Ευριπίδης Δοντάς, Επίλεκτος
Σχεδόν μία εβδομάδα έχει περάσει από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού κ. Κ. Μητσοτάκη, χωρίς να υπάρξει επίσημη αντίδραση από τους μεγάλους αναγνωρισμένους εργοδοτικούς φορείς της χώρας.
Ο πρωθυπουργός είχε πει με την συνέντευξή του στον Αντώνη Σρόιτερ στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού Alpha ότι προκρίνεται η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για επιχειρήσεις και εργαζόμενους, κάτι που σημαίνει, όπως ευστόχως είχε γράψει το mononews.gr την 1η Ιανουαρίου, ότι η μείωση των φόρων στις επιχειρήσεις πηγαίνει πιο πίσω, τουλάχιστον κατά ένα έτος. Δηλαδή το 2022 θα ωφεληθούν οι επιχειρήσεις από την μείωση του φορολογικού συντελεστή από το 24% σήμερα, στο 20%. Πλην όμως, όλα τα σενάρια παραμένουν ανοιχτά, για μία ακόμα φορά, εξαιτίας του δημοσιονομικού χώρου που δημιουργείται κάθε φορά. Άλλωστε, η δήλωση του υπουργού Οικονομικών κ. Χρ. Σταίκούρα ότι, όποτε δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος θα λαμβάνονται θετικά μέτρα, ισχύει.
Πηγές από τον ΣΕΒ στις οποίες απευθύνθηκε το mononews.gr, σχολίαζαν ότι, «οποιαδήποτε ελάφρυνση των επιχειρήσεων αποφασίζει η κυβέρνηση είναι θετική». Επίσης, « είτε πρόκειται για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, είτε για μείωση της φορολογίας κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση».
Περισσότερο συγκεκριμένος όμως, γίνεται ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Κλωστοϋφαντουργίας Επίλεκτος και ταυτόχρονα μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Παραγωγής κ. Ευριπίδης Δοντάς. Σύμφωνα με τον κ. Δοντά, ανάμεσα στην μείωση των φόρων και την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, όπως λέει χαρακτηριστικά, «επιλέγω το δεύτερο. Διότι η μείωση στις εισφορές συμβάλλει στην ανταγωνιστικότητα και στην μείωση του κόστους προϊόντος. Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εκφράζει την ανταγωνιστικότητα, αυτό που θέλουμε για τα προϊόντα μας. Σε αυτή την κατεύθυνση», όπως λέει ο κ. Δοντάς, «είναι δεκτή οποιαδήποτε ελάφρυνση έχει να κάνει με τον Ειδικό Φόρο στην ενέργεια, την κατάργηση του 0,6% στα δάνεια, στην μείωση του ΕΝΦΙΑ στις επιχειρήσεις και τις βιομηχανίες ή έστω ο συμψηφισμός του με κάτι. Τα κόστη για την ελληνική βιομηχανία είναι πολλά».
Επιχειρηματίες οι εταιρείες των οποίων είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο αναφέρουν πως το μέτρο θα ωφελήσει όλες ανεξαιρέτως τις επιχειρήσεις, δηλαδή και τις κερδοφόρες και τις ζημιογόνες, ενώ η μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος θα βοηθήσει μόνο όσες δηλώνουν κέρδη.
Οι εντολές του πρωθυπουργού είναι να μην προχωρήσει ο κ. Σταϊκούρας στην περαιτέρω μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων από το 24% στο 20% για τη χρήση του 2020, όπως ήταν ο αρχικός σχεδιασμός, αλλά να δοθεί προτεραιότητα στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες, ώστε αυτή να γίνει γρηγορότερα από ότι έχει αποφασιστεί.
Σημειώνεται ότι το δημοσιονομικό κόστος που συνεπάγεται μια περαιτέρω μείωση του συντελεστή φορολόγησης των εταιρικών κερδών από το 24% στο 20% υπολογίζεται στα 540 εκατ. ευρώ και διαμορφώνεται στα ίδια επίπεδα με το σχέδιο που έχει επεξεργαστεί το υπουργείο Εργασίας και προβλέπει σταδιακή μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων και εργοδοτών κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες την τετραετία 2020-2023, αρχής γενομένης 0,90 της ποσοστιαίας μονάδας από την 1η Ιουλίου 2020 με δημοσιονομικό κόστος 123 εκατ. ευρώ.
Για το 2021 προβλέπεται περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1,09 ποσοστιαία μονάδα με σωρευτικό δημοσιονομικό κόστος 565 εκατ. ευρώ, το 2022 επιπλέον μείωση κατά 1,61 ποσοστιαία μονάδα με επιπλέον δημοσιονομικό κόστος 413 εκατ. ευρώ και το 2023 άλλο 1,3% με επιπλέον δημοσιονομικό κόστος 374 εκατ. ευρώ.
Δηλαδή, σε περίπτωση κατά την οποία αποφασιστεί να μην εφαρμοστεί το 2021 η περαιτέρω μείωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων από το 24% στο 20% θα εξοικονομηθούν 540 εκατ. ευρώ, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να χρηματοδοτήσουν μια μεγαλύτερη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εντός του 2021.
Δηλαδή, η μη εφαρμογή της περαιτέρω μείωσης του εταιρικού φόρου μπορεί να αξιοποιηθεί δημοσιονομικά για μια ταχύτερη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ώστε η σωρευτική μείωσή τους να φθάσει το 3,9% ήδη από το 2021 και ο τελικός στόχος για σωρευτική μείωσή τους κατά 5% να επιτευχθεί το 2022, αντί το 2023.