Εθνική Τράπεζα
Στην κοινοπραξία της σουηδικής Intrum και της αμερικανικής CarVal περνά το πακέτο των κόκκινων δανείων ύψους 5,2 δισ. ευρώ που μεταβιβάζει η Εθνική τράπεζα.
Το consortium των δύο εταιρειών κατέθεσε την υψηλότερη προσφορά, που φθάνει σύμφωνα με πληροφορίες τα 110 εκατ. ευρώ και οποία αντιπροσωπεύει το 5,5% της αξίας των δανείων που μεταβιβάζονται. Πρόκειται για την καλύτερη προσφορά που υπερκέρασε αυτή της τσέχικης εταιρείας APS, της νορβηγικής B2 Holding, της γερμανικής EOS και τη σουηδικής Hoist, αλλά και η υψηλότερη που έχει πετύχει μέχρι σήμερα ελληνική τράπεζα από τις πωλήσεις κόκκινων δανείων.
Το «Earth» είναι το μεγαλύτερο χαρτοφυλάκιο κόκκινων δανείων που έχει βγει προς πώληση μέχρι σήμερα από ελληνική τράπεζα. Περιλαμβάνει περίπου 300.000 δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις, ενώ ο αριθμός των οφειλετών είναι σχεδόν 200.000. Η ονομαστική αξία του χαρτοφυλακίου είναι στο 1,9 δις και το υπόλοιπο ποσό, έως τα 5,2 δις είναι οι τόκοι που έχουν συσσωρευθεί. Η αποτίμηση είναι συνάρτηση της ποιότητας του εν λόγω χαρτοφυλακίου και κυρίως των προσπαθειών που έχουν προηγηθεί για την είσπραξη μέρους των οφειλών.
Υπενθυμίζεται ότι πριν από λίγο καιρό η Alpha Bank μεταβίβασε το χαρτοφυλάκιο Venus στην τιμή των 90 εκατ. ευρώ στον νορβηγικό όμιλο B2Holding. Το τίμημα αντιπροσωπεύει το 2,4% της συνολικής αξίας του χαρτοφυλακίου των 3,7 δις ευρώ (δηλαδή την οφειλή μαζί με τους τόκους) ή το 4,5% της αρχικής αξίας του χαρτοφυλακίου (δηλαδή την αρχική οφειλή χωρίς τους τόκους), που διαμορφώνεται στα 2 δις ευρώ. Η τιμή βάσει του οποίου πωλήθηκε το χαρτοφυλάκιο Venus της Alpha Bank ήταν μάλιστα οριακά υψηλότερη από αυτή που πωλήθηκε το χαρτοφυλάκιο Eclipse από την Eurobank. Η αρχική αξία του Eclipse –χωρίς τους τόκους– ήταν 1,5 δισ. ευρώ, ενώ μαζί με τους τόκους έφθανε τα 2,8 δισ. ευρώ και μεταβιβάστηκε στα τέλη του 2017 έναντι 45 εκατ. ευρώ.
Η διοίκηση της Εθνικής έχει προαναγγείλει την πώληση άλλων δύο πακέτων μη εξυπηρετούμενων δανείων εντός του 2018. Το πρώτο αφορά σε επιχειρηματικά δάνεια με εξασφαλίσεις επαγγελματικά ακίνητα, οικόπεδα, επιταγές από τρίτους και γενικότερα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. Το δεύτερο αφορά σε δάνεια μικρών και μεσαίων τουριστικών επιχειρήσεων (καταλυμάτων, μικρών ξενοδοχειακών μονάδων κ.ά.).