ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Η εταιρεία, που βρίσκεται στο προσκήνιο από το 2004, αναλαμβάνει τώρα να τοποθετήσει τα μοναδικά της ρολόγια σε περισσότερους καρπούς, ωστόσο, αυτό είναι ένα δύσκολο εγχείρημα για ένα brand που συνήθως κατασκευάζει λιγότερα από 110 ρολόγια ετησίως.
Διάσημη για τα εξαιρετικά μηχανικά της “θαύματα”, που περιλαμβάνουν προσεγμένο φινίρισμα και μεγάλη ακρίβεια, έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια για την παραγωγή περισσότερων μοντέλων σε πιο προσιτές τιμές, προκειμένου να προσελκύσει το ενδιαφέρον περισσοτέρων αγοραστών.
Οι πελάτες της, είναι μέλη μιας ελίτ ομάδας συλλεκτών πολυτελών ρολογιών, οι οποίοι δεν αρκούν για να διατηρήσουν τη βιωσιμότητα της επιχείρησης.
Η αλλαγή πλεύσης
Η Greubel Forsey ξεκίνησε τη νέα της στρατηγική το 2020, κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, όταν οι πωλήσεις και η παραγωγή σταμάτησαν. Τότε εντάχθηκε στην εταιρεία και ο Διευθύνων Σύμβουλος Antonio Calce.
Εκείνη την εποχή, η Greubel Forsey διέθετε περίπου 95 τεχνίτες- σχεδόν έναν υπάλληλο ανά ρολόι – και η μέση τιμή ανά μονάδα κυμαινόταν γύρω στα 500.000 φράγκα (περίπου 514.000 ευρώ).
Ο ελβετικός όμιλος πολυτελών ετερογενών δραστηριοτήτων Richemont, που κατέχει τις Cartier, Van Cleef & Arpels και Vacheron Constantin, εξακολουθούσε να κατέχει μερίδιο 20% στο brand που είχε εξαγοράσει το 2006.
Αυτή η επένδυση, η οποία πραγματοποιήθηκε μόλις ένα χρόνο μετά την ίδρυση της εταιρείας από τους ωρολογοποιούς Robert Greubel και Stephen Forsey, ανέδειξε τη σημασία του έργου τους στον κλάδο.
Ο Γαλλικής καταγωγής Greubel, βετεράνος της IWC, εργαζόταν στην ελβετική ωρολογοποιία Renaud & Papi όταν συνάντησε τον Forsey, έναν Άγγλο ωρολογοποιό που κάποτε ειδικευόταν στην αποκατάσταση ρολογιών αντίκες.
DOUBLE TOURBILLON 30˚
Ξεκίνησαν μόνοι τους, δημιουργώντας περίπλοκους μηχανισμούς για άλλους – και το δικό τους επαναστατικό Double Tourbillon 30˚ – πριν η εταιρεία εισαχθεί στο χρηματιστήριο το 2005.
Η ομάδα των ειδημόνων των ρολογιών με τους καινοτόμους μηχανισμούς της, τις στιβαρές κάσες και τα τρισδιάστατα καντράν, τράβηξε αμέσως την προσοχή των φανατικών συλλεκτών.
Ιδιαίτερα αξιοσημείωτοι είναι οι μηχανισμοί tourbillon της εταιρείας, οι περιστρεφόμενες σφαίρες που μοιάζουν με γυροσκόπια που βελτιώνουν εξαιρετικά την ακρίβεια του ρολογιού.
QUADRUPLE TOURBILLON
Μάλιστα, η εταιρεία κατασκεύασε κάποτε ένα ρολόι με τέσσερις από αυτούς.
Οι δημιουργίες των δύο κορυφαίων κατασκευαστών, κέρδισαν το διάσημο Aiguille d’Or, το κορυφαίο βραβείο στο Grand Prix d’Horlogerie de Genève – τα Όσκαρ της βιομηχανίας ρολογιών – όχι μία, αλλά δύο φορές, το 2010 και 2015.
«Από την αρχή, η Greubel Forsey επέλεξε να τοποθετηθεί ως μια εξαιρετικά εξειδικευμένη και high-end επωνυμία», σημειώνει ο Oliver Müller, επικεφαλής της LuxeConsult, η οποία βοηθά τη Morgan Stanley να δημοσιεύσει την ετήσια οικονομική της έκθεση για την ελβετική βιομηχανία.
Με τόσο μικρό αριθμό ρολογιών σε κυκλοφορία, το brand ήταν ελάχιστα γνωστό εκτός του κύκλου των πλουσίων.
Ο Robert Downey Jr. – ειδήμων και ο ίδιος – φόρεσε ένα Greubel Forsey Double Tourbillon Technique το 2019, όταν μαζί με άλλους ηθοποιούς του Avengers στο Endgame, βούτηξαν τα χέρια τους σε τσιμέντο για να απαθανατιστούν στο Grauman’s Chinese Theatre στο Χόλιγουντ. (Το στιβαρό ρολόι επιβίωσε μια χαρά.)
Δείτε εδώ το σχετικό βίντεο
Αμέσως μετά, η εταιρεία έφερε τον Calce, έναν Ιταλό, γεννημένο στην Ελβετία, με εμπειρία στις Piaget, Panerai, Corum και την τότε Kering Girard-Perregaux.
Σε μια αποστολή να επικεντρωθεί στην επιχειρηματική στρατηγική και τις λειτουργίες, κάθισε με τον Greubel και έκανε τον απολογισμό του.
«Ήταν μια μεγάλη πρόκληση για όλους μας», δηλώνει ο Calce από τα κεντρικά γραφεία και το ατελιέ της Greubel Forsey στο La Chaux-de-Fonds της Ελβετίας.
Ο ανταγωνισμός ήταν αυξημένος από μάρκες όπως οι Audemars Piguet, MB&F και η ταχέως αναπτυσσόμενη Richard Mille, οι οποίες κατασκεύαζαν υψηλής τεχνολογίας, καλοσχεδιασμένα ρολόγια σε τιμές που εξακολουθούσαν να είναι άπιαστες, αλλά χαμηλότερες, κατά μέσο όρο, από εκείνα της Greubel Forsey.
Η εταιρεία χρειαζόταν απλώς να πουλήσει περισσότερα ρολόγια για να επιβιώσει, παρόλο που το εργοστάσιο και οι εργαζόμενοί της δεν ήταν προετοιμασμένοι για μια σημαντική αύξηση της παραγωγής.
GMT
«Ο στόχος ήταν, βήμα βήμα, να διασφαλίσουμε την ανάπτυξη για το μέλλον», εξηγεί ο Calce, ο οποίος είναι αρκετά κομψός. Είναι μεγαλόσωμος και ψηλός και προτιμά τα σκούρα ναυτικά κοστούμια που συνδυάζονται με ανοιχτά πουκάμισα και επώνυμα αθλητικά παπούτσια.
Μεταξύ των πρώτων σημαντικών κινήσεων υπό την ηγεσία του Calce ήταν η εξαγορά του μεριδίου 20% της Richemont, η οποία επέτρεψε στην Greubel Forsey να λάβει τη θέση της μεταξύ της αυξανόμενης λίστας των real ελβετικών εταιρειών, που αναδείχθηκαν τα τελευταία χρόνια.
Οι συλλέκτες ενδιαφέρονται για αυτές τις επωνυμίες επειδή θεωρούνται πιο προσιτές.
Αύξηση της παραγωγής
Μιλώντας στο Bloomberg News το 2023, ο Calce ανέφερε ότι η παραγωγή θα μπορούσε τελικά να φτάσει τα 500 ρολόγια το χρόνο, ενώ η μέση τιμή πώλησης θα μειωνόταν στο μισό για να κατακτήσει μια ευρύτερη αγορά.
Το ατελιέ της εταιρείας, χτισμένο γύρω από μια αγροικία αιώνων στο La Chaux-de-Fonds, έπρεπε να αναπτυχθεί. «Κάναμε μεγάλο αγώνα στην αρχή, γιατί έπρεπε να προστατεύσουμε όλη τη μοναδική δημιουργικότητα που χαρακτήριζε το brand», αναφέρει ο Calce προσθέτοντας όμως ότι «δεν γίνεται να διασφαλίσουμε ότι θα παραμείνει στο ίδιο επίπεδο, με χαμηλότερες τιμές».
Ωστόσο, η εταιρεία πρόσθεσε περίπου 50 τεχνίτες και κατασκεύασε περίπου 225 ρολόγια πέρσι.
Οι τιμές τώρα κατά μέσο όρο είναι περίπου στα 290.000 φράγκα, ενώ η εταιρεία διαθέτει μερικά ρολόγια 41 χιλιοστών και 39 χιλιοστών.
Σχεδιάζει ακόμη και ένα ρολόι κάτω των 38 χιλιοστών φέτος, μια τεράστια αλλαγή για μια μάρκα που κατασκευάζει ρολόγια των 45 χιλιοστών και ακόμη και 47 χιλιοστών.
Σημειώνεται ότι για το Balancier Convexe S2, η εταιρεία χρησιμοποιεί κάσα από άνθρακα για πρώτη φορά.
DOUBLE BALANCIER
Ένα από τα νέα της ρολόγια, το Balancier 3, από τιτάνιο, κοστίζει 160.000 φράγκα, παρά τις 30 ώρες γυαλίσματος με το χέρι που απαιτούνται.
Σύμφωνα με τον Calce, η αρχική ιδέα να αυξηθεί η παραγωγή στα 500 ρολόγια το χρόνο ήταν πολύ φιλόδοξη, ενώ ο ίδιος λέει πως μειώνει την προγραμματισμένη παραγωγή από 300 το 2024 σε περίπου 250.
Στόχος τώρα είναι η διατήρηση της ποιότητας και η πώληση σε λιγότερες, αλλά καλύτερες τοποθεσίες.
Η εταιρεία συνεργάζεται με 60 λιανοπωλητές, στους οποίους χορηγούνται ένα ή δύο ρολόγια το χρόνο.
BALANCIER S
Πρόσφατα άνοιξαν καταστήματα στη Νέα Υόρκη και το Τόκιο (η Ιαπωνία είναι η μεγαλύτερη αγορά της εταιρείας).
Η Σιγκαπούρη, το Ντουμπάι και η Πόλη του Μεξικού θα μπορούσαν να είναι οι επόμενες.
«Είναι πάντα δύσκολο να επανατοποθετήσεις μια μάρκα πολυτελείας, κατεβαίνοντας στην κλίμακα των τιμών», εκτιμά ο Müller.
Συγκριτικά, η ανταγωνίστρια εταιρεία Richard Mille, πούλησε περίπου 5.600 ρολόγια πέρσι με μέση τιμή τα 275.000 φράγκα.
«Λαμβάνουν τη σωστή απόφαση να αυξήσουν λίγο τον όγκο τους και σε πιο προσιτές τιμές. Όμως, ο “αέρας” είναι άλλος εκεί πάνω», δηλώνει χαρακτηριστικά.
Διαβάστε επίσης:
Πωλείται το ακριβότερο διαμέρισμα του ανατολικού Λονδίνου – Πώς είναι ένα ρετιρέ 17,5 εκατ. λιρών
Πολυτελή ρολόγια: Τολμηρά σχέδια, χρώμα και παιχνιδιάρικη διάθεση στις τοπ τάσεις του 2024
Πολυτελή ρολόγια: Εντυπωσιακό ροζ χρυσό με πράσινο καντράν η νέα τάση της μόδας