Να αυξηθεί παραπάνω από ένα τρίτο τα επόμενα δύο χρόνια, αναμένεται ο αριθμός των φορολογικών ελέγχων στις επιχειρήσεις παγκοσμίως, σύμφωνα με την έρευνα, 2023 EY Tax Risk and Controversy Surveυ, που δημοσιοποιήθηκε σήμερα.

Η έρευνα της EY, που διεξήχθη το γ’ τρίμηνο του 2022, εξετάζει τις απόψεις περισσότερων από 2.100 επικεφαλής φορολογικών και οικονομικών διευθύνσεων επιχειρήσεων από 47 δικαιοδοσίες και 20 κλάδους της οικονομίας, παγκοσμίως – το μεγαλύτερο δείγμα στην 20ετή ιστορία της έρευνας. Περισσότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες (51%), προετοιμάζονται για μία περίοδο έντονου ελέγχου σε φορολογικά ζητήματα, έπειτα από μία υποχώρηση στις φορολογικές διαφορές που παρατηρήθηκε κατά την πανδημία COVID-19.

1

Η έρευνα αποκαλύπτει ότι η επιβολή φορολογίας αποτελεί την κορυφαία ανησυχία για τους επικεφαλής φορολογικών και οικονομικών διευθύνσεων, με το 35% των συμμετεχόντων να την κατατάσσουν ως μεγαλύτερη απειλή από τους επιχειρηματικούς κινδύνους (26%) και τα νομικά και ρυθμιστικά ζητήματα (30%). Πίσω από αυτή την ανησυχία, βρίσκεται η πρόβλεψη για ενισχυμένη έμφαση σε διασυνοριακά φορολογικά ζητήματα, ανασφάλεια γύρω από τη φορολογική νομοθεσία και σημαντική αύξηση στον αριθμό των αιτημάτων των φορολογικών αρχών για πιο λεπτομερή πληροφόρηση, κατά την επόμενη διετία.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα ανώτατα στελέχη ήδη καλούνται να διαχειριστούν μία πλειάδα φορολογικών ζητημάτων. Το 95% των συμμετεχόντων, αποκάλυψαν ότι ο οργανισμός τους, σήμερα, διευθετεί τουλάχιστον μία διαφορά με φορολογικές αρχές, με περισσότερους από τους μισούς (52%) να διαχειρίζονται διαφορές συνολικού ύψους άνω του 1 εκατ. δολ.

Η διασυνοριακή φορολογία ενδέχεται να αποτελέσει την αιτία για τις περισσότερες διαφορές με τις φορολογικές αρχές, με το 53% των επικεφαλής φορολογικών διευθύνσεων να αναμένουν αυξημένη έμφαση από τις αρχές σε ζητήματα διεθνούς φορολογίας και ενδοομιλικών συναλλαγών (transfer pricing). Οι ενδοομιλικές συναλλαγές αποτελούν ξανά την κορυφαία πηγή φορολογικού κινδύνου, εξασφαλίζοντας σχεδόν τις διπλάσιες ψήφους (63%) από τη δεύτερη και τρίτη επιλογή – τα φορολογικά κίνητρα (35%) και τις εκπίπτουσες δαπάνες (31%), αντίστοιχα.

Η πρόταση για εφαρμογή παγκόσμιου ελάχιστου συντελεστή φορολογίας 15%, που ανέπτυξε ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD), αποτελεί ακόμη έναν προβληματισμό για τις επιχειρήσεις, με το 55% των συμμετεχόντων να πιστεύουν ότι θα αυξήσει τα φορολογικά έξοδα και σχεδόν οι μισοί (45%) να δηλώνουν ότι θα ενισχύσει τις πιθανότητες νέων ελέγχων και διαφορών με τις φορολογικές αρχές.

Ως αποτέλεσμα, η ανάγκη για ευθυγράμμιση σε παγκόσμιο επίπεδο για τη διαχείριση φορολογικών κινδύνων, έχει αναδειχθεί σε προτεραιότητα για τους επικεφαλής των φορολογικών διευθύνσεων. Το 84% των συμμετεχόντων απαντούν ότι, είτε η εφαρμογή, είτε η βελτίωση ενός υφισταμένου παγκοσμίου πλαισίου διακυβέρνησης και διαχείρισης φορολογικών κινδύνων και διαφορών, θα προσέθετε αξία στην επιχείρησή τους, τα επόμενα δύο έτη.

Πολλές επιχειρήσεις (44%) διαχειρίζονται κεντρικά τις διαφορές με τις φορολογικές αρχές, με μόλις το 3% των συμμετεχόντων να απαντούν ότι αφήνουν τη διαχείριση των περισσότερων διαφορών στις εκάστοτε τοπικές ομάδες. Παρόλα αυτά, τρεις στις τέσσερις (75%) επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα, δηλώνουν ότι δεν έχουν πλήρη εικόνα των φορολογικών διαφορών που διαχειρίζονται παγκοσμίως.

Οι επιχειρήσεις ήδη προχωρούν σε αλλαγές για να προσαρμοστούν στο μετά-COVID-19 περιβάλλον φορολογικών κινδύνων και διαφορών, με το 69% των συμμετεχόντων στην έρευνα της EY να αναμένουν να επικεντρωθούν περισσότερο στη φορολογική διακυβέρνηση τα επόμενα χρόνια. Αυτή η θέση, αντικατοπτρίζεται και στην αυξανόμενη έμφαση που δίδεται από τις φορολογικές αρχές στην αποτελεσματικότητα της φορολογικής διακυβέρνησης ως κριτηρίου αξιολόγησης του βαθμού κινδύνου των επιχειρήσεων.

Με τους ερωτηθέντες να σημειώνουν τον αυξανόμενο αριθμό, τόσο των επίσημων, όσο και των ανεπίσημων αιτημάτων για πληροφόρηση, το 86% επιδιώκουν να είναι πιο προληπτικοί στον εντοπισμό και τη διαχείριση των κινδύνων, προτού αυτοί εξελιχθούν σε διαφορές με τις φορολογικές αρχές.

Για να αντιμετωπίσουν την πληθώρα των φορολογικών κινδύνων, οι επιχειρήσεις επενδύουν σε πόρους, δημιουργώντας νέους ρόλους και καθήκοντα. Πολλοί από τους ερωτηθέντες (38%) αποκάλυψαν ότι ο οργανισμός τους, έχει ορίσει έναν ειδικό υπεύθυνο για τους φορολογικούς κινδύνους ή τις φορολογικές διαφορές τα τελευταία δύο χρόνια, ενώ το 80% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι ένας τέτοιος ρόλος θα προσέθετε σημαντική αξία στην επιχείρησή τους. 38%, επίσης, δηλώνουν ότι δημιούργησαν μια «επιτροπή» για τους φορολογικούς κινδύνους και τις διαφορές με τις φορολογικές αρχές, ή ότι ενίσχυσαν μία παρόμοια, υφιστάμενη ομάδα εργασίας κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών.

Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο Στέφανος Μήτσιος, Partner και Επικεφαλής του Φορολογικού Τμήματος της EY Ελλάδος, δήλωσε: «Εξελίξεις, όπως η πρόταση του ΟΟΣΑ για παγκόσμιο ελάχιστο συντελεστή φορολογίας, σηματοδοτούν ότι βρισκόμαστε εν μέσω μίας μεγάλης φορολογικής μεταρρύθμισης που επηρεάζει το επιχειρείν σε πολλαπλές δικαιοδοσίες.

Οι φορολογικές αρχές, μετά από μία μικρή περίοδο μειωμένης κινητικότητας εξαιτίας των περιορισμών της πανδημίας, και με τη βοήθεια της τεχνολογίας και των δεδομένων, αναμένεται να αυξήσουν τους ελέγχους και να εξελίξουν τις μεθόδους ελέγχου και επιβολής της φορολογίας.

Σε αυτό το κύμα φορολογικού μετασχηματισμού – το οποίο βρίσκεται εν εξελίξει και στη χώρα μας – οι επιχειρήσεις θα πρέπει να επενδύσουν στον επανασχεδιασμό και την αναβάθμιση του πλαισίου διαχείρισης φορολογικών κινδύνων, για να εξασφαλίσουν έγκαιρα τη συμμόρφωσή τους και να αποφύγουν τις δυσάρεστες εκπλήξεις».