Οι τέσσερις κολοσσοί του διαδικτύου, οι εταιρείες Google, Apple, Facebook και Amazon, «έχουν υπερβολική δύναμη», δήλωσε σήμερα ο Ντέιβιντ Σισιλίνι, ο Δημοκρατικός βουλευτής που προεδρεύει στην έκτακτη κατάθεση των επικεφαλής αυτών των ομίλων στην Επιτροπή Δικαστικών Θεμάτων με την υποψία ότι καταχρώνται τη δεσπόζουσα θέση τους στην αγορά.

Παραθέτοντας τα κολοσσιαία οικονομικά και όχι μόνο δεδομένα που αποδεικνύουν την ισχύ αυτών των «γιγάντων», ο Σισιλίνι τόνισε ότι είναι αναγκαίο να ερευνηθούν οι πρακτικές που ακολουθούν οι συγκεκριμένες εταιρείες επειδή, μετά την κρίση της Covid-19 «θα αναδυθούν ακόμη πιο ισχυρές από προηγουμένως». Σε αυτήν την πολυαναμενόμενη συνεδρίαση μετέχουν, μέσω τηλεδιάσκεψης, οι τέσσερις επικεφαλής των εταιρειών (των αποκαλούμενων GAFA) που δεσπόζουν παγκοσμίως στο διαδίκτυο: ο Σουντάρ Πιτσάι (Alphabet, μητρική εταιρεία της Google), ο Τιμ Κουκ (Apple), ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ (Facebook) και ο Τζεφ Μπέζος (Amazon).

Να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που ο Μπέζος, ο πλουσιότερος άνθρωπος στον πλανήτη, καταθέτει ενώπιον του Κογκρέσου. «Όταν ο αμερικανικός λαός αντιμετώπισε τα μονοπώλια στο παρελθόν, από τους σιδηρόδρομους μέχρι τους μεγιστάνες του πετρελαίου, ή την AT&T και τη Microsoft, αναλάβαμε δράση για να διασφαλίσουμε ότι κανένας ιδιωτικός όμιλος δεν θα ελέγχει την οικονομία ή τη δημοκρατία μας», επέμεινε ο Σισιλίνι. «Ως φρουροί της ψηφιακής οικονομίας, αυτές οι πλατφόρμες απολαμβάνουν την εξουσία να επιλέγουν τους νικητές και τους ηττημένους, να ξετινάζουν τις μικρές επιχειρήσεις και να πλουτίζουν οι ίδιες, στραγγαλίζοντας τον ανταγωνισμό», συνέχισε. «Οι Εθνοπατέρες μας δεν θα υποκλίνονταν σε έναν βασιλιά, ούτε εμείς πρέπει να υποκλιθούμε στους αυτοκράτορες της διαδικτυακής οικονομίας», είπε.

Λίγο νωρίτερα, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, με ανάρτησή του στο Twitter προειδοποίησε ότι αν το Κογκρέσο δεν αναγκάσει αυτές τις εταιρείες να «παίξουν επί ίσοις όροις, όπως θα έπρεπε να έχουν κάνει εδώ και χρόνια, θα το κάνω εγώ ο ίδιος με διατάγματα». Η αξία των τεσσάρων εταιρειών στο Χρηματιστήριο ανέρχεται στα 4,78 τρισεκατομμύρια και έχουν συμβάλλει ευρέως στην ανάπτυξη στις ΗΠΑ, επιτρέποντας στη χώρα να κυριαρχεί σήμερα στο διαδίκτυο, τις επικοινωνίες και το ηλεκτρονικό εμπόριο. Όμως η κυριαρχία τους στα δεδομένα, τον κινητήριο άξονα της ψηφιακής οικονομίας, ανησυχεί τις αρχές για το κατά πόσο θα σεβαστούν τον ανταγωνισμό αλλά και την ιδιωτική ζωή των πελατών τους. Καθώς απομένουν μόλις 100 ημέρες μέχρι τις προεδρικές εκλογές, οι βουλευτές όλων των τάσεων ενδέχεται να εμφανιστούν ιδιαίτερα επιθετικοί απέναντι στους ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης, τους οποίους ωστόσο δεν μπορούν να αγνοήσουν αν θέλουν να κάνουν προεκλογική εκστρατεία.

«Φοβάμαι ότι η ακρόαση αυτή θα μετατραπεί σε συζήτηση για το ρυθμιστικό πλαίσιο του περιεχομένου, με την αριστερά να θέλει να αναγκάσει τις πλατφόρμες να καταπολεμήσουν το περιεχόμενο που προωθεί το μίσος και την παραπληροφόρηση και τη δεξιά να τις αναγκάσει να το επιτρέψουν», σχολίασε νωρίτερα ο Μαρκ Λέμλεϊ, καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.

Χαρακτηριστική ήταν η εισαγωγική δήλωση του Τζιμ Σενσενμπρένερ, του Ρεπουμπλικανού βουλευτή που πήρε τον λόγο μετά τον Σισιλίνι: «Το να είσαι μεγάλη εταιρεία δεν είναι κακό αφ εαυτού. Στην Αμερική ισχύει μάλλον το αντίθετο, θα έπρεπε να σας επιβραβεύσουν για την επιτυχία σας», είπε, θέτοντας όμως στη συνέχεια αυτό που το κόμμα του θεωρεί ότι θα έπρεπε να είναι το βασικό ερώτημα της σημερινής ακρόασης: οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης είναι προκατειλημμένοι και θα λογοκρίνουν τις συντηρητικές φωνές;