Η ανάγκη για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό πολιτικών σε ένα ενεργειακό περιβάλλον που εξελίσσεται, χωρίς σαφή εικόνα για τα δεδομένα που αλλάζουν, κάνουν τη χάραξη πολιτικής του υπουργείου Ενέργειας εν μέσω ενεργειακής μετάβασης ένα πολύ δύσκολο γρίφο που απαιτεί ικανότητα στάθμισης και ισορροπίας ανάμεσα σε αντίρροπα δεδομένα.
Την ίδια στιγμή, αν κατά τη διάρκεια της μετάβασης, δημιουργούνται αρρυθμίες, επενδύσεις δε γίνονται εγκαίρως, ή γίνονται πιο γρήγορα, λείπει αποθήκευση και διασυνδέσεις, ή έχουμε περισσότερες από όσο χρειαζόμαστε, δημιουργούνται κίνδυνοι όχι μόνο οι επενδύσεις να μην είναι βιώσιμες αλλά και να αυξάνουν το συνολικό κόστος τους ενεργειακού συστήματος, επιβαρύνοντας το κόστος ενέργειας και τον καταναλωτή.
Η πρόκληση για τη χάραξη ενεργειακής πολιτικής γίνεται όλο και μεγαλύτερη και καθώς οι στόχοι είναι πολλοί και αντιφατικοί και οι πόροι περιορισμένοι. Στην ανάγκη προτεραιοποίησης των αναγκών και των χρηματοδοτήσεων, αναφέρεται συχνά ο υπουργός Ενέργειας Θεόδωρος Σκυλακάκης, τόσο από το υπουργείο, όσο και από τους φορείς και τους επενδυτές, ώστε όχι μόνο να μην χάνονται πόροι αλλά και να αξιοποιούνται με άξονα τη μέγιστη απόδοση.
Θέλουμε πόρους για ανθεκτικότητα και πόρους για ενεργειακή μετάβαση
Ο Θόδωρος Σκυλακάκης, μιλώντας χθες στο συνέδριο του ΤΕΕ, χαρακτήρισε ως το μεγάλο στοίχημα των επόμενων δεκαετιών την πράσινη μετάβαση και την ταυτόχρονη περίληψη της ανθεκτικότητας. Μάλιστα, χαρακτήρισε αυτό το στοίχημα δύσκολο, εξηγώντας ότι στο ζήτημα της ανθεκτικότητας «ούτε ο πλανήτης, ούτε η Ευρώπη, ούτε εμείς δεν έχουμε την αναγκαία προετοιμασία για όλα τα δύσκολα γεγονότα που έχουμε μπροστά μας». «Αυτό συνέβη γιατί η κλιματική κρίση ήρθε πιο βίαιη από ό,τι ανέμεναν τα κλιματικά μοντέλα» πρόσθεσε και έκανε αναφορά στην τραγωδία στη Βαλένθια που όπως είπε είναι χαρακτηριστική.
«Οι δημοσιονομικοί πόροι», συνέχισε ο Υπουργός, «για να αντιμετωπιστεί η πολλαπλή αυτή πρόκληση είναι περιορισμένοι για την δραματική βελτίωση της ανθεκτικότητας». Για τον λόγο αυτό, τόνισε ότι θα πρέπει να σκεφτόμαστε με αυτή την προτεραιότητα, την ανθεκτικότητα, και στις δαπάνες που κάνουμε καθώς αυτές που θεωρούσαμε χρήσιμες και ευχάριστες μπαίνουν πλέον σε δεύτερη μοίρα μπροστά στις κρίσιμες δαπάνες που πρέπει να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε κρίσιμα γεγονότα.
Θέλουμε να αυξάνουμε την παραγωγή ΑΠΕ αλλά έχουμε μικρή ζήτηση ενέργειας
Λίγο αργότερα, μιλώντας στην εκδήλωση με θέμα «Εθνική Στρατηγική για την Περιφερειακή και Τοπική Ανάπτυξη», που πραγματοποιήθηκε στο Βουλευτικό Ναυπλίου, ο υπουργός τόνισε σημασία της προτεραιοποίησης και στις χρηματοδοτικές αποφάσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης. Και εκεί τόνισε ότι τα έργα ΑΠΕ που λειτουργούν είναι 14 GW, στα οποία θα προστεθούν έργα 16 GW που έχουν πάρει όρους σύνδεσης, όταν η ζήτηση ενέργειας κυμαίνεται από 5-10GW. “Θα πηγαίνουμε όλο και πιο συχνά σε μηδενικές τιμές και τα έργα δεν είναι βιώσιμα”, είπε, και απευθυνόμενος στην τοπική αυτοδιοίκηση συνέστησε να κατευθύνουν τους πόρους όχι άλλο σε φωτοβολταϊκά που μπορεί να μην είναι βιώσιμα αλλά σε άλλου είδους έργα, όπως οι αφαλατώσεις, που είναι απολύτως απαραίτητες για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της λειψυδρίας.
Στο πρόβλημα της μικρής ζήτησης ενέργειας σε σχέση με την παραγωγή, περιέγραψε και ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας κ. Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, μιλώντας χθες στο συνέδριο του ΤΕΕ, περιγράφοντας τις αντινομίες τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίσει η ενεργειακή πολιτική. “Τις καλοκαιρινές μέρες έχουμε ζήτηση 10-11 GW και το φθινόπωρο 5 GW όταν μόνο από τις ΑΠΕ η εγκατεστημένη ισχύς θα είναι σε 2 χρόνια 30 GW”, είπε, τονίζοντας πως η μικρή ζήτηση στην αγορά είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο.
“Πάρα πολύ ενέργεια ήδη πηγαίνει χαμένη, και αυτό θα διογκωθεί τα επόμενα χρόνια θέτοντας σε μεγάλο κίνδυνο τόσο τις επενδύσεις που έχουν ήδη γίνει όσο και αυτές που σχεδιάζονται. Η αποθήκευση και οι διασυνδέσεις είναι οι τρόποι με ους οποίους επιχειρούμε να αυξήσουμε τη ζήτηση” σημείωσε, μετατοπίζοντάς την στη διάρκεια της ημέρα ή αυξάνοντας τη συνολικά. Από το 2025 θα προστεθεί η Κρήτη στο σύστημα και από το 2029 όλα τα νησιά του Αιγαίου, κάτι που θα αυξήσει την πίτα της ζήτησης ενέργειας. Προσπαθούμε για μια δεύτερη διασύνδεση με την Ιταλία, έχουμε συμφωνήσει με τη Βουλγαρία και υπάρχουν σχέδια για σύνδεση με Κύπρο, Γερμανία αλλά και Αίγυπτο.
Η αποθήκευση προωθείται και με την αντλησιοταμίευση και με την αποθήκευση με μπαταρίες, με στόχο να έχουμε 2,5-5 GW μπαταρίες στο σύστημα.
Θέλουμε να μειώνουμε την κατανάλωση ενέργειας αλλά και να την αυξήσουμε- Δύσκολη εξίσωση η εξέλιξη της ζήτησης
Μια δεύτερη αντίφαση, όπως τόνισε ο κ. Αϊβαλιώτης, μιλώντας χθες στο συνέδριο του ΤΕΕ, είναι ότι ενώ θέλουμε να αυξήσουμε τη ζήτηση με εξηλεκτρισμό κινούμαστε και στην αντίθετη κατεύθυνση με την εξοικονόμηση ενέργειας.
Ειδικά στη σημερινή συγκυρία, που “η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ αυξάνεται, με αποτέλεσμα να περισσεύει ενέργεια, την ίδια στιγμή πρέπει να λέμε εξοικονομήστε ενέργεια”,¨τόνισε, κάνοντας έντονη αυτή την αντίφαση.
Τελικά γίνεται πολύ δύσκολο να προβλεφθεί η πορεία της ζήτησης ενέργειας με ακρίβεια, αφού σχεδιάζεται ο εξηλεκτρισμός, αλλά δεν ξέρουμε πόσο γρήγορα ή αργά θα υλοποιηθεί. Από τη μια αναμένεται αύξηση της κατανάλωσης που θα επιφέρει η ανάπτυξη, και από την άλλη μείωση της κατανάλωσης από την εξοικονόμηση ενέργειας (και απανθρακοποίηση) που απαιτεί η ενεργειακή μας πολιτική. Σχεδιάζονται σημαντικές επενδύσεις που θα χρειαστούν ενέργεια, όπως τα data centers, οι αφαλατώσεις, η παραγωγή υδρογόνου, αλλά και μεγάλες διασυνδέσεις που θα φέρουν ενέργεια από την Αίγυπτο, και μεγάλη παραγωγή ενέργειας από τα off shore αιολκά. Σχεδιάζονται μεγάλες διασυνδέσεις αλλά δεν είναι ακόμη βέβαιο ούτε το αν θα ολοκληρωθούν ούτε το πότε, ούτε βέβαια οι επιπτώσεις τους.
Θέλουμε να συνδυάσουμε τις απαιτήσεις των Οδηγιών με τις δυνατότητες της χώρας – Κόστη δεκάδων δισεκατομμυρίων
Πηγή αντιφάσεων είναι η προσπάθεια να παντρέψουμε τις κεντρικές ευρωπαϊκές Οδηγίες με τις δυνατότητες της χώρας, είπε χθες ο γενικός γραμματέας Ενέργειας κ. Αϊβαλιώτης, περιγράφοντας τις μεγάλες επενδύσεις που απαιτεί η ενεργειακή μετάβαση των κτηρίων. “Μέχρι το 2035 όλες οι ενεργειακές κλάσεις των σπιτιών στη χώρα πρέπει να είναι κατηγορίας Ε, δηλαδή 1,5 εκ. σπίτια πρέπει να αναβαθμιστούν, ως το 2035.
Άλλη Οδηγία λέει ότι πρέπει να αντικαταστήσουμε όλους τους καυστήρες που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα (φυσικό αέριο και πετρέλαιο) με αντλίες θερμότητας μέχρι το 2040. Και άλλη Οδηγία λέει να αντικαταστήσουμε όλα τα κλιματιστικά με κλιματιστικά χωρίς φθόριο. Το άθροισμα αυτών των δράσεων απαιτούν επενδύσεις 90-100 δισ. Δηλαδή ενώ μέχρι σήμερα, έχουμε επενδύσει 2 δισ. για κτηριακή αναμόρφωση, έχοντας τη στήριξη το Ταμείου Ανάκαμψης, για να υλοποιήσουμε τις απαιτήσεις ενεργειακής μετάβασης των νέων Οδηγιών χρειάζεται πολίτες και Πολιτεία να επενδύσουν 100 δισ”, σημείωσε.
Την ίδια στιγμή μπορεί να προκύπτουν κόστη από την κλιματική κρίση, που στην περίπτωση καταστροφών, να ανέρχονται σε πολλά δισ. αναγκών που ανά πάσα στιγμή μπορεί να προκύψουν.
Στην Ελλάδα η συμμετοχή του κτηριακού τομέα στους ρύπους είναι 7,6% όταν 12% ο μέσος όρος στην Ευρώπη και η προσπάθειά μας είναι να αποδείξουμε ότι δεν είναι τόσο επείγον για μας όπως για παράδειγμα των μεταφορών που η συμμετοχής στους ρύπους είναι 24%. Η θέρμανση δεν είναι κρίσιμο μέγεθος για τη μισή Ελλάδα, αλλά η ψύξη είναι η προτεραιότητα.
Θέλουμε να μειώσουμε το ενεργειακό κόστος αλλά ….το αυξάνουμε
Tέλος , το μεγαλύτερο στοίχημα της ενεργειακής πολιτικής αλλά και συνολικά της ενεργειακής μετάβασης, και ο μεγαλύτερος ελέφαντας στο δωμάτιο είναι η μείωση του ενεργειακού κόστους. Αποτελεί πλέον και το κεντρικό διακύβευμα της ευρωπαϊκής πολιτικής το πάντρεμα της βιωσιμότητας με την ανταγωνιστικότητα, αλλά τη μεγαλύτερη αντίφαση, αφού, τελικά με όλες αυτές τις επενδύσεις που απαιτεί η ενεργειακή μετάβαση, αυξάνονται άμεσα και έμμεσα το κόστος.
“Το Green Deal δεν μπορεί να επιτευχθεί αν δεν αγκαλιαστεί από τον κόσμο και δεν καταλήγει στη μείωση του ενεργειακού κόστους”, είπε χθες ο κ. Αϊβαλιώτης, και στο ίδιο πάνελ ο Διευθύνων Σύμβουλος του ΔΕΔΔΗΕ κ. Αναστάσιος Μάνος, τόνισε τις πρόσθετες ανάγκες επενδύσεων που δημιουργεί η κλιματική κρίση στα δίκτυα..
Όπως είπε από 150 εκ. ετησίως ο ΔΕΔΔΗΕ επενδύει πλέον πάνω από 600 εκ. /ετησίως και υπολογίζεται ότι χρειάζεται σύμφωνα με τις μελέτες της Ευρώπης να ανεβάσει τον πήχη των επενδύσεων πάνω από 1 δισ.. το χρόνο μόνο ο τομέας της διανομής για να ανταποκριθεί στις σημερινές ανάγκες.
Η επιβάρυνση του δικτύου γίνεται πολύ μεγάλη με την κλιματική αλλαγή και ο ΔΕΔΔΗΕ και το 37% των επενδύσεων του αφορά την κλιματική αλλαγή, ενώ αυτό το ποσοστό πρέπει να αυξηθεί στο 42%.
Η αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ, και η αύξηση των διασυνδέσεων στοχεύουν στη μείωση το ενεργειακού κόστους, όμως για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός απαιτούνται δεκάδες δισ. επενδύσεων, που άμεσα επιβαρύνουν τις εταιρείες έμμεσα όμως τους καταναλωτές. Από τη μια η ανάγκη συνεχών επενδύσεων, που μετακυλύονται στον καταναλωτή, και από την άλλη οι αρρυθμίες της ενεργειακής μετάβασης, που επίσης δημιουργούν επιπλέον κόστη, κάνουν μεγάλη την πρόκληση της μείωσης του ενεργειακού κόστους.