Για μήνες η Wall Street προσπαθούσε να ξεδιαλύνει ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια: ο κορυφαίος επενδυτής Γουόρεν Μπάφετ είχε ζητήσει από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ να κρατήσει μυστική τη συμμετοχή του σε μία εταιρεία.

Ύστερα από μήνες εικασιών, ο Μπάφετ αποφάσισε να αποκαλύψει το νέο του μεγάλο στοίχημα στα 93 του χρόνια: την ασφαλιστική εταιρεία Chubb.

H αποκάλυψη έγινε πριν λίγες ημέρες, ενώ νωρίτερα είχε φροντίσει να μειώσει τις θέσεις του σε εταιρείες όπως οι Apple, HP και Paramount πριν στραφεί σε μία αγαπημένη επιλογή της εταιρείας του, Berkshire Hathaway, τον κλάδο των ασφαλιστικών εταιρειών.

Άλλωστε, ο ίδιος είναι βαθιά εξοικειωμένος με τις business των ασφαλιστικών εταιρειών, καθώς ήδη στο χαρτοφυλάκιό του έχει τις ασφαλιστικές Geico, General Re και National Indemnity.

Η «αδυναμία» στις ασφαλιστικές εταιρείες

Μπορεί οι ασφαλιστικές εταιρείες να μην έχουν πρωταγωνιστήσει σε κάποιο πρόσφατο επεισόδιο φρενίτιδας της Wall Street, όμως ο «Σοφός της Όμαχα» δεν διστάζει με κάθε ευκαιρία να υποστηρίζει την επιλογή του.

Ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής έχει αποκαλέσει το τμήμα ασφάλισης περιουσίας και ζημιών της Berkshire τον «πυρήνα» της εταιρείας, καθώς συμβάλλει στην ρευστότητα του ομίλου, η οποία στη συνέχεια μπορεί να επανεπενδυθεί.

Όπως και σε προηγούμενα στοιχήματα του, ο δραστήριος επενδυτής έχτισε και στην περίπτωση της Chubb, μία ισχυρή θέση, με επένδυση ύψους 6,7 δισ. δολαρίων για την αγορά 26 εκατ. μετοχών.

Πρόκειται για την ένατη μεγαλύτερη συμμετοχή στο χαρτοφυλάκιο της Berkshire Hathaway, με την εταιρεία να είναι ο τρίτος μεγαλύτερος μέτοχος της ασφαλιστικής κατέχοντας το 6,4% των μετοχών της, που βρίσκονται σε κυκλοφορία.

Η περίπτωση της Chubb

Η Chubb, άλλωστε, η οποία δραστηριοποιείται σε 54 χώρες,  είναι μία από τις μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρείες ζημιών στις ΗΠΑ.

Ο διευθύνων σύμβουλός της, Evan Greenberg, έχτισε την Chubb μέσω της συγχώνευσης το 2016 των εταιρειών Ace Ltd. και Chubb Corp. δημιουργώντας μία τεράστια εταιρεία ασφαλιστικών υπηρεσιών, η οποία καλύπτει μια σειρά κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των επιθέσεων στον κυβερνοχώρο και της ναυτιλίας.

Ως λάτρης των οικονομικών δεδομένων, ο Μπάφετ φαίνεται ότι έλαβε υπόψιν στη νέα του επένδυση τα ισχυρά στοιχεία της εταιρείας και την ευρωστία της στον ασφαλιστικό κλάδο.

Όπως σημειώνει το Forbes, η Chubb έχει το πλεονέκτημα εντός των ΗΠΑ να αποτελεί την αγαπημένη επιλογή των super rich για την ασφάλιση των οχημάτων τους, των κατοικιών τους, των πολύτιμων τιμαλφών τους ακόμα και των περιουσιακών στοιχείων τους που σχετίζονται με την τέχνη.

Η μακροχρόνια επένδυση του Μπάφετ σε ασφαλιστικές εταιρείες –κατά καιρούς έχει επενδύσει μεταξύ άλλων στην Aon Plc, έναν μεσίτη ασφαλειών, αλλά και σε ανταγωνιστές του όπως η Marsh & McLennan Cos, τον δικαίωσε κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων για το α’ τρίμηνο του 2024 της Berkshire Hathaway.

Ο όμιλος ανακοίνωσε λειτουργικά κέρδη πρώτου τριμήνου ύψους 11,2 δισ. δολαρίων, αυξημένα κατά 39% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, χάρη –σε ένα μεγάλο βαθμό- στην κερδοφορία των ασφαλιστικών της εργασιών.

Άλλωστε ο κλάδος στο σύνολό του επωφελείται από την ισχυρή ζήτηση, με τα κέρδη από τις ασφαλιστικές εργασίες να καταγράφουν μία εντυπωσιακή αύξηση 185% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.

Το παρελθόν της Berkshire στον κλάδο της ασφάλισης

Ο Γουόρεν Μπάφετ μπορεί να μην είναι ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο –διατηρεί σταθερά μια θέση στην 10αδα των δισεκατομμυριούχων- αλλά μπορεί να υπερηφανεύεται ότι είναι από τους λίγους που έχουν καταφέρει να διατηρήσουν την περιουσία του για δεκαετίες.

Για κάποιους η «αδυναμία» του στον ασφαλιστικό κλάδο και στο πλεονέκτημα της ρευστότητας που προσφέρει, χάρισε στον Μπάφετ αυτό το χαρακτηριστικό.

Από το 1962 ξεκίνησε να χτίζει το μερίδιό του στην Berkshire, μια χρεοκοπημένη εταιρεία κλωστοϋφαντουργίας, η οποία εξελίχθηκε στο κύριο επενδυτικό του όχημα, για να δημιουργήσει ύστερα από δεκαετίες ένα ισχυρό χαρτοφυλάκιο με περίπου 60 συμμετοχές.

Ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει την Berkshire ως την πιο «ηλίθια» μετοχή που αγόρασε ποτέ, καθώς μία κόντρα που είχε με τον ιδιοκτήτη της, τον Seabury Stanton του «κόστισε» 200 δισ. δολάρια, όπως συνήθιζε να λέει.

«Θα μπορούσα να είχα πουλήσει τις μετοχές που είχα ήδη αγοράσει και να επενδύσω σε μία ασφαλιστική επιχείρηση», είχε αναφέρει το 2010 σε μία συνέντευξή του στο CNBC.

Σημαντικό μέρος του χαρτοφυλακίου της Berkshire Hathaway ήταν ανέκαθεν οι ασφαλιστικές εταιρείες. Η National Indemnity Company και η National Fire & Marine Insurance Company (που σήμερα αποτελεί μέρος της National Indemnity) αγοράστηκαν αμφότερες το 1967, ενώ ακολούθησαν η Geico το 1996 και η General Reinsurance το 1998.

Παράλληλα, ο Μπάφετ έχτισε ένα ισχυρό ετερογενές χαρτοφυλάκιο με σημαντικές θέσεις σε δεκάδες εταιρείες, στις οποίες δεν είχε τον έλεγχο, σε αντίθεση με τις ασφαλιστικές.

Σε μία επιστολή του προς τους μετόχους το 2002, ο Μπάφετ περιέγραψε το πλεονέκτημα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες βρίσκονται υπό την ομπρέλα του ομίλου του ως εξής: «Οι ασφαλιστικές δραστηριότητες της Berkshire Hathaway είναι τόσο καλά οργανωμένες που το μακροπρόθεσμο περιθώριο κέρδους της εταιρείας ήταν θετικό. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Berkshire Hathaway πληρώνεται στην πραγματικότητα για να παίρνει τα χρήματα άλλων ανθρώπων!».

Διαβάστε επίσης:

Warren Buffett: Αποκαλύφθηκε το νέο στοίχημα του μεγαλοεπενδυτή στον χρηματοπιστωτικό κλάδο

Berkshire: Πούλησε ολόκληρη τη συμμετοχή της στην Paramount – Ανέλαβε την ευθύνη για την «χασούρα» ο Μπάφετ

Berkshire Hathaway: Ρευστότητα ρεκόρ στα 188,99 δισ. δολάρια στο πρώτο τρίμηνο