Σημαντικές προοπτικές να κυριαρχήσει στην ευρωπαϊκή αγορά, μέσα στην επόμενη πενταετία, έχει η ελληνική φαρμακοβιομηχανία, εάν αναπτυχθούν οι κατάλληλες πολιτικές και ληφθούν οι σωστές αποφάσεις, σε μια χρονική συγκυρία η οποία φαίνεται να είναι πιο ευνοϊκή παρά ποτέ.

Μετά την πανδημία του κορονοϊού και το «τσουνάμι» ελλείψεων που αντιμετώπισε η Ευρώπη σε φάρμακα και ιατροτεχνολογικά προϊόντα, η συζήτηση για μεταφορά των τομέων R&D και παραγωγής από τρίτες χώρες εντός των συνόρων της, προκειμένου να διασφαλιστεί η  αυτάρκειά της, έχει ήδη ξεκινήσει σε κεντρικό επίπεδο.

Μια τέτοια προοπτική διαμορφώνει ένα γόνιμο έδαφος για ανάπτυξη του κλάδου σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συνθήκη στην οποία η Ελλάδα πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να διεκδικήσει πρωταγωνιστικό ρόλο.

Συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας αποτελεί το γεγονός ότι, παρά τις πολιτικές δημοσιονομικού περιορισμού που εφαρμόστηκαν κατά την προηγούμενη δεκαετία, ο κλάδος του φαρμάκου δεν αποβιομηχανοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό όπως έγινε σε άλλες χώρες, με αποτέλεσμα κατά την «επόμενη μέρα» να βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση.

Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία διαθέτει σήμερα ισχυρή παραγωγικής βάση, με 40 εργοστάσια, 71 μονάδες παραγωγής, 202 γραμμές παραγωγής αλλά και 23 ερευνητικά κέντρα.

Επιπλέον, διαθέτει υψηλού επιπέδου επιστημονικό δυναμικό, τεχνογνωσία αλλά και κανάλια διανομής, καθώς δραστηριοποιείται στην ευρωπαϊκή αγορά εδώ και πολλά χρόνια.

Ειδικά στον τομέα της Βιοτεχνολογίας, που αποτελεί παγκόσμια τάση, οι Έλληνες επιστήμονες πρωταγωνιστούν διεθνώς, ενισχύοντας τις δυνατότητες της χώρας βγει μπροστά σε έναν τομέα με μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης.

Μετά από μία δεκαετία στο «ζυγό» των αυτόματων επιστροφών (clawback), το μέτρο για τον συμψηφισμό της υπέρβασης της φαρμακευτικής δαπάνης με παραγωγικές επενδύσεις (αναπτυξιακό clawback), «στρώνει» το δρόμο για την υλοποίηση επενδυτικών πλάνων, που αγγίζουν συνολικά (εγχώριες και ξένες εταιρείες) το 1,5 δισ. ευρώ, σε βάθος πενταετίας.

Όπως ανακοινώθηκε πρόσφατα, μόνο από τις εγχώριες φαρμακευτικές βιομηχανίες  αναμένονται  επενδυτικά προγράμματα ύψους 600 εκατ. ευρώ μέχρι το 2024. Ο επενδυτικός σχεδιασμός περιλαμβάνει τη δημιουργία 12 νέων εργοστασίων, 29 νέων μονάδων παραγωγής, 52 νέων γραμμών παραγωγής και 17 νέων ερευνητικών κέντρων.

Το μέτρο – κίνητρο, αναμένεται να αξιοποιήσουν και πολλές ξένες εταιρείες, ενισχύοντας τη διεξαγωγή κλινικών μελετών και ερευνητικών προγραμμάτων στη χώρα.

Ήδη υπάρχουν «δείγματα γραφής», όπως η επέκταση του εργοστασίου της Boehringer Ingelheim στο Κορωπί, το digital hub της Pfizer στη Θεσσαλονίκη, η Ακαδημία Κλινικών Μελετών με την υποστήριξη της Bayer (σε συνεργασία με την ελληνική Elpen).

Παράγοντες της αγοράς διαβεβαιώνουν ότι, με την υλοποίηση των προγραμματισμένων επενδύσεων, η εδραίωση στην ευρωπαϊκή αγορά καθίσταται ένας καθόλα εφικτός στόχος. Απαραίτητες προϋποθέσεις αποτελούν η διαμόρφωση ενός σταθερού πλαίσιού που θα διασφαλίσει προβλεψιμότητα σε βάθος τετραετίας καθώς και η αξιοποίηση των χρηματοδοτικών ευκαιριών του Ταμείου Ανάκαμψης.

«Η φαρμακοβιομηχανία είναι εδώ, ανεβάζει ταχύτητα, αλλάζει επίπεδο και ερχόμαστε να πρωταγωνιστήσουμε σε όλη την Ευρώπη και γιατί όχι και στην Αμερική. Είμαι πολύ αισιόδοξος ότι αξιοποιώντας το Ταμείο Ανάκαμψης και λαμβάνοντας τις σωστές αποφάσεις ως κυβέρνηση και ως ΕΕ, σε 5 χρόνια από σήμερα όταν ακούμε ‘Ελλάδα’ θα λέμε ότι είναι η φαρμακοβιομηχανία της Ευρώπης», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξη τύπου ο αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), Δημήτρης Δέμος.

Με αφετηρία το αναπτυξιακό clawback

Από το 2012 που θεσπίστηκε το clawback, επιβάλλοντας στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις να πληρώνουν από την «τσέπη» τους την υπέρβαση του πλαφόν των δαπανών για φάρμακα, τα ποσά που έχουν επιστραφεί στο κράτος αγγίζουν συνολικά τα 5,3 δισ. ευρώ., κεφάλαια που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε επενδυτικά προγράμματα.

Μάλιστα, σύμφωνα με εκπροσώπους του κλάδου, εάν τα χρήματα αυτά είχαν επενδυθεί σε έρευνα, σήμερα θα μπορούσαμε να μιλάμε για δυνατότητα παραγωγής εμβολίων στη χώρα ή και ακόμα και για το ελληνικό μονοκλωνικό αντίσωμα κατά της Covid-19.

Μετά από συνεχείς πιέσεις του κλάδου και τη βιωσιμότητά του να απειλείται, το 2019 θεσπίστηκε το αναπτυξιακό clawback, δίνοντας στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να συμψηφίζουν μέρος των επιστροφών με παραγωγικές επενδύσεις. Το ποσό του συμψηφισμού για το β΄εξάμηνο του έτους ήταν 50 εκατ., ενώ για τη χρήση του 2020 ανήλθε στα 100 εκατ., απελευθερώνοντας επιπλέον επενδυτικά κεφάλαια.

Το αναπτυξιακό clawback έχει μηδενική επίπτωση για την οικονομία, καθώς ουσιαστικά -μέσω αυτού του μηχανισμού- η φαρμακοβιομηχανία πληρώνει ένα μικρό μέρος του clawback μέσω επενδύσεων, οι οποίες έχουν πολλαπλασιαστική θετική επίδραση στο ΑΕΠ, τα δημόσια έσοδα και την απασχόληση, χωρίς να αποσπώνται επιπλέον πόροι από τα κρατικά ταμεία. Με αυτό το δεδομένο, μπορεί να αποτελέσει ένα μέτρο με διάρκεια, αλλά και να ενισχύεται σε βάθος χρόνου.

Τη δυναμική του καταδεικνύουν τα στοιχεία από το  β΄ εξάμηνο του 2019, όπου το αναπτυξιακό clawback οδήγησε σε 36 νέες επενδύσεις ύψους 80 εκατ. ευρώ.

Η ευκαιρία του Ταμείου ανάκαμψης

Τα επενδυτικά προγράμματα των ελληνικών εταιρειών θα υλοποιηθούν με ιδία κεφάλαια. Προϋπόθεση αποτελεί να μειωθεί το «χαράτσι» των επιστροφών το οποίο, από 13% κατά την πρώτη εφαρμογή του, ανέρχεται πλέον στο 40% των πωλήσεων.

Από εκεί και πέρα, η χρηματοδότηση  θα προέλθει απ’ το συμψηφισμό και, ανάλογα με το σχέδιο κάθε εταιρείας, από τράπεζες ή ιδρύματα τα οποία είναι πρόθυμα να συμμετάσχουν.

Καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσει η αξιοποίηση των χρηματοδοτικών ευκαιριών του Ταμείου Ανάκαμψης, με τις αξιώσεις της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας να βασίζονται στην ανταποδοτικότητα.

Στοιχεία που προκύπτουν από μελέτες του Ιδρύματος Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), της McKinsey και της Grant Thornton, καταδεικνύουν ότι η φαρμακοβιομηχανία της Ελλάδας, κυρίως οι ελληνικές αλλά και οι ξένες επιχειρήσεις, είναι έτοιμες να απορροφήσουν κονδύλια με τεράστια ανταποδοτικότητα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ (2020), για κάθε 1 εκατ. ευρώ που επενδύεται για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων, η ανταποδοτικότητα της επένδυσης αγγίζει το 86%, δημιουργούνται 20 νέες θέσεις εργασίας, ενώ η αύξηση των εσόδων του Δημοσίου αντιστοιχεί στο 22,5% της επενδυτικής δαπάνης. Επίσης, σημαντική είναι η πολλαπλασιαστική επίδραση της λειτουργίας των νέων μονάδων, με τη συνολική συμβολή τους στο ΑΕΠ να αντιστοιχεί στο 129% της επενδυτικής δαπάνης.

Όπως δήλωσε πρόσφατα ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνις Γεωργιάδης, τα συναρμόδια υπουργεία έχουν «περάσει» από τη Βουλή επενδυτικά μέτρα και αναμένουν την έγκριση από το Ταμείο Ανάκαμψης, προκειμένου να προχωρήσουν σε νέα προγραμματική συμφωνία με ολόκληρη τη φαρμακοβιομηχανία, που θα προσφέρει σταθερό πλαίσιο για να πραγματοποιηθούν οι επενδύσεις του κλάδου.

Πολιτικές υπέρ της ανάπτυξης

Οι συζητήσεις αναπτυξιακού χαρακτήρα έχουν ξεκινήσει από το 2ο εξάμηνο του 2019. Έκτοτε  μοναδικό κίνητρο που έχει δοθεί στις επιχειρήσεις είναι το αναπτυξιακό clawback, ενώ άλλο ένα θετικό στοιχείο είναι η σταθεροποίηση της τιμολογιακής πολιτικής, που έχει βάλει φρένο στις άναρχες μειώσεις τιμών.

Το αναπτυξιακό clawback αποτελεί «καταλύτη» για την ανάπτυξη της φαρμακοβιομηχανίας, αλλά όχι πανάκεια που θα που θα οδηγήσει στην κορυφή της Ευρώπης.

Οι προτάσεις της ΠΕΦ περιλαμβάνουν, επίσης, τον εξορθολογισμό των ανεπαρκών προϋπολογισμών, τη θέσπιση ανώτατου ορίου στο clawback και εισαγωγή της έννοιας της συνυπευθυνότητας με την Πολιτεία, την εύρεση μίας κοινά αποδεκτής λύσης στο ζήτημα της δαπάνης των ανασφάλιστων πολιτών, τη δικαιότερη κατανομή των επιβαρύνσεων μεταξύ των κατηγοριών των φαρμάκων. Επιπλέον, πολιτικές με στόχο την αύξηση του μεριδίου των γενοσήμων και γενικότερα των οικονομικότερων φαρμάκων, σε συνδυασμό με θεραπευτικά πρωτόκολλα και συνταγογραφικές οδηγίες, διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα από το οποίο η ελληνική φαρμακοβιομηχανία μπορεί να αναδειχθεί πρωταγωνίστρια της Ευρώπης.