριότητα της εταιρείας παραμένει η βιομηχανική παραγωγή (95% των πωλήσεων), ενώ ο εξαγωγικός της προσανατολισμός επικεντρώνεται κυρίως στην ευρωπαϊκή και εγχώρια αγορά, με έμφαση στα private label προϊόντα. Το γεγονός ότι η συμβολή της Εκλεκτά Έλαια στον συνολικό κύκλο εργασιών του ομίλου είναι πολύ περιορισμένη, καθιστά σαφές πως οι δασμολογικές πιέσεις δεν επηρεάζουν ουσιαστικά τη συνολική στρατηγική του ομίλου Μύλοι Σόγιας.

Άλλωστε, για τον ίδιο τον όμιλο Μύλοι Σόγιας, το 2024 καταγράφεται ως χρονιά επιστροφής στην κανονικότητα, όπως αναφέρουν πηγές κοντά στην εταιρεία. Με έσοδα 430 εκατ. ευρώ και βελτίωση των περιθωρίων κέρδους, η εταιρεία επανέρχεται στα επίπεδα κερδοφορίας του 2021, έπειτα από δύο έντονες χρονιές με  την εκτίναξη των τιμών το 2022, που ανέβασε τον τζίρο και την απότομη διόρθωση του 2023.

Παρά τη μείωση κατά 22,1% των πωλήσεων το 2023- αποτέλεσμα της πτώσης στις τιμές και στη ζήτηση για εμπορεύματα – το 2024 χαρακτηρίζεται από οικονομική σταθερότητα και επιχειρησιακή ισορροπία. Εξάλλου, ο όμιλος συνεχίζει να επενδύει στη διασπορά δραστηριοτήτων, με στρατηγικές εγκαταστάσεις από την Κόρινθο έως τις Σέρρες, διατηρώντας ρόλο βασικού παίκτη στην αγορά των ελαιούχων σπόρων και δημητριακών.

Ο όμιλος Μύλοι Σόγιας ξεκίνησε τη δραστηριότητά του στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ’50, όταν ο Ηλίας Ηλιάδης και ο Αριστοτέλης Οφλούδης ίδρυσαν την «Ελαιουργία & Βαμβακουργία Θεσσαλονίκης», μονάδα παραγωγής βαμβακέλαιου. Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά, με τον Στάθη Γιαβρόγλου στο τιμόνι αποτελεί έναν από τους πιο εδραιωμένους ελληνικούς παραγωγούς και επεξεργαστές ελαιούχων σπόρων, με ένα χαρτοφυλάκιο που περιλαμβάνει από σογιέλαιο, ηλιέλαιο και κραμβέλαιο, έως εξειδικευμένα προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας και επαγγελματικής χρήσης.

Διαβάστε επίσης

Diageo Hellas: Γενναιόδωρα μερίσματα στη μητρική παρά την πίεση στις πωλήσεις

Piaggio Hellas: Οι ισχυρές επιδόσεις και το 20ετές πήγαινε- έλα για ένα φορολογικό πρόστιμο

Προς λήξη τα μέτρα για την ακρίβεια – Σήμα από την αγορά με λιγότερες προσφορές