Μια σκληρή μάχη για το ρόλο του φυσικού αερίου στην Ευρώπη και τη στάση απέναντι στις ρωσικές εισαγωγές φυσικού αερίου, αναμένεται να ξεσπάσει το επόμενο διάστημα στην Ευρώπη, με τις νέες πολιτικές ισορροπίες να αλλάζουν τα δεδομένα.

Στο δίπολο ΑΠΕ και γρήγορη και ακριβή ενεργειακή μετάβαση  ή παράταση της χρήσης φυσικού αερίου και των ρωσικών ροών με το βλέμμα στο κόστος και την ανταγωνιστικότητα, το λόμπυ του φυσικού αερίου βγήκε ενισχυμένο από τις Ευρωεκλογές. Αντίθετα, οι υπέρμαχοι τω πράσινων πολιτικών θα έχουν να αντιμετωπίσουν σημαντικές αμφισβητήσεις, και ισχυρές αντίθετες φωνές.

1

Το 2019, όταν οι περίπου 450 εκατομμύρια πολίτες των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσήλθαν στις κάλπες για να επιλέξουν ένα κοινοβούλιο για την ήπειρο, κυρίαρχο αφήγημα ήταν η πράσινη ανάπτυξη και η συζήτηση για το κλίμα.

Αυτή η ισχυρή υποστήριξη από τη βάση σε υποψηφίους και φιλοπεριβαλλοντικά κόμματα οδήγησε στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία , καθώς και σε φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (σε όλους τους τομείς στο μηδέν μέχρι το 2050). Επίσης σε έναν σαρωτικό νόμο για την αποκατάσταση της φύσης που απαιτεί από τα κράτη μέλη να επιδιορθώνουν τα κατεστραμμένα οικοσυστήματα.

Πολύ ψηλά στην ατζέντα, βρέθηκε η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και τη Ρωσία, η κατανάλωση φυσικού αερίου μειώθηκε και μπήκαν φιλόδοξοι στόχοι για γρήγορη ενεργειακή μετάβαση.

Πέντε χρόνια μετά, το σκηνικό άλλαξε. Αφενός η πανδημία και αφετέρου ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση αλλά και η πληθωριστική άλλαξαν τις γεωπολιτικές ισορροπίες, τις προτεραιότητες αλλά και την πολιτική ατζέντα.

Tα φιλοευρωπαϊκά κεντροδεξιά, κεντροαριστερά, φιλελεύθερα κόμματα και οι Πράσινοι διατηρούν την πλειοψηφία, αλλά με μία δύναμη σημαντικά μειωμένη σε σύγκριση με τις 488 στην απερχόμενη Βουλή. Και όπως συνέβη στη Γαλλία με την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, δεν αποκλείεται να δρομολογηθούν εξελίξεις σε διάφορα κράτη σε εθνικό επίπεδο.

Στην ατζέντα πλέον βρίσκεται πολύ ψηλά η λέξη ανταγωνιστικότητα, και πιο κάτω η γρήγορη ενεργειακή μετάβαση που λόγω του υψηλού κόστους της και των αρρυθμιών που φέρνει, είναι πλέον λιγότερο δημοφιλής.

Την ίδια στιγμή μετά τις εκλογές, υπολογίζεται περισσότερο το πολιτικό κόστος των επιλογών που αποφασίζονται και οι συνέπειές τους στους καταναλωτές που καλούνται να τις πληρώσουν. Έτσι αν και η απεξάρτηση από το φυσικό αέριο και η απεξάρτηση από τις ρωσικές εισαγωγές παραμένουν στο επίκεντρο, έχουν προστεθεί και σοβαρές επιφυλάξεις για το μεγάλο κόστος, οικονομικό και πολιτικό, αυτής της επιτυχίας.

Μπορεί το 2022, όταν τα πρώτα αμερικανικά πλοία μεταφοράς LNG άρχισαν να φτάνουν στα ευρωπαϊκά λιμάνια,  οι Ευρωπαίοι να καμάρωναν για τη γρήγορη απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο, όμως σύντομα διαπίστωσαν ότι στη λύση που βρέθηκε υπάρχει ένα πρόβλημα, η υψηλή τιμή. Και επίσης υψηλό… αποδείχθηκε και το  πολιτικό κόστος των υψηλών τιμών.

Η μετάβαση της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο αγωγών στο διατλαντικό LNG, κόστισε. Συνεχίζει να  κοστίζει, γι’ αυτό και δεν έχει σταματήσει ακόμη όλες τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένου του LNG.

Κρίσιμο το επόμενο εξάμηνο

Σύντομα, η ουκρανική οδός διαμετακόμισης πρόκειται να κλείσει, καθώς η χώρα είπε ότι δεν θα ανανεώσει τη συμφωνία διαμετακόμισής της με την Gazprom, η οποία λήγει στο τέλος του έτους.

Αυτό σημαίνει αύξηση της ζήτησης σε LNG για να καλυφθούν οι ανάγκες των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης που καλύπτονται σήμερα από ρωσικό αέριο από τον αγωγό της Ουκρανίας (όπως οι Αυστρία, Ουγγαρία και Μολδαβία). Δημιουργούνται ερωτηματικά για το τι θα συμβεί στο τέλος του χρόνου συνολικά με τις ρωσικές ροές, και πόσο η Ευρώπη θα είναι αποφασισμένη, να βασιστεί εξ ολοκλήρου και μόνο στο LNG ή θα βάλει νερό στο κρασί της στο θέμα των ρωσικών ροών που απομένουν.

Αναλυτές εκτιμούν ότι η νέα σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα είναι λιγότερο ευαίσθητη σε ό,τι αφορά το κλίμα, πιο αυστηρή σε ο,τι αφορά τη μετανάστευση και θα χαρακτηρίζεται από κατακερματισμό που θα καταστήσει δύσκολη τη λήψη αποφάσεων σε πολλά καίρια ζητήματα.

Η  πράσινη ρητορική έχει υποχωρήσει, στο νέο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο καταγράφεται μια σαφής στροφή προς τα δεξιά, η ακροδεξιά έχει ενισχυθεί σημαντικά και η αποχή έχει καταγράψει ιστορικά υψηλά ποσοστά.  Ταυτόχρονα εν αναμονή των εκλογών στις ΗΠΑ, οι γεωπολιτικές ισορροπίες μπορεί να αλλάξουν σημαντικά και ο τρόπος που η Ευρώπη θα ισορροπήσει σε αυτές μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικός.

Με το βλέμμα στο κόστος

Η μετάβαση της Ευρώπης από το αέριο του ρωσικού αγωγού στο LNG αύξησε το ενεργειακό κόστος, παρά τους ισχυρισμούς για υπέρβαση της εξάρτησης χωρίς δυσμενείς επιπτώσεις.
Οι επερχόμενοι χειμώνες ενδέχεται να δουν υψηλότερες τιμές του φυσικού αερίου λόγω της αυξημένης ζήτησης και του τέλους των ευνοϊκών καιρικών συνθηκών, με τη βιομηχανική ανάπτυξη να παρεμποδίζεται από το ακριβό LNG.
Οι νέοι κανονισμοί της ΕΕ για τις εκπομπές μεθανίου θα αυξήσουν περαιτέρω το κόστος LNG, καθιστώντας την προσιτή ενέργεια και τη βιομηχανική ανάκτηση στην Ευρώπη πιο δύσκολη στο εγγύς μέλλον.

Πώς μπορεί να επηρεαστεί η Πράσινη Συμφωνία

Σε ό,τι αφορά την Πράσινη Συμφωνία το μεγαλύτερο μέρος της νομοθεσίας έχει ήδη ψηφιστεί σε νόμο και τώρα εναπόκειται στις χώρες της ΕΕ να την εφαρμόσουν.

Σχετικά με αυτό, ο Chris Rosslowe, ανώτερος αναλυτής δεδομένων ενέργειας και κλίματος στην Ember, λέει στο Energy Monitor : «Καθώς η Πράσινη Συμφωνία βρίσκεται τώρα στη φάση υλοποίησης, τα επιμέρους κράτη μέλη, και όχι το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θα έχουν μεγαλύτερη επιρροή στην πρόοδο προς τους κλιματικούς στόχους».

Ωστόσο, το διακύβευμα είναι μεγάλο. Μερικοί πιστεύουν ότι οι Πράσινη Συμφωνία κάνει τη ζωή δύσκολη. Άλλοι ανησυχούν για τα σημάδια μιας ηπείρου που αποβιομηχανοποιείται. Ακόμα περισσότεροι ανησυχούν όλο και περισσότερο για την ενεργειακή ασφάλεια των χωρών τους.

Οι ευρωεκλογές σηματοδοτούν και μια σειρά αλλαγές σε ό,τι αφορά τα διάφορα όργανα της ΕΕ, οι αποφάσεις των οποίων καθορίζουν σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό την ενεργειακή πολιτική. Και οι αποφάσεις που θα ληφθούν το επόμενο διάστημα αναμένεται να αποβούν καθοριστικές για τις εξελίξεις σε ό,τι αφορά την ενεργειακή πολιτική.

Αλλαγές στην Κομισιόν

Διορισμένος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπεύθυνος για την ενέργεια είναι ο Επίτροπος Ενέργειας. Μετά τις εκλογές, κάθε κράτος μέλος πρέπει να ορίσει έναν νέο Επίτροπο που θα επιβεβαιωθεί από τους νέους βουλευτές. Αυτό σημαίνει ότι ο υποψήφιος πρέπει να λάβει την έγκριση της πλειοψηφίας του Κοινοβουλίου πριν αναλάβει τη θέση του Επιτρόπου Ενέργειας.

Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Eurelectric, δεν αλλάζουν όλα, καθώς ο εκτελεστικός οργανισμός που είναι υπεύθυνος για την ενέργεια, η Γενική Διεύθυνση Ενέργειας ή ENER, θα διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό το ίδιο τεχνοκρατικό προσωπικό. Δεδομένου του αντίκτυπου της ενέργειας στην κλιματική αλλαγή, η ενεργειακή πολιτική καλύπτεται επίσης από τη Γενική Διεύθυνση Δράσης για το Κλίμα και έναν Επίτροπο για το Περιβάλλον.

Με αυτόν τον τρόπο, η ενεργειακή πολιτική επηρεάζεται κυρίως με τη μορφή των αρχικών προτάσεων που προέρχονται από την Επιτροπή, οι οποίες θα είναι χρωματισμένες με τις προτεραιότητες του αρμόδιου κόμματος, τόσο στη θέση του Επιτρόπου όσο και έμμεσα από το Κοινοβούλιο που τους έδωσε τη δυνατότητα να φτάσουν εκεί.

Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Όπως υπογραμμίζει η Eurelectric το Κοινοβούλιο μπορεί να επηρεάσει την ενεργειακή πολιτική με δύο τρόπους. Ο πιο τεχνικός τρόπος είναι η Επιτροπή των βουλευτών του ΕΚ που είναι αρμόδια για τη νομοθεσία για τη βιομηχανία, έρευνα και ενέργεια (Επιτροπή ITRE), καθώς και για τη νομοθεσία για το Περιβάλλον, τη Δημόσια Υγεία και την Ασφάλεια των Τροφίμων (Επιτροπή ENVI). Εδώ γίνονται τροπολογίες στις νομοθετικές προτάσεις.

Οι συνασπισμοί που θα σχηματιστούν θα καθορίσουν όχι μόνο πόσες θέσεις στην επιτροπή θα κατανεμηθούν στα πολιτικά κόμματα, αλλά και ποιος είναι υπεύθυνος. Ως εκ τούτου, η νομοθεσία που θα προέρχεται από τις επιτροπές θα υπόκειται στις ιδεολογικές απόψεις των βουλευτών του ΕΚ που απαρτίζουν στην επιτροπή, και ως εκ τούτου οι τροπολογίες θα αντικατοπτρίζουν αυτό.

Γενικότερα, η σύνθεση του Κοινοβουλίου στο σύνολό του επηρεάζει επίσης το ποιος πρέπει να υποστηρίξει την τελική νομοθεσία που πρόκειται να ψηφιστεί. Οι μέσες ιδεολογικές απόψεις των ευρωβουλευτών στη Βουλή λοιπόν υπαγορεύουν πόσο προοδευτική ή συντηρητική θα είναι η νομοθεσία που μπορεί και δεν μπορεί να ψηφιστεί.