Τη βούληση της Barilla να συνεχίσει τις επενδύσεις στην ελληνική αγορά εξέφρασε ο Γιώργος Σπηλιόπουλος, τονίζοντας πως ο ιταλικός όμιλος επενδύει συνεχώς για την ανάπτυξη των εργασιών της από τότε που ήρθε στην Ελλάδα. «Υπάρχει σταθερότητα στις επενδύσεις μας, ανεξάρτητα από την κυβέρνηση και την κρίση», υπογράμμισε ο διευθύνων σύμβουλος της Barilla Hellas κατά την χθεσινή παρουσίαση των οικονομικών αποτελεσμάτων για τη χρήση του 2018.

Ο κ. Σπηλιόπουλος ανέφερε πως μόνο για τη φετινή χρονιά δρομολογούνται νέες επενδύσεις ύψους 4 εκατ. ευρώ, με στόχο την εγκατάσταση νέων γραμμών που θα παράξουν πιο χρηστικές συσκευασίες για τους επαγγελματίες της λιανικής ενώ αποκάλυψε πως στα μελλοντικά σχέδια είναι και ο διπλασιασμός της παραγωγικής δυναμικότητας του εργοστασίου στην Θήβα. Αυτό, όπως είπε, είναι ένα project έτοιμο και μπορεί να υλοποιηθεί ανά πάσα στιγμή, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα παρουσιαστεί η ανάγκη να τροφοδοτηθούν οι παγκόσμιες αγορές της Barilla με επιπλέον προϊόν.

Ο διοικητικός ηγέτης της Barilla Hellas δήλωσε ικανοποιημένος από την πορεία της εταιρείας, σημειώνονται πως οι πωλήσεις και τα κέρδη είναι ανοδικά ακόμη και μέσα στην κρίση, την ώρα που η κατανάλωση ζυμαρικών παραμένει σταθερή τα τελευταία 20 χρόνια. Προτεραιότητα ωστόσο, όπως είπε, δεν είναι οι αριθμοί, αλλά να έχει πρόσβαση ο καταναλωτής στα προϊόντα της εταιρείας. Μια τακτική που τηρήθηκε πιστά μέσα στην κρίση, ακολουθώντας τις εντολές των Ιταλών, παρά τις υψηλές επισφάλειες και τον κίνδυνο να χάσει χρήματα. Για παράδειγμα η εταιρεία δεν σταμάτησε να τροφοδοτεί τον Μαρινόπουλο, με τη σύμφωνη γνώμη των κεντρικών, παρ’ ότι στο τέλος της μέρας ενέγραψε επισφάλειες 2 εκατ. ευρώ, καθώς πρώτιστο μέλημά της ήταν οι καταναλωτές να βρίσκουν τα προϊόντα της.

Κληθείς να σχολιάσει την πρόθεση των λιανέμπορων να βάλουν φρένο στις τυφλές προσφορές, ο κ. Σπηλιόπουλος υπογράμμισε πως λιανέμποροι και προμηθευτές έχουν αντιληφθεί το αδιέξοδο, τονίζοντας ωστόσο πως κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει την ανάγκη των καταναλωτών για φθηνότερες τιμές. Για αυτό και η εταιρεία του, φροντίζει να αφουγκράζεται τον παλμό της αγοράς και να κρατά
μια ισορροπία. Άποψή του είναι πως οι προσφορές πρέπει να αποκτήσουν χαρακτηριστικά και να μην αποτελούν καθημερινότητα. Όπως συμβαίνει σήμερα που το μεγαλύτερο ποσοστό των πωλήσεων προέρχεται από προσφορές (σχεδόν το 60%).

Όσον αφορά στις σχέσεις των προμηθευτών με το λιανεμπόριο, είπε ότι θα πρέπει να είναι σχέσεις συνεργασίας και όχι αντιπαλότητας. «Πρέπει προμηθευτές και λιανέμποροι να πηγαίνουν χέρι χέρι. Όποιος επιχειρεί να παίξει ένα παιχνίδι δύναμης, πυροβολεί τα πόδια του», είπε χαρακτηριστικά. Μάλιστα, η πιστωτική πολιτική που ακολουθεί απέναντι στο λιανεμπόριο διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες πολυεθνικές, καθώς κινείται από 60 ημέρες έως 90 ημέρες (που είναι και ο κανόνας) ανάλογα με την συμφωνία που γίνεται κάθε φορά με τον πελάτη. Η Barilla, ανέφερε κινείται με τη λογική μιας οικογενειακής επιχείρησης και όχι μιας πολυεθνικής.

Ιδιαίτερη μνεία έκανε ο κ. Σπηλιόπουλος στη συνεργασία που έχει η εταιρεία, με τους Έλληνες αγρότες που καλλιεργούν σιτηρά, σημειώνοντας πως υπάρχει καθοδήγηση και συμβουλές, προκειμένου οι καλλιέργειές τους να είναι βιώσιμες και ανταγωνιστικές. «Η βιωσιμότητα είναι αναγκαιότητα και είναι το κίνητρο για να καλλιεργούν οι αγρότες. Είναι ο μόνος τρόπος να επιβιώσουμε στον
πλανήτη», ανέφερε χαρακτηριστικά. Υπογράμμισε μάλιστα πως μέσω του προγράμματος συμβολαιακής καλλιέργειας δίνει premium τιμές. Στην Ελλάδα, όπως είπε, παράγονται σε ετήσια βάση περίπου 1,5 εκατ. τόνους σιτάρι, εκ των οποίων περίπου 900.000 τόνους κατευθύνονται στις διεθνείς αγορές, αφού οι ανάγκες της ελληνικής αγοράς δεν υπερβαίνουν τις 600.000 τόνους.

Ο κ. Σπηλιόπουλος απαντώντας σχετικά με τον εμπλουτισμό της γκάμας με νέα προϊόντα ξεκαθάρισε θα συνεχισθεί με επίκεντρο τα ποιοτικά και καινοτόμα ζυμαρικά, τα οποία απαντούν στις σύγχρονες διατροφικές συνήθειες ενώ απέκλεισε το ενδεχόμενο να εισέλθει στα έτοιμα γεύματα. Μια κατηγορία που υπάρχει στην γκάμα της μητρικής.

Η Barilla ήρθε στην Ελλάδα το 1991, μέσα από την εξαγορά της Misko. Η οποία αποτέλεσε την πρώτη εξαγορά του ιταλικού κολοσσού εκτός Ιταλίας. Το 2000, δημιούργησε το εργοστάσιο στη Θήβα ενώ το 2010 η Barilla Hellas ανέλαβε την ευθύνη για την ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης. Σήμερα, απασχολεί 200 εργαζόμενους και έχει μερίδιο πάνω από 40% στην ελληνική αγορά. Το 2018, οι πωλήσεις της ανήλθαν σε 71,9 εκατ. ευρώ, τα EBITDA 9,16 εκατ. ευρώ ενώ τα καθαρά κέρδη αυξήθηκαν στα 5,72 εκατ. ευρώ από 3,84 εκατ. ευρώ το 2017.

Η κατά κεφαλήν κατανάλωση ζυμαρικών στην Ελλάδα ανέρχεται στα 10 με 11 κιλά το χρόνο, και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρώπη πίσω από την Ιταλία (27 με 28 κιλά κατά κεφαλήν) και η τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο (στη Βενεζουέλα είναι μεταξύ 12 και 13 κιλών).