Πρόσφατη έρευνα της McKinsey δείχνει ότι οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις στον ευρωπαϊκό κλάδο των σούπερ μάρκετ αυξάνονται, καθώς η συγκέντρωση αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα πέντε χρόνια.

Η εξέλιξη αυτή τροφοδοτείται από το περιβάλλον υψηλού κόστους και χαμηλής ανάπτυξης, το οποίο δημιουργεί ανάγκη για μεγαλύτερη αποδοτικότητα και οικονομίες κλίμακας.

1

Τα περιθώρια κέρδους για τους περισσότερους ευρωπαίους λιανέμπορους δέχονται πιέσεις. Το μέσο περιθώριο EBITDA έχει μειωθεί από 6,9% το 2019 σε 6,2% το 2024, οδηγώντας σε μέσο λειτουργικό περιθώριο EBIT της τάξης του 2,8%.

Η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί, καθώς παράγοντες όπως η έλλειψη εργατικού δυναμικού, οι στόχοι βιωσιμότητας και οι διακυμάνσεις στις τιμές πρώτων υλών διατηρούν ψηλά τις πιέσεις στο κόστος.

Στην Ελλάδα, τα περιθώρια κέρδους των σούπερ μάρκετ έχουν περιοριστεί στο 1%-1,5%, γεγονός που εντείνει την ανάγκη για περαιτέρω συγκέντρωση σε μια αγορά που παραμένει κατακερματισμένη.

Σε αυτό το περιβάλλον, η κλίμακα αποκτά κρίσιμη σημασία, καθώς κατά μέσο όρο, οι μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ εμφανίζουν υψηλότερη κερδοφορία. 

Σύμφωνα με την ανάλυση της McKinsey, οι επιτυχημένοι λιανέμποροι είναι κατά 35% έως 50% μεγαλύτεροι από τους ανταγωνιστές τους και επιτυγχάνουν περιθώριο EBITDA υψηλότερο κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο του κλάδου.

Οι μεγάλες αλυσίδες διαθέτουν επίσης μεγαλύτερη δυνατότητα να επενδύουν σε τομείς όπως οι προμήθειες, η αυτοματοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας, η τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη, ενώ η κλίμακα είναι απαραίτητη για την αποδοτική ανάπτυξη και παραγωγή προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.

Οι κινήσεις που αλλάζουν το τοπίο

Σε αυτό το δυναμικό περιβάλλον, η κινητικότητα στην ελληνική αγορά σούπερ μάρκετ εντείνεται. Οι μεγάλες αλυσίδες αναζητούν τρόπους να ενισχύσουν το αποτύπωμά τους και τη διαπραγματευτική τους ισχύ, ενώ οι μικρότεροι παίκτες προσπαθούν να αντεπεξέλθουν στις αυξανόμενες προκλήσεις του κλάδου.

Το ηλεκτρονικό εμπόριο κερδίζει συνεχώς έδαφος, με τις πλατφόρμες efood και Wolt να επεκτείνονται πέρα από τις συνεργασίες με σούπερ μάρκετ, αναπτύσσοντας το δικό τους δίκτυο καταστημάτων.

Παράλληλα, τα convenience stores ενισχύουν την παρουσία τους, ενώ νέοι παίκτες εκτός του παραδοσιακού λιανεμπορίου, όπως η Core Innovations του ομίλου Motor Oil μέσω της εξαγοράς της Twenty 4 Seven, εισέρχονται δυναμικά στον χώρο. 

Αλλαγή του «χάρτη» μετά το deal Μασούτη- Κρητικού

Ενώ η εξαγορά της αλυσίδας ΑΝΕΔΗΚ Κρητικός από τη Δ. Μασούτης, που αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του έτους, αλλάζει δραστικά το τοπίο στην αγορά των σούπερ μάρκετ. 

Με την ολοκλήρωσή της δημιουργείται ένας νέος επιχειρηματικός κολοσσός, με συνολικό κύκλο εργασιών που θα προσεγγίζει τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ, τοποθετώντας τον όμιλο Μασούτη απέναντι σε μεγάλους παίκτες όπως η Lidl και η ΑΒ Βασιλόπουλος.

Με ένα δίκτυο καταστημάτων που θα ξεπερνά τα 1200 καταστήματα και με τη Μασούτης να βρίσκεται στο top 4 των μεγαλύτερων παικτών του οργανωμένου λιανεμπορίου, η βορειοελλαδίτικη αλυσίδα αποκτά διαφορετικό εκτόπισμα αλλά και διαπραγματευτική ισχύ απέναντι στους προμηθευτές.  

Οι συνέργειες για ΑΒ και Lidl

Σε αυτό το περιβάλλον, η στρατηγική της κλίμακας και των συνεργειών αποκτά καθοριστική σημασία. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη της McKinsey, μεγάλες ευρωπαϊκές αλυσίδες επιτυγχάνουν αυξημένη ανταγωνιστικότητα μέσα από την κεντρικοποίηση των προμηθειών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, την ανάπτυξη ισχυρών σειρών προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας και τη σύναψη διασυνοριακών συνεργασιών για τη διαπραγμάτευση καλύτερων όρων προμήθειας. 

Κάτι που επιτυγχάνουν στην ελληνική αγορά οι αλυσίδες ΑΒ Βασιλόπουλος και Lidl, αξιοποιώντας τις συνέργειες και τα οφέλη που έχουν ως θυγατρικές μεγάλων πολυεθνικών ομίλων.

Για παράδειγμα η ΑΒ Βασιλόπουλος, υπό την καθοδήγηση του Νίκου Λαβίδα δίνει πλέον μεγάλη βαρύτητα στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, που μαζί με τα νωπά αποτελούν περίπου το 30% του τζίρου της αλυσίδας.

Ακολουθώντας τις στρατηγικές κατευθύνσεις της μητρικής Ahold Delhaize, η κεντρικοποιήση  σειρών private label που μέχρι πρότινος διέφεραν ανά χώρα, με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου brand για όλες τις θυγατρικές του ομίλου στην περιοχή της νοτιανατολικής Ευρώπης σε συνδυασμό με τις  διαδικασίες αγορών, ποιοτικών ελέγχων και επισήμανσης (labelling) που οργανώνονται κεντρικά, έχει ενισχύσει τις οικονομίες κλίμακας αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα της κατηγορίας.

Η εταιρεία, που ήδη έχει δημιουργήσει ισχυρά brand ιδιωτικής ετικέτας ελληνικής παραγωγής όπως «Η ΑΒ κοντά στην Ελληνική Γη», στοχευει στην επόμενη διετία να λανσάρει πάνω από 2.000 κωδικούς προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας αξιοποιώντας τη νέα ενιαία στρατηγική.

Επιπλέον κεντρικό ρόλο στη νέα στρατηγική διαδραματίζει και το εξαγωγικό hub της ΑΒ στη Σίνδο Θεσσαλονίκης. Οι εγκαταστάσεις της εταιρείας λειτουργούν πλέον ως κομβικό εμπορικό σημείο για την προώθηση ελληνικών προϊόντων – φρούτων, λαχανικών αλλά και συσκευασμένων ειδών – προς χώρες όπως η Τσεχία, η Ρουμανία και η Σερβία με τα ετήσια έσοδα να φτάνουν στα 100 εκατ. ευρώ.  

Η Lidl Ελλάς, αποτελεί φυσικά διαφορετική περίπτωση καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των προϊόντων της στα ράφια είναι ιδιωτικής ετικέτας, ωστόσο οι συνέργειες που έχει όντας θυγατρική της ομώνυμης γερμανικής αλυσίδας που ανήκει στον όμιλο Swartz, είναι σημαντικές. Ενώ στηρίζει στο πλαίσιο των κεντρικοποιημένων αγορών και τους Ελληνες παραγωγούς προμηθευτές της.

Σύμφωνα με τα όσα έχει αναφέρει ο επικεφαλής της αλυσίδας, Μάρτιν Μπραντεμπούργκερ το 2023 η αλυσίδα προχώρησε στην παραγωγή 1.624 προϊόντων από 409 παραγωγούς τονίζοντας ότι ο τζίρος από τις εξαγωγές που κάνουν τα ελληνικά προϊόντα μέσω του μητρικού ομίλου Schwarz σε 31 αγορές, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, ξεπέρασε το μισό δισεκατομμύριο ευρώ.

Διαβάστε επίσης: 

Τρικυμία στη διεθνή ναυτιλία από τα νέα λιμενικά τέλη των ΗΠΑ

Τι συμβαίνει με τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια – Όλη η αλήθεια

Vernicos Scafi Tugs: Παρέλαβε το δεύτερο νεότευκτο ρυμουλκό και έφτασε τα 49