Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς (ΕΒΕΠ) ενημερώνει πως η ευρωπαϊκή οδηγία για τη διαφάνεια των αμοιβών τέθηκε σε ισχύ τον Ιούνιο.

Οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών οργανώσεων εκφράζουν, όμως, κάποιες ανησυχίες ότι, παρά τον αξιέπαινο στόχο της να διασφαλίσει ότι κάθε εργαζόμενος εκτιμάται και αντιμετωπίζεται ισότιμα, ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερο ρυθμιστικό κόστος, ειδικά εάν η εθνική εφαρμογή ποικίλλει από χώρα σε χώρα της Ενιαίας Αγοράς.

1

Η οδηγία για τη διαφάνεια των πληρωμών απαιτεί μια δίκαιη εφαρμογή που να λαμβάνει υπόψη την οικονομική επιβάρυνση της υποβολής εκθέσεων, κάτι που απαιτεί μια συνεπή προσέγγιση σε ολόκληρη την ενιαία αγορά. Θα χρειαστεί, ενδεχομένως, να διατεθούν πόροι για την προσαρμογή των καθεστώτων αναφοράς, ειδικά όπου οι εταιρείες απασχολούν πολλές κατηγορίες εργαζομένων σε διαφορετικά κράτη μέλη.

Ο κίνδυνος είναι ορατός για πολλούς κλάδους να αντιμετωπίσουν εμπόδια στη προσπάθειά τους να προσαρμοστούν στις εθνικές διακυμάνσεις των απαιτήσεων και των προθεσμιών.

Παραδόξως, μάλιστα, η οδηγία τέθηκε σε ισχύ τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μειώσει τον φόρτο υποβολής εκθέσεων κατά 25%. Στην πρόσφατη μακροπρόθεσμη άποψή της για την ανταγωνιστικότητα, η Επιτροπή ανακοίνωσε την ανάγκη εξεύρεσης ισορροπίας μεταξύ των υποχρεωτικών απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων και του κόστους που αυτές επιβάλλουν στις εταιρείες.

Η οδηγία για τη διαφάνεια των αμοιβών αναμένεται να απαιτήσει σημαντικές προσαρμογές και πόρους για τη συνεργασία με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, ιδίως όταν οι κοινές αξιολογήσεις αμοιβών ενδέχεται να ενεργοποιήσουν ελέγχους, εάν διαπιστωθεί αδικαιολόγητη διαφορά 5% των αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων.

Αυτή η επιβάρυνση εκτρέπει τους φθίνοντες πόρους των εταιρειών από την κρίσιμη ανάγκη να επενδύσουν στη βιωσιμότητα, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και τις δεξιότητές τους, κάτι που μια πρόσφατη μελέτη εκτιμά ότι θα κοστίσει μόνο στο ευρωπαϊκό λιανικό και χονδρικό εμπόριο, έως και 600 δις ευρώ, έως το 2030.

Ενδεχομένως, μάλιστα, η συγκεκριμένη επιβάρυνση να επιδεινωθεί από τις παραλλαγές που εισάγονται από κάθε εθνικό νομοθέτη που θα μπορούσε να δημιουργήσει μια ασυνεπή προσέγγιση σε ολόκληρη την ενιαία αγορά.

Ο πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Π. & Π.Ε.Σ.Α., Βασίλης Κορκίδης, διευκρίνισε πως τα Επιμελητήρια και οι κοινωνικοί εταίροι, υποστηρίζουν πλήρως τον θεμελιώδη στόχο της Οδηγίας για την αντιμετώπιση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων και την καταπολέμηση των μισθολογικών διακρίσεων.

Η ευρύτερη δράση για την εξάλειψη των βαθύτερων αιτιών, όπως ο διαχωρισμός στην αγορά εργασίας, τα στερεότυπα των φύλων και η άνιση κατανομή των ευθυνών και της φροντίδας θα μπορούσε να προωθήσει τη πραγματική ισότητα στο χώρο εργασίας, πέρα από αυτό που μπορεί να επιτευχθεί μέσω της υποβολής εκθέσεων.

Το ΕΒΕΠ είναι απόλυτα σύμφωνο με την ενιαία εφαρμογή της οδηγίας στην ενιαία αγορά, χωρίς όμως την υποχρέωση υποβολής κοστοβόρων γραφειοκρατικών εκθέσεων.

Αναφορικά με τα ζητήματα πληρωμών μεταξύ επιχειρήσεων, πρόσφατα, στις Βρυξέλλες, η ευρωπαϊκή οργάνωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων «SMEunited», σε εκδήλωση στις 22 Ιουνίου που διοργάνωσε η «BusinessEurope», με θέμα «Αναθεώρηση της οδηγίας για τις καθυστερήσεις πληρωμών», έκανε σαφές πως οι όροι πληρωμής δεν πρέπει να αποφασίζονται από την ισχύ των εταιρειών στην αγορά.

Επισημάνθηκε πως οι επιχειρηματίες δεν μπορούν πάντα να απορρίψουν μια σύμβαση με μακροχρόνιους όρους πληρωμής. Δεν έχουν πολλές φορές πραγματική επιλογή και δεν μπορούν απλώς να διαφωνήσουν με τους όρους πληρωμής και να θέσουν σε κίνδυνο το μέλλον της εταιρείας τους.

Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες έχουν, άλλωστε, ευθύνη έναντι των οικογενειών, των εργαζομένων, των πελατών και των συναδέλφων τους. Οι όροι πληρωμής δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως μηχανισμός χρηματοδότησης ενός κλάδου σε βάρος άλλου, ούτε υπέρ των μεγαλύτερων σε βάρος των μικρότερων της αγοράς.

Η μελέτη του ευρωπαϊκού Κοινού Κέντρου Ερευνών «Joint Research Study» αποδεικνύει ότι, εάν οι πληρωμές σε συναλλαγές B2B γίνονταν συστηματικά εντός 30 ημερών, οι ταμειακές ροές των επιχειρήσεων θα αυξάνονταν κατά 66%.

Εάν οι πληρωμές πραγματοποιούνταν τακτικά εντός 60 ημερών, η ταμειακή ροή θα αυξανόταν κατά 10%. Αποδεικνύει, επίσης, ότι οι μεγάλοι χρόνοι πληρωμής επηρεάζουν τη θέση ρευστότητας των εταιρειών, γεγονός που μπορεί να αναγκάσει τις εταιρείες να μειώσουν την απασχόληση και τις επενδύσεις.

Σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζεται συχνά, ορισμένα κράτη μέλη δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα καθυστέρησης πληρωμής. Ωστόσο, τα στοιχεία από τις ΜμΕ, αποδεικνύουν ότι οι καθυστερήσεις πληρωμών σε B2B από μεγάλες εταιρείες παραμένουν πρόβλημα σε όλες τις χώρες.

Η αναθεωρημένη οδηγία προτείνεται να εισάγει σαφή και ξεκάθαρα ανώτατα όρια για συναλλαγές B2B σε 30 ημέρες, διαπραγματεύσιμα έως 60 ημέρες, κατ’ ανώτατο όριο. Ωστόσο, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και ορισμένες αλυσίδες αξίας, θα μπορούσαν να επιτραπούν μεγαλύτεροι ή μικρότεροι όροι πληρωμής σε συμφωνία με τις ΜμΕ κάθε κλάδου.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κάνουν πιο αποτελεσματικές τις διαδικασίες πληρωμής τους με μια καταρχήν συμφωνία πληρωμής εντός 30 ημερών, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί ρητά και δικαιολογείται αντικειμενικά ένα μέγιστο διάστημα 60 ημερών, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου επαλήθευσης.

Ο πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Π., Βασίλης Κορκίδης, αναφερόμενος στο θέμα των πληρωμώντόνισε πως οι κώδικες δεοντολογίας δεν πρόκειται να βοηθήσουν, αφού λίγες μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε όλη την Ευρώπη τηρούν τον χρόνο της νομοθεσίας.

Πρότεινε, μάλιστα, πως ενδεχομένως θα πρέπει να εισαχθούν άλλα μέτρα με την υποχρεωτική χρήση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης, χωρίς όμως να είναι απαραίτητη η δημιουργία άλλης μιαw υπεύθυνης αρχής για την γραφειοκρατική παρακολούθηση της συμμόρφωσης με την οδηγία, και όποια άλλη εκτός αγοράς παρέμβαση, στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων.

Διαβάστε επίσης:

Επιβεβαίωση mononews: Επανέρχεται με βελτιωμένη πρόταση για την εξαγορά της ΑNEK ο Μάριος Ηλιόπουλος

ΔΕΗ: Μεταβιβάζει τις μετοχές της «ΜΕΤΑΛΙΓΝΙΤΙΚΗ Α.Ε.» – Στα €162,2 εκατ. το τίμημα

Mytilineos: Στο 4% – 4,5% το εύρος απόδοσης για το ομόλογο έως €500 εκατ.