Για το brain drain, τη «φυγή» ταλεντών στο εξωτερικό και την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού σε ορισμένους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, έχουν χυθεί τόνοι μελάνι. Για μια υπαρκτή και προσιτή λύση, όμως, του συγκεκριμένου προβλήματος -επικερδή τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους ίδιους τους εργαζομένους- ελάχιστοι έχουν μιλήσει.

Ένας από τους πρώτους που προέβαλε με ηχηρό τρόπο την ανάγκη και τη σημασία που έχει η επανεκπαίδευση του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού, με στόχο την αναβάθμιση ή και την απόκτηση νέων δεξιοτήτων, ήταν ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών (Ε.ΕΝ.Ε.) Κρίστιαν Χατζημηνάς. Θέση που ήρθε να επιβεβαιώσει αρκετό καιρό μετά και σχετικό άρθρο στους έγκριτους και εξόχως επιδραστικούς Financial Times.

«Οι επικεφαλής επιχειρήσεων που παραπονιούνται διαρκώς για έλλειψη ταλέντων ή δεξιοτήτων τον μόνο ίσως που μπορούν να κατηγορήσουν είναι ο εαυτός τους», επισημαίνει ο αρθρογράφος, υπογραμμίζοντας ότι οι εργοδότες θα πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να ασχοληθούν ενεργά με την επανεκπαίδευση των εργαζομένων.

Κάθε άτομο τείνει φυσικά να χρησιμοποιεί το κεφάλαιό του με τον τρόπο εκείνο που είναι πιθανό να προσφέρει τη μεγαλύτερη δυνατή στήριξη στην εγχώρια βιομηχανία και να προσφέρει έσοδα και απασχόληση στον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων στη χώρα του, ανέφερε ο Άνταμ Σμιθ στον «Πλούτο των Εθνών». Το «αόρατο χέρι» ευθυγράμμιζε το ιδιωτικό κέρδος με το δημόσιο συμφέρον όχι δια μαγείας, αλλά επειδή η επιδίωξη του πρώτου επιτυγχανόταν καλύτερα μέσα από επενδύσεις που προήγαγαν και το  δεύτερο, υπενθυμίζει εμφατικά ο αρθρογράφος.

Κρίστιαν Χατζημηνάς: Να επενδύσουμε στην επανεκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού

Ο πρόεδρος της Ε.ΕΝ.Ε., Κρίστιαν Χατζημηνάς, έχει αναφερθεί επανειλημμένα στο συγκεκριμένο θέμα. Σε συνέντευξή του τον Ιούλιο, είχε πει: «Δυστυχώς το brain gain γίνεται με πολύ πιο αργούς ρυθμούς απ’ ό,τι επιτάσσει η ανάπτυξη που έχει η οικονομία, η οποία στο μεταξύ επιχειρεί και την ψηφιακή μετάβαση. Επομένως, λείπουν σήμερα άτομα με δεξιότητες. Κι αυτό είναι ένα ζήτημα στο οποίο η Ε.ΕΝ.Ε. θα επικεντρωθεί το επόμενο διάστημα. Επομένως, πρέπει να στραφούμε στον κόσμο που υπάρχει στην Ελλάδα, και είναι αρκετός, ώστε να τον επανεκπαιδεύσουμε και να αποκτήσει νέες ή αναβαθμισμένες δεξιότητες. Και σε αυτό πρέπει να επενδύσουν όλες οι επιχειρήσεις».

Ο κ. Χατζημηνάς ανέφερε μάλιστα ότι μια τέτοια προσπάθεια «πρέπει να υποστηριχθεί και από την Πολιτεία για το καλό ολόκληρης της οικονομίας».

«Η πρότασή μας», είχε πει, «είναι μια γενναία μείωση του μη μισθολογικού κόστους στην απασχόληση που θα επιμερίζεται 50-50 σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους. Άρα οι μεν επιχειρήσεις θα έχουν περισσότερα περιθώρια να κινηθούν, οι δε εργαζόμενοι θα μπορούν να λαμβάνουν περισσότερες απολαβές. Κι αυτό να ισχύσει για τις εταιρείες αλλά και τους εργαζομένους που αποδεδειγμένα επενδύουν στην αναβάθμιση δεξιοτήτων ή την απόκτηση νέων, πιστοποιημένα πάντα. Με αυτόν τον τρόπο θα υπάρξει ένα μεγάλο κίνητρο και για τις δύο πλευρές να επενδύσουν σε αυτό».

Σύμφωνα με τον ίδιο, μια τέτοια στοχευμένη πριμοδότηση θα είναι αποτελεσματική διότι θα είναι κίνητρα «που θα ξεκινούν από κάτω προς τα πάνω» -και όχι το αντίθετο όπως συμβαίνει σήμερα, συνήθως με ευρωπαϊκά κονδύλια- και «ο ίδιος ο εργαζόμενος θα αισθανθεί ότι ωφελείται».

Άλλωστε, ο ίδιος πιστεύει, όπως έχει δηλώσει, πως «εάν ένας εργαζόμενος γνωρίζει ότι αφιερώνοντας μερικές επιπλέον ώρες την εβδομάδα στην εκπαίδευσή του στο τέλος θα έχει απτή μισθολογική βελτίωση και αν η επιχείρηση γνωρίζει ότι αυτό θα προκαλέσει όφελος και στο δικό της τελικό μισθολογικό κόστος, τότε θα έχουμε κάνει ένα μεγάλο βήμα προόδου.