Μια νέα εποχή για την Αλουμύλ φέρνει η ολοκλήρωση της συμφωνίας με τις τράπεζες που πραγματοποιήθηκε πριν λίγες ημέρες, μετατρέποντας τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό της εταιρείας σε μακροπρόθεσμο και αλλάζοντας τους δείκτες της εταιρείας και την εικόνα του ισολογισμού της, με αποτέλεσμα να της δίνει σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης. Η συγχώνευση με την Αλουφόντ, το υψηλής προστιθέμενης αξίας πράσινο αλουμίνιο και τα επενδυτικά σχέδια για  ενίσχυση της παραγωγής δημιουργούν τις βάσεις για μια νέα περίοδο υγιούς ανάπτυξης για την ελληνική πολυεθνική που επιβίωσε της κρίσης, χωρίς να αλλάξει χέρια.

Η συμφωνία Αλουμύλ -τραπεζών είναι win-win καθώς τόσο ο βασικός μέτοχος κ. Γιώργος Μυλωνάς, καταφέρνει να διατηρήσει τον έλεγχο της εταιρείας του και να πετύχει την αναχρηματοδότηση που της ήταν απαραίτητη,  όσο και οι τράπεζες πέτυχαν…να μη χάσουν ούτε σεντ από το οφειλόμενο ποσό, των 158 εκατ. ευρώ που θα τους επιστραφεί μέχρι το 2033.

Ο Γιώργος Μυλωνάς,  ιδρυτής και βασικός μέτοχος της Αλουμύλ, με την ολοκλήρωση των διαδικασιών συγχώνευσης με την άλλη του εταιρεία ΑΛΟΥΦΟΝΤ, όχι μόνο θα διατηρήσει αλλά θα αυξήσει (με την οικογένειά του)  στο 80% τη συμμετοχή του στην  εισηγμένη, μετοχές βέβαια που θα είναι ενεχυριασμένες στις πιστώτριες τράπεζες μέχρι την αποπληρωμή του δανείου των 158 εκατ. ευρώ το 2033.

Όπως αναφέρει μιλώντας στο mononews.gr.”Η ολοκλήρωση της συμφωνίας μας δίνει τεράστιο πλεονέκτημα και δημιουργεί σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης. Μεγάλοι πελάτες του εξωτερικού, μέχρι χθες, δεν έκαναν παραγγελίες γιατί μας “έκοβαν”, λόγω της εικόνας του ισολογισμού, όλα τα δάνεια φαινόντουσαν απαιτητά. Εμείς ήμασταν σε συνεννόηση με τις τράπεζες και ξέραμε ότι το πρόβλημα θα λυθεί, όμως οι μεγάλοι πελάτες, έβλεπαν τον ισολογισμό. Πλέον, μετά την αναχρηματοδότηση και τη συμφωνία, έχουμε πολλές ευκαιρίες ανάπτυξης και τη δυνατότητα για καλύτερες σχέσεις με προμηθευτές και πελάτες”.

Το 2019, όπως σημειώνει τα EBITDA της εταιρείας αν και λειτουργικά ξεπερνάνε κατά πολύ τα 20 εκατ. ευρώ, θα εμφανιστούν λιγότερα καθώς θα μπουν στο 2019, διαγραφές και προβλέψεις για να καθαρίσει η εικόνα της εταιρείας από το 2020. Για φέτος αναμένει αύξηση εσόδων άνω του 10% και τα  EBITDA στα 30 εκατ. ευρώ, αφού η εταιρεία θα επωφεληθεί από προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και από την προσθήκη μεγάλων πελατών στο πελατολόγιό της που δεν την επέλεγαν λόγω της αβεβαιότητας που δημιουργούσε η κατάσταση με τις τράπεζες.

Τι προβλέπει η συμφωνία

H συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ της εταιρείας και των τραπεζών προβλέπει την αναδιάρθρωση του συνόλου των δανειακών υποχρεώσεων της εταιρίας ύψους 158εκατ. ευρώ σε βάθος 12ετίας. Η επίτευξη της οριστικής συμφωνίας τραπεζών- Αλουμύλ δίνει στην εταιρεία μια  μακροπρόθεσμη χρηματοοικονομική σταθερότητα και αισθητή μείωση του κόστους δανεισμού, βάζοντάς την σε τροχιά διαρκούς και βιώσιμης ανάπτυξης.

Η λύση δόθηκε με την εισφορά της Αλουφόντ, της εταιρείας που ελέγχεται από την οικογένεια Μυλωνά κατά 81%, αυξάνοντας το μετοχικό κεφάλαιο της εισηγμένης  κατά 24 εκατ. ευρώ και με 13 εκατ. ευρώ ίδια κεφάλαια το συνολικό ποσό ανεβαίνει στα 37 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα ο καθαρός δανεισμός προς ίδια κεφάλαια να μειώνεται εντυπωσιακά από 11,7 σε 4,27.

Αντίστοιχα ενισχύεται το προβλεπόμενο EBITDA στα  30 εκατ. ευρώ και ο δείκτης  χρέος προς EBITDA μειώνεται στο 5,25.
Οι διαδικασίες για τη συγχώνευση με απορρόφηση της Αλουφόντ από την Αλουμύλ έχουν ήδη ξεκινήσει (με ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα την KPMG που θα ολοκληρώσει τις τελικές αποτιμήσεις), και αναμένεται να ολοκληρωθούν έως τον Ιούνιο του 2020, επιτρέποντας εκτεταμένες επιχειρηματικές συνέργειες σε επίπεδο χρηματοοικονομικού και λειτουργικού κόστους, κάτι που θα αποτυπωθεί στην χρηματοοικονομική εικόνα της εταιρείας. Ακόμη, προβλέπεται σειρά άλλων ενεργειών με στόχο την αποτελεσματικότερη λειτουργία της δομής του ομίλου, με επίκεντρο τη διαχείριση των θυγατρικών.
Οι προοπτικές της Αλουφοντ και Αλουμύλ
Στην Αλουφόντ έχουν ολοκληρωθεί επενδύσεις 4 εκατ. ευρώ για την αύξηση της παραγωγής της από τους 25.000 τόνους μπιγιέτας στους 35.000 τόνους μπιγιέτας, αλλά και για την παραγωγή green alouminium δηλαδή, αλουμινίου που παράγεται κυρίως από σκραπ. “Το πράσινο αλουμίνιο παράγεται με πολύ χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, αφού κατά 80% προέρχεται από την επεξεργασία σκραπ. Υπάρχει μεγάλη ζήτηση διεθνώς για πράσινο αλουμίνιο, έχει υψηλότερη τιμή και μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους”, εξηγεί ο κ. Μυλωνάς. Όπως προσθέτει υπάρχει μια ολόκληρη αγορά στην κατασκευή πράσινων κτηρίων πολυτελείας, που ζητά πράσινο αλουμίνιο, καθώς συγκεντρώνει πολλούς πράσινους πόντους, για να χαρακτηριστεί περιβαλλοντικά φιλικό.
Το επιχειρηματικό σχέδιο της Αλουμύλ, περιλαμβάνει ετήσιες επενδύσεις στα 10 εκατ. ευρώ και αναδιοργάνωση της παραγωγής, με σταδιακή μεταφορά γραμμών παραγωγής από τις κλειστές μονάδες της Αλουμύλ σε όσες λειτουργούν.

Πώς όμως έφτασε η Αλουμύλ στη μακροχρόνια περιπέτειά της με τις τράπεζες;

“Επί 30 χρόνια είχαμε αλληλόχρεους λογαριασμούς. Δεν υπήρξαμε ποτέ ληξιπρόθεσμοι. Άλλαξαν όμως οι συνθήκες και οι τράπεζες άλλαξαν στάση, όχι μόνο σε μας σε όλες τις εταιρείες. Δεν ήταν δυνατό να καταβάλουμε το σύνολο του δανεισμού μας και έτσι ξεκινήσαμε τις διαπραγματεύσεις για αναχρηματόδοτηση”, αναφέρει ο κ. Μυλωνάς.

Η Αlumil χτυπήθηκε από την κρίση στην ελληνική αγορά γιατί μέχρι πριν λίγα χρόνια το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της προερχόταν από την ελληνική αγορά, κάτι που πλέον έχει αλλάξει ριζικά.Λόγω της κρίσης οι μισές πωλήσεις  από την Ελλάδα  χάθηκαν και πλέον τα έσοδα από Ελλάδα  είναι στο 16%, από 65% που ήταν πριν μερικά χρόνια. Τώρα πια η Αlumil είναι μια άλλη εταιρεία, δραστηριοποιείται σε ακόμη περισσότερες χώρες, με διαφορετικά προϊόντα, περισσότερους πελάτες και όλη αυτή την αλλαγή της δομή την πέτυχε  μόνο με ίδια κεφάλαια. Πλέον  με τη μετατροπή του δανεισμού της σε μακροπρόθεσμο, μπορεί να προωθήσει ανεμπόδιστα τα σχέδιά της.

Η Αλουμύλ (Alumil) διαθέτει  32 θυγατρικές, 12 εργοστάσια παραγωγής σε έξι χώρες και πωλήσεις σε 68 χώρες, με 630.000 τ.μ. βιομηχανικών εκτάσεων, 230.000 τ.μ. βιομηχανικών κτιρίων, 2.200 εργαζομένους στην Ελλάδα και το εξωτερικό και κύκλο εργασιών που αναμένεται να ξεπεράσει τα 240 εκατ. ευρώ για τη χρήση του 2019. Η αποτίμηση της εταιρείας στο Χρηματιστήριο ανέρχεται στα 32 εκατ. ευρώ.